Search
Σάββατο 09 Ιανουάριος 2016
  • :
  • :
Επικαιρότητα

Τα τιμημένα γηρατειά είναι ότι μας απέμεινε

ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ
Θυμάμαι τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου, τη δεκαετία του 1980, όταν στις προεκλογικές ομιλίες του αναφερόταν με συνέπεια στα «περήφανα νιάτα» και στα «τιμημένα γηρατειά». Ειρωνικό; Θα έλεγα ναι.

Ως προς τα «περήφανα νιάτα», το τεράστιο πρόβλημα υπογεννητικότητας αποτυπώνεται στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Το έτος 1980 οι γεννήσεις ήταν 148.134 ενώ οι θάνατοι 87.282. Αντίστοιχα, το 2000, οι γεννήσεις ήταν 103.274 ενώ οι θάνατοι 105.170, όπου για πρώτη φορά, οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις κατά 1896. Το 2011 οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις κατά 4.671. Το πρόβλημα επιδεινώνεται το 2012, καθώς έχουμε 100.371 γεννήσεις και 116.668 θανάτους. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού υπήρξαν 16.297 περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις. Τέλος, το 2013 οι γεννήσεις στην Ελλάδα ήταν 94.134, ενώ οι θάνατοι 111.794. Αξίζει να επισημανθεί ότι σήμερα, σε κάθε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας αντιστοιχούν μόλις 1,2 παιδιά ενώ το όριο αναπλήρωσης γενεών βρίσκεται στα 2,1 παιδιά.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η παραπάνω πραγματικότητα αποτυπώνεται με το χειρότερο τρόπο στο βασικό συμπέρασμα που εξάγεται μέσα από τη διαχρονική μελέτη της διάρθρωσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών, του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Όπως συμπεραίνεται, οι συντάξεις αποτελούν την κυριότερη πηγή εισοδήματος για το 52% των νοικοκυριών, μια τάση που βαίνει αυξητικά από το 2012 έως το 2014, ενώ μειώνονται τα αντίστοιχα ποσοστά (10,1%) που αφορούν έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα (κέρδη). Με άλλα λόγια, αν και μειώνονται δραστικά οι συντάξεις τα τελευταία χρόνια, συγκριτικά αυξάνεται η σημαντικότητα τους ως κύρια πηγή εισοδήματος των νοικοκυριών, με δεδομένο ότι λόγω της ύφεσης αυξάνεται η ανεργία με παράλληλες μειώσεις μισθών, καθώς επίσης παρατηρούνται μειώσεις κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον 06/2009 το σύνολο των Ελληνικών καταθέσεων βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη, το 2001. Ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στα 250 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου. Σήμερα βρίσκεται σχεδόν στο χαμηλότερο, δηλαδή 130 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Το 90% περίπου προέρχεται από επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει απωλέσει σχεδόν το 50% των καταθέσεων του σε σχέση με το υψηλότερο σημείο που είχαν βρεθεί. Η αποταμίευση έχει συρρικνωθεί στο ελάχιστο δίχως να δείχνει ή να μπορεί να βρει τάσεις και διεξόδους αντιστροφής. Τουναντίον, η τάση είναι για περαιτέρω συρρίκνωση.

Παράλληλα το πρόβλημα που δημιουργείται στην αποταμίευση από την πλευρά των Ελληνικών επιχειρήσεων, αποτυπωμένο στα παραπάνω στοιχεία, αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της Ελληνικής αγοράς, θα διογκώνεται περεταίρω καθώς όπως δήλωσε πρόσφατα ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Κουράσης, συνολικά 89 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κλείνουν την ημέρα στη χώρα μας.

Σε πρόσφατο στατιστικό δελτίο ενημέρωσης της Eurostat μαθαίνουμε ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα βρίσκεται 20% κάτω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρά τη ραγδαία πτώση στην κατανάλωση η Ελληνική οικονομία και αγορά δεν εξυγιαίνονται, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά συρρικνώνονται σε πολύ ανησυχητικό βαθμό. Η κατανάλωση παρουσιάζει δραματική, ανεξέλεγκτη και ασυγκράτητη πτώση, χωρίς όμως η μείωση αυτή να μπορεί να αντικατασταθεί από όρους αύξησης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της Ελληνική οικονομίας. Κατά συνέπεια το Ελληνικό ΑΕΠ βρίσκεται σε ένα καθοδικό και αδιέξοδο σπιράλ.

Μετά και τους περιορισμούς στην ανάληψη μετρητών και μεταφορά κεφαλαίων ο Νεοέλληνας περισσότερο από ποτέ έχει υιοθετήσει στην καθημερινότητα του τη λογική που λέει «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Προτιμά, δηλαδή, ένα κέρδος το οποίο υπάρχει και είναι άμεσο όχι από κάποιο που μπορεί μεν να είναι μεγαλύτερο αλλά είναι αβέβαιο γιατί δεν είναι άμεσο, αυτή τη φορά, αλλά γιατί δεν έχει άλλη εναλλακτική επιλογή επιβίωσης. Η απόφαση, συνειδητή ή μη, των σημερινών Ελληνικών νοικοκυριών, κυρίως συνταξιούχων, να κατανείμουν με τον τρόπο αυτό το διαθέσιμο εισόδημα τους μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης, θέλοντας να περιορίσουν στο ελάχιστο τη δεύτερη με σκοπό να μπορέσουν να μεγιστοποιήσουν την πρώτη, κρατά ζωντανή και κινεί την πραγματική οικονομία και όχι οι μεταρρυθμίσεις.

Το δε τραπεζικό σύστημα, θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί και να ταλαιπωρείται. Οι παράγοντες που καθορίζουν την καταναλωτική ζήτηση πέραν του πλούτου καθαυτού των νοικοκυριών αλλά και των επιτοκίων είναι η προσφερόμενη καταναλωτική πίστη (ικανότητα για δανεισμό), το προσδοκώμενο μελλοντικό εισόδημα και το προσδοκώμενο μελλοντικό επίπεδο τιμών. Όσο οι προσδοκίες θα παραμένουν ιδιαιτέρως χαμηλές για κάτι θετικό ο Έλληνας θα συνεχίζει να περιορίζει στο ελάχιστο τις καταθέσεις του για να μπορεί να επιβιώσει. Όσο συρρικνώνονται οι καταθέσεις το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα δε θα μπορεί να προσφέρει καταναλωτική πίστη και να στηρίξει την προσπάθεια για τη δημιουργία επενδύσεων.

Τη δε δοκιμασμένη συνταγή του καρότου και του μαστιγίου, κάντε τα όλα καλά για να μπορέσουν να υπάρξουν μεγάλες επενδύσεις από κεφάλαια του εξωτερικού, ακολουθούν ανελλιπώς ξένοι θεσμοί και Ελληνικές κυβερνήσεις, βάζοντας τον Έλληνα κάθε φορά να αναμένει επί ματαίω τη θεία από το Σικάγο. Επίσης, δε βρίσκω να προκύπτει από κάπου ότι υπάρχει σχέδιο η Ελλάδα να καταστεί κάποια στιγμή σύντομα φορολογικός ή τραπεζικός παράδεισος κατά τα Κυπριακά, Λουξεμβουργιανά, Ιρλανδικά ή άλλα πρότυπα. Εξίσου επί ματαίω, λοιπόν, και μόνο στο πλαίσιο της επιστημονικής φαντασίας αναμένει ο Έλληνας ότι, είτε θα επιστρέψουν οι καταθέσεις που έφυγαν τα τελευταία χρόνια, νομίμως ή μη, στο εξωτερικό ή που έχουν κρυφτεί σε σεντούκια, είτε θα βρεθεί τρελός στον κόσμο αυτό να καταθέσει τα χρήματα του σε Ελληνική Τράπεζα.

Η Ελλάδα δεν είναι μόνο μια χώρα συνταξιούχων αλλά μια χώρα που οι συνταξιούχοι τείνουν να γίνουν η μοναδική πηγή εισοδημάτων και, κατά συνέπεια, κατανάλωσης, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. Στην προσπάθεια τους να εξυγιάνουν την κατάσταση αυτή, μέσω της αναδιάρθρωσης και μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, δηλαδή κατάρρευσης των συντάξεων, ξένοι θεσμοί και Ελληνική κυβέρνηση, πολύ φοβάμαι ότι θα καταστρέψουν και την τελευταία ικμάδα ζωής στην εγχώρια οικονομία.

Θα πρέπει επιτέλους να γίνει σαφές και κατανοητό ότι το πρόβλημα με την αυξημένη ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και αποταμίευση δεν είναι ότι ήταν υπερβολικά τα μεγέθη τους για τα δεδομένα της Ελληνικής οικονομίας τα προηγούμενα έτη αλλά ότι δεν υπήρξε αντίστοιχα κίνητρο για την ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής, και σε μεγάλο βαθμό καλύφθηκαν από εισαγωγές και φούσκες στην αγορά (χρηματιστήριο, ακίνητα κτλ).

Επίσης, πλέον η λύση του προβλήματος δεν βρίσκεται στην ευρωζώνη με όλες της τις παθογένειες – μερκαντιλιστικές και μη – αλλά κυρίως όσο τα κράτη που συμμετέχουν σε αυτή εμμένουν πεισματικά να μη συναινούν στη δημοσιονομική και τραπεζική τους ενοποίηση.

Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η Ελλάδα να συνεχίζει να στηρίζεται στον εξωτερικό δανεισμό, διαιωνίζοντας το πρόβλημα χρέους, αδυνατώντας να δημιουργήσει μια παραγωγική οικονομία, να αναδείξει τα όποια συγκριτικά και ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, και να ξεπουλά την δημόσια και ιδιωτική της περιουσία αντί πινακίου φακής καθιστώντας το μέλλον των όχι πλέον «περήφανων νιάτων» της ήδη αβέβαιο και οσονούπω άκρως καταστροφικό.

Γιάννης Κίτσος

Γιάννης Κίτσος

Σύμβουλος Επιχειρηματικού Σχεδιασμού


Βιογραφικό…




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *