Search
Παρασκευή 11 Μάρτιος 2016
  • :
  • :

«Ανίκητος» – Κεφ 4

ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ιστορικό μυθιστόρημα
Σακκάς Λευτέρης

Κεφάλαιο 4 – κατεβάστε το και ως PDF

Book Separator

ΙV
Πυθαγόρειος
400 π.Χ.

Book Separator

«Μην το κάνεις»

«Ναι, καλά!» είπε και έκοψε το σχοινί που κρατούσε τον βράχο. Αυτός κύλησε δισταχτικά στην αρχή, έδωσε λίγο χρόνο στο ατρόμητο αγόρι να στερεώσει γερά τα σανδάλια του στο χώμα και να ακουμπήσει το στήθος του κόντρα στην κρύα πέτρα. Το ψιλόβροχο δυσκόλεψε την προσπάθειά του να την αγκαλιάσει όσο αυτό ήταν δυνατό για τα λεπτά παιδικά του χέρια. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και ακούμπησε τη δεξιά πλευρά του προσώπου του. Τα μάτια του χόρτασαν εκείνη τη στιγμή την πατρίδα του, τη Θήβα και ο βράχος του έκρυβε τη θέα προς την ακρόπολη και το ιερό του Τροφωνίου Απόλλωνα.

Ένας βραχνός ήχος υπερπροσπάθειας βγήκε από τα χείλη του καθώς ο βράχος πίεσε το κορμί του και το έσπρωξε προς τα πίσω. Ο φίλος του έκανε ένα βήμα αγωνίας αλλά ο μικρός ήταν αποφασισμένος.

«Φύγε!» φώναξε και έσφιξε τις παλάμες του πάνω στην πέτρα, που αργά και βασανιστικά είχε αρχίσει να επιταχύνει. Τα σανδάλια χώθηκαν στη λάσπη και σύρθηκαν προς τα πίσω αφήνοντας ένα γλιστερό αυλάκι, μα το μικρό τους ίχνος έσβηνε καθώς περνούσε από πάνω του ο βράχος που ακολουθούσε. Μερικά λιθάρια αιώνια χωμένα στο έδαφος της Καδμείας προσπαθούσαν να συντρέξουν το μικρό, μα και η δικιά τους η προσπάθεια έμοιαζε με του αγοριού. Μάταιη και ταπεινή. Κάμποσα μέτρα πίσω του ένας μικρός γκρεμός φαινόταν να γελάει, το ύψος του ήταν έτοιμο να υποδεχτεί το παιδικό κορμί που δεν έλεγε να τα παρατήσει.

Το έδαφος γλιστρούσε πια πολύ  και ο φίλος του αγοριού αποφάσισε να βοηθήσει τον άμυαλο σύντροφό του. Έτρεξε δίπλα του και έβαλε και αυτός τα χέρια του στον βράχο. Προσπάθησαν μαζί να επιβραδύνουν την πορεία του αλλά ήταν πια αργά, παρά μόνο για μάταιο αγώνα. Ο μεγάλος όγκος κυλούσε χωρίς πια να υπολογίζει την ταπεινή βοήθεια που προσέφεραν οι πέτρες και οι λιμνούλες λάσπης στα δύο αγόρια.

«Δεν μπορώ άλλο!» φώναξε το δεύτερο αγόρι. Ήταν το ίδιο δυνατό με το πρώτο, αλλά μπήκε στη μάχη με την πέτρα αργά. Το άλλο παιδί όμως φάνηκε να μην ανησυχεί, από το μισοσφιγμένο στόμα του έβγαινε εκείνος ο πνιχτός ήχος της υπερπροσπάθειας. Ο γκρεμός ήταν τώρα όχι πάνω από τρία μέτρα πίσω τους. Δεν ήταν τεράστιος, είχε όμως εκείνο ακριβώς το ύψος που ο δισταγμός στην άκρη του ήταν απαραίτητος.

«Μην ανησυχείς» του είπε και κοίταξε πίσω χωρίς να σταματήσει να αντιστέκεται. Ένα πασαλάκι ήταν μπηγμένο στο χώμα. Το κοίταξε με βλέμμα καρφωμένο πάνω του και ο φίλος του γύρισε και αυτός. Ήταν σα να μην ήθελαν να κοιτάζουν το τεράστιο μπροστά τους αντικείμενο που τους πήγαινε ίσια στο χαμό.

Τα πόδια τους απείχαν τώρα δυο πήχες από το πασαλάκι. Το πρώτο αγόρι συνέχισε να το κοιτάει, το άλλο είχε κλείσει τα μάτια του και έδινε όση δύναμη είχε στα χέρια του. Τότε άκουσε τη φωνή του φίλου του τη στιγμή που τα πόδια τους έφτασαν στο σημάδι.

«Νικήσαμε!» φώναξε το αγόρι και τράβηξε πίσω τα χέρια του. Ο φίλος του αμέσως αισθάνθηκε σα να ήταν ένας Τιτάνας που τίποτα δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Η έκπληξή του μεγάλωσε όταν κατάλαβε πως μπορούσε πια με ευκολία να κοντράρει την ορμή της πέτρας. Κοίταξε το φίλο του που στέκονταν λαχανιασμένος στην άκρη του γκρεμού και ύστερα γύρισε τα μάτια του μπροστά. Τα φρύδια του μαζεύτηκαν από την απορία, ο βράχος έμοιαζε να έχει χάσει τη δύναμη και την  ορμή του. Ο μικρός ένιωσε πως μπορούσε να κάνει κάτι που ώρα το ήθελε. Χαλάρωσε αργά και άφησε τα χέρια του.

Ο βράχος έμεινε εκεί, ακίνητος, σαν θεριό που ο κυνηγός του κατάφερε το θανατηφόρο χτύπημα. Βρήκε την ανάσα του και βημάτισε γύρω από τον όγκο που φάνταζε σα βουνό μπροστά του. Το παιδικό του μυαλό πίστεψε ότι κάποιος από τους θεούς που είχαν το ναό τους λίγα μέτρα πιο πέρα θέλησε να μην έχει ατυχήματα εκείνη την ημέρα. Βέβαια, ο πατέρας του είχε πει πως οι θεοί τιμωρούν την απερισκεψία και ένιωσε πως την ώρα εκείνη  αυτό έμοιαζε το πιο πιθανό, ακόμα και ο βροχερός καιρός συμφωνούσε. Κοίταξε τον φίλο του.

«Φτηνά την γλιτώσαμε. Κανονικά πρέπει να προσευχηθούμε και να ζητήσουμε συγνώμη από το Δία»

«Ο Δίας χαίρεται που φάνηκα άξιος του μυαλού που μου χάρισε»

«Έχεις χαζέψει. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν χαίρεται ή αν λυπάται ο αρχηγός των θεών»

«Ναι, αλλά μπορεί να ξέρει ο κάθε ένας τι έχει κάνει για να μπορεί να χαίρεται ο Δίας» είπε και δείχνοντας προς τον σταματημένο βράχο έκανε με το δείχτη του χεριού του το σχήμα του κύκλου. Το άλλο παιδί κατάλαβε πως έπρεπε να πάει από πίσω για να εξηγηθούν όλα. Πήγε από το πλάι και το πρώτο που αντίκρισε ήταν το κομμένο σχοινί στο δέντρο και ένα κομμάτι από το ίδιο σχοινί τυλιγμένο πάνω στην πέτρα, με τη άκρη του κομμένη ίσια την ώρα που ξεκίνησε η αυτοσχέδια δοκιμασία τους. Δεν είδε όμως μόνο αυτό.

Παρατήρησε γουρλώνοντας τα μάτια ότι ανάμεσα στον άψυχο όγκο και το δέντρο υπήρχε και ένα σχοινί τεντωμένο.

«Αν δεν είχα βάλει το σχοινί θα κυλούσε από την αρχή γρήγορα» άκουσε το σχόλιο του φίλου του που είχε κάτσει σε μια πέτρα και μασούλαγε ένα κομμάτι ψωμί χαμογελώντας με ικανοποίηση για το κατόρθωμά του.

«Μα καλά… πως δεν το είδα;»

«Το είχα χώσει στη λάσπη λίγο πριν έρθεις»

«Δώσε λίγο ψωμί και σε μένα»

«Πάρε»

Ο μικρός μάσησε με βουλιμία το ψωμί και κουνώντας το κεφάλι του επιδοκιμαστικά έδειξε το σχοινί.

«Από πού το πήρες;»

Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Από το μαγαζί του Μενέα»

«Πω πω! Πάω να φύγω, θα με σκοτώσει που σε κάνω παρέα»

«Εμένα θα σκοτώσει ο θείος σου. Στην αποθήκη δεν είδα άλλο σχοινί όταν το πήρα αυτό»

«Δε φοβήθηκες ότι θα το έβλεπα;»

«Τον Ποσειδώνα θα φοβόσουνα αν έβλεπες ή το κύμα της θάλασσας Πελοπίδα;»

Ο Πελοπίδας, το δεύτερο αγόρι, σηκώθηκε και τίναξε το χιτώνα του. Απομακρύνθηκε κοιτώντας για τελευταία φορά τον ηττημένο βράχο και χωρίς να κοιτάξει πίσω είπε:

«Τελικά δεν είσαι χαζός Επαμεινώνδα»

Paragraph Separator

Έφτασαν σε λίγη ώρα στην άλλη άκρη της πόλης. Εκεί που η ταβέρνα είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη του καλύτερου μέρους για να απολαύσει κανείς καλοψημένο κρέας και να γευτεί κρασί θεσπέσιο. Την βρήκαν όπως περίμεναν. Γεμάτη κόσμο και πλημυρισμένη από τη μυρωδιά της τσίκνας.

Ο Πελοπίδας μπήκε τρέχοντας, γεμάτος ενοχές για το σχοινί που σίγουρα θα αναζητούσε ο θείος του. Τον συνάντησε οργισμένο λίγο μετά την είσοδο και ο ήχος της καρπαζιάς ακούστηκε πεντακάθαρος.

«Βλέπεις πόσους πρέπει να περιποιηθώ και σαχλαμαρίζεις στην Καδμεία με τον Επαμεινώνδα!»

«Συγνώμη θείε»

«Συγνώμη θα ζητήσεις από τη μάνα σου, γιατί είμαι έτοιμος να σε μαυρίσω και δεν θα σε γνωρίσει έτσι όπως θα σε κάνω!»

Ο Επαμεινώνδας στεκόταν μαρμαρωμένος στην είσοδο και παρατηρούσε. Τα μάτια του ταβερνιάρη έπεσαν πάνω του και γυάλισαν. Ο ατρόμητος μικρός τα χρειάστηκε. Το βλέμμα του ανθρώπου αυτού έμοιασε με του λύκου που παραφυλάει κάποιο ξεμοναχιασμένο αρνί. Ο Μενέας τον πλησίασε σκουπίζοντας τα χέρια του στην ποδιά του. Στάθηκε μπροστά στον μικρό και τον ζύγισε μες στα μάτια του, σκουπίζοντας επίτηδες σαν παλιοτόμαρο του υπόκοσμου το στόμα του με την εξωτερική πλευρά του δεξιού του καρπού.

«Που ήσασταν;»

«Παίζαμε»

«Το σχοινί εσύ το πήρες;»

Ο Επαμεινώνδας πάγωσε και χαμήλωσε το κεφάλι του. Τόσο βέβαιο θεωρούσε αυτό που θα ακολουθούσε. Ο Πελοπίδας προσπάθησε να πείσει τον θείο του να μη χτυπήσει τον φίλο του. Μα εκείνος ήταν ανένδοτος. Άπλωσε το χέρι και γράπωσε τον ίδιο τον Πελοπίδα!

«Πήγαινε γρήγορα μέσα και ετοίμασε τη ρίγανη και το θυμάρι. Βάλε μέσα ένα κομμάτι αγριογούρουνο και σκέπασέ το. Μετά θα το κρατήσεις όση ώρα χρειαστεί για να γίνει ικανό να μας φέρει πελάτες και όχι να τους διώξει. Και πες του φιλαράκου σου από εδώ, ότι το σχοινί το ήθελα για να κρεμάσω τον κουβά από το δοκάρι της αυλής. Αφού το πήρατε για να παίξετε, κράτα τώρα εσύ τον κουβά και πρόσεξε: μη σου πέσει, ακόμα και αν το χέρι σου το κόψει το Δίας!»

Ο Πελοπίδας έσκυψε μετανιωμένος και κινήθηκε προς την κουζίνα. Ο θείος του πήγε μια κανάτα κρασί σε κάποιον ανυπόμονο να μεθύσει και στράφηκε προς τον μπόγο με τα ψωμιά, κάποιος δεν είχε να βουτήξει την υπέροχη σάλτσα που του είχαν ήδη σερβίρει.

«Ευτυχώς που δεν πήρες και το μαχαίρι. Θα το έκοβες τώρα με το άλλο, που έχω στο σπίτι»

Το σπίτι του ήταν ακόμα μακρύτερα από την Καδμεία. Η σκέψη και μόνο πως μετά από τόσο περπάτημα θα έπρεπε να κάνει το τριπλάσιο, λύγισε τα πόδια του Επαμεινώνδα.

«Συγνώμη Μενέα»

«Με τον βράχο έμαθα πως τα κατάφερες καλά»

Ο Επαμεινώνδας γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια του. Ο Μενέας, χωρίς να σταματήσει να φτιάχνει μερίδες ψωμιού, έκανε ένα νεύμα προς μία γωνία του μαγαζιού.

«Απορώ πως ήρθε σε τέτοια κατάσταση»

Ο Επαμεινώνδας πλησίασε ανήσυχος το παλιό τραπέζι. Πάνω του δεν υπήρχε τίποτα άλλο , παρά μία κανάτα κρασί και ένα ποτήρι. Σε μερικά σημεία, το παλιό και σχεδόν διαλυμένο τραπέζι είχε βραχεί από το κόκκινο νέκταρ. Εκείνος που καθόταν σε έναν χαμηλό, αλλά σε καλύτερη κατάσταση πάγκο, είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο τραπέζι. Τα πυκνά μαλλιά του είχαν βραχεί από τη μια μεριά. Έμοιαζε με ζητιάνο, ο Επαμεινώνδας όμως τον αναγνώρισε. Το σημάδι στον πήχη του ήταν οικείο.

«Πατέρα, είσαι καλά;»

Ο Πολυμνήδας σήκωσε βαριεστημένα το κεφάλι του και έγνεψε στο γιό του.

«Θέλεις να πιεις λίγο; Είναι όνειρο το κρασί του Μενέα!» είπε με άνεση, λες και δεν μιλούσε σε ένα δωδεκάχρονο παιδί. Ο Επαμεινώνδας βούρκωσε.

«Δεν θέλω να σε βλέπω έτσι πατέρα! Έλα να πάμε στο σπίτι μας»

Αυτός έκανε μια κίνηση αποδοκιμασίας και βούτηξε την κανάτα. Με μια άπληστη κίνηση την  έφερε στο στόμα του και λαίμαργα έριχνε το κρασί στο λαρύγγι του. Ο χιτώνας του βρεχόταν, περισσότερο από τη δίψα του. Ο ήχος έμοιαζε με ένα πεινασμένο αγρίμι του Κιθαιρώνα, που σβήνει την πείνα του με κάποιο δύστυχο ελάφι. Ώσπου πνίγηκε.

Το πιοτί ξεχύθηκε ξαφνικά από το στόμα του και έψαξε να βρει τον μικρό Επαμεινώνδα, που με μία κίνηση τραβήχτηκε τρομαγμένος. Είδε τον πατέρα του να σπαρταράει και να γονατίζει εκεί, καταμεσής της ταβέρνας. Έβαλε τα κλάματα καθώς τον άκουγε να ξερνάει. Ο Πολυμνήδας του έτεινε το χέρι που κρατούσε ακόμα την κανάτα.

«Πιες»

«Πάμε πατέρα, σε ικετεύω!» προσπάθησε με δάκρυα στα μάτια ο Επαμεινώνδας να τον μεταπείσει. Ο Πολυμνήδας σκούπισε το λερωμένο στόμα του και σηκώθηκε νευριασμένος.

«Πιες σου είπα!»

Ο Επαμεινώνδας δεν άντεξε άλλο. Το κλάμα του ακούστηκε δυνατό και γυρνώντας την πλάτη έτρεχε να φύγει μακριά από τον ζωντανό του εφιάλτη.

«Όχι! Ποτέ δεν θα γίνω έτσι!» φώναξε και έτρεξε έξω από το καπηλειό.

Ο Πολυμνήδας έμεινε όρθιος, αποσβολωμένος να κοιτάζει τη φυγή του παιδιού του. Ο Μενέας βγήκε από την κουζίνα του και στάθηκε δίπλα του. Μασούλησε ένα κομμάτι κρέας που λίγο απείχε από το να γίνει κάρβουνο και έδειξε με αυτό τον μικρό, που χανόταν πίσω από ένα γκρεμισμένο σπίτι.

«Το πήρε βαριά, ε;»

Ο Πολυμνήδας πέταξε μακριά την κανάτα, σα να την είχε βάρος. Σκούπισε το στόμα του άλλη μία φορά, το βλέμμα του ήταν οργισμένο.

«Έτσι δεν έπρεπε να το πάρει;»

«Θαρρώ πως του φέρθηκες κομματάκι σκληρά»

Επέστρεψαν και οι δύο μαζί στον πάγκο και έκατσαν.

«Το μεθύσι κάνει έναν άντρα τιποτένιο, του κομματιάζει την τιμή και την αξία του. Ένα παιδί θα μάθει μεγαλώνοντας πόσο ωραίο είναι το κρασί με καλή παρέα. Καλό είναι να ξέρει όμως από νωρίς πόσο ατιμωτικό και εξευτελιστικό είναι το μεθύσι… τι με κοιτάς έτσι; Έχω λάθος στο συλλογισμό μου;»

Ο Μενέας χαμογέλασε.

«Καλά τα λες, μα σε άκουγα και νόμιζα πως θέλεις να μου κλείσεις το μαγαζί. Βλέπεις, εγώ ζω και από τους μεθυσμένους!»

Γέλασαν. Όταν ηρέμησαν, ο Μενέας σηκώθηκε.

«Πάω να σου φέρω λίγο κρέας από αυτό που κρατάει το σκατόπαιδο ο ανιψιός μου» είπε και γυρνώντας προς την κουζίνα πάγωσε. Οι γροθιές του σφίχτηκαν και το στόμα του ψέλλισε άγρια μερικές βρισιές. Ο Πελοπίδας δεν φαινόταν πουθενά και το κομμάτι του αγριογούρουνου εξαφανιζόταν πίσω από την αυλή, μέσα στα δόντια ενός ψωριάρικου σκύλου.

Paragraph Separator

Ο Επαμεινώνδας έφτασε τρέχοντας στο σπίτι του. Μέχρι και την αυλόπορτα κόντεψε να γκρεμίσει, δίνοντάς της μια γερή σπρωξιά. Παραπάτησε και έπεσε, μα σηκώθηκε αμέσως. Τέτοια ήταν η ντροπή που ένιωθε από την ταβέρνα του Μενέα, που τα πόδια του είχαν βγάλει φτερά και το μυαλό του αρνούνταν να λειτουργήσει σωστά.

«Όποιος βιάζεται σκοντάφτει μικρέ μου φίλε»

Μία φωνή ακούστηκε λες και βγήκε από τα βάθη της Γης, ήρεμη, απαλή, μα τόσο δυνατή που έκανε το μικρό Επαμεινώνδα να σταματήσει το τρεχαλητό του. Ακούμπησε το χέρι του στο πέτρινο γείσο του πηγαδιού στη μέση της αυλής και ανάσανε βιαστικά νικημένος από την ένταση. Όταν η ανάσα του έγινε αυτή που πρέπει, μίλησε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του.

«Συγνώμη δάσκαλε»

«Από τον εαυτό σου να ζητήσεις συγνώμη. Εκείνος κινδύνεψε»

Ο Επαμεινώνδας άφησε το γείσο και πλησίασε προς τη φωνή. Η ντροπή του ήταν μεγαλύτερη, κάθε φορά γινόταν μεγαλύτερη όταν ο Λυσίας τον μάλωνε. Ποτέ με φωνές, ποτέ με οργή. Πάντα τον μάλωνε τόσο απλά και ήσυχα, που το βάρος γινόταν ασήκωτο στη ψυχή του μικρού. Ασήκωτο, μα και μάθηση ταυτόχρονα.

Ο Λυσίας σηκώθηκε από το σκαλοπάτι, αφήνοντας κάτω ένα πινακάκι και τη γραφίδα του. Λεπτόσωμος, σχεδόν καχεκτικός θα έλεγε κανείς. Το πηγούνι του τριγωνικό και καλυμμένο με ένα αραιό γενάκι, τα ζυγωματικά του έντονα, πίεζαν το δέρμα κάτω από τα μάτια του σα να ήθελαν να δραπετεύσουν. Μαλλιά πλούσια, πλεγμένα σε μία περίτεχνη κοτσίδα πίσω από το κεφάλι του και μέχρι τη μέση σχεδόν της πλάτης του. Και δύο μάτια στρογγυλά και μεγάλα, ικανά να χωρέσουν μέσα τους την όψη όλου του κόσμου. Άπλωσε τα γδαρμένα από την ηλικία χέρια του και έκανε νόημα στον Επαμεινώνδα να πλησιάσει. Ο μικρός χώθηκε μέσα τους και εκείνα τον αγκάλιασαν στοργικά και του χάιδεψαν το σβέρκο.

«Έλεγξε το θυμό σου μικρέ μου φίλε»

«Έπρεπε να τον δεις δάσκαλε! Έπρεπε να τον δεις!» είπε ο μικρός και ετοιμάστηκε να μπήξει τα κλάματα. Τα χέρια του Λυσία τον απομάκρυναν βιαστικά κρατώντας τον γερά από τους ώμους και τον ταρακούνησαν.

«Τι είπαμε Επαμεινώνδα;»

Ο μικρός είχε ήδη ξεκινήσει να κλαίει. Ο Λυσίας τον κούνησε ξανά γερά και τον ξαναρώτησε πιο έντονα.

«Τι είπαμε Επαμεινώνδα;»

Το κλάμα εξαφανίστηκε με γοργό ρυθμό και με λίγα αναφιλητά ο μικρός αποκρίθηκε στο δάσκαλό του.

«Πάντα η λογική μπροστά από το συναίσθημα…»

«Είναι λογικό να κλαις τώρα;»

« Ναι! Είναι!» κραύγασε ο μικρός και τινάχτηκε πιο πίσω από τη σφιχτή λαβή στους ώμους του. «Είναι λογικό να κλαίει ένα παιδί όταν βλέπει τον πατέρα του βρώμικο και λερωμένο με κρασί και εμετό!» ούρλιαξε. Έντρομος διαπίστωσε την ξαφνική κίνηση του Λυσία. Δεν πρόλαβε να αποφύγει την ανοιχτή του παλάμη, η οποία έσκασε με δύναμη στο σβέρκο του.

«Νικήθηκες Επαμεινώνδα! Και με οργίζεις! Πως είναι δυνατόν ένας πατέρας να ξεφτιλίζεται έτσι μπροστά στο παιδί του; Ένας πατέρας που πληρώνει δάσκαλο σαν εμένα; Ένας πατέρας που έχει όνομα στην πόλη του; Για πες μου μικρέ: είχε κόσμο η ταβέρνα; Ήταν ο πατέρας σου μέσα στον κόσμο; Ή μήπως ήταν μόνος του καταχωνιασμένος σε γωνιά; Θα στρίμωχνε ο Μενέας όλους τους πελάτες του έξω στην κληματαριά; Ή μήπως δεν θα ανησυχούσε για τον καλό του φίλο και θα τον σερβίριζε κρασί μέχρι να ξεράσει και το στομάχι του; Τον φίλο του; Για σκέψου μικρέ!»

Ο Επαμεινώνδας έκλεισε τα μάτια του. Προσπάθησε να σκεφτεί αυτά που του έλεγε ο Λυσίας. Ναι… ήταν όλοι έξω, και ό,τι έγινε έγινε μέσα σε μια γωνιά. Και ο Μενέας ήταν απρόσμενα ήρεμος!

«Να πάρει…» σκέφτηκε ο Επαμεινώνδας και κοίταξε τον Λυσία. Το βλέμμα του πρόδιδε πως το μυαλό λειτουργούσε.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Λυσίας ικανοποιημένος «πως τα βλέπεις τώρα;»

«Επίτηδες έγιναν όλα» μονολόγησε ο μικρός, με την ανακούφιση να φουσκώνει τα πνευμόνια του με τον καθαρό αέρα της χαράς και όχι με εκείνον τον πνιγηρό αέρα της ντροπής. Ο Λυσίας τον αγκάλιασε και του εξήγησε πως όλα ήταν σχεδιασμένα.

«Όλα έγιναν για να μάθεις φίλε μου. Και καλύτερα που δεν το κατάλαβες αμέσως, τώρα δεν πρόκειται να το ξεχάσεις ποτέ»

«Γιατί όμως είναι πιο καλά τώρα;»

«Τώρα βοηθάει και η σφαλιάρα που έφαγες» απάντησε ο Λυσίας χαϊδεύοντας το σβέρκο του Επαμεινώνδα και συνέχισε:

«Είσαι έτοιμος για μερικούς αριθμούς; Ο νους σου έχασε τον προσανατολισμό του και πρέπει να τον ξαναβρεί»

«Πότε θα μου πεις για αυτό το σημάδι;» ρώτησε ο Επαμεινώνδας και έδειξε ένα μεγάλο ροζισμένο κομμάτι δέρματος στο χέρι του Λυσία. Εκείνος χαμογέλασε.

«Ας καθυστερήσουν λίγο ακόμα οι αριθμοί. Λίγη ακόμα λογική είναι το καλύτερο αυτή τη στιγμή. Αυτό το κάψιμο μικρέ μου φίλε είναι μία απόδειξη ότι το μυαλό σου πρέπει πάντα να είναι σε εγρήγορση. Χρειάζεται μόνο μία στιγμή για να καταστραφείς και πολλές για να κάνεις κάτι μεγάλο. Και το μεγαλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να βοηθάς τους ανθρώπους όταν είναι σε δύσκολη θέση. Και ίσως λίγο ακόμα μεγαλύτερο είναι να σώσεις τον εαυτό σου από την καταστροφή»

Ο Επαμεινώνδας μέτραγε τα λόγια του δασκάλου του ένα ένα. Και ακολούθησε ένα μάθημα ζωής. Αξέχαστο όσο και το ψεύτικο μεθύσι του Πολυμνήδα.

«Ο δάσκαλος που θα μεταφέρει τις πρώτες γνώσεις σε ένα παιδί, μοιάζει αφέντη μου να είναι ισοδύναμης αξίας με τη μάνα του. Και θα το γαλουχήσει όχι μόνο με γνώσεις, αλλά και με τη στάση που θα καθορίσει την πορεία του έπειτα. Δες άρχοντα τον διάδοχό σας, έχει δάσκαλο τον Αριστοτέλη! Τον ξακουστό αυτόν άνθρωπο! Τόσο φημισμένο, που να είσαι βέβαιος ότι τα δύο ονόματα θα μνημονεύονται μαζί.

Η δόξα του Επαμεινώνδα και της Θήβας παραδέχομαι ότι σκέπασε τη μνήμη του Λυσία, κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητα του δασκάλου αυτού και την ισχύ αυτών που έμαθε στον άνθρωπο που μας δόξασε. Εκμεταλλεύτηκε ακόμα και το άσχημο κομμάτι της ζωής του για να ξεζουμίσει από αυτό τη γνώση και να τη βάλει για τα καλά μέσα στο κεφάλι του μικρού Επαμεινώνδα.

Δέκα περίπου χρόνια πριν γεννηθεί ο μικρός, βρίσκονταν στον Κρότωνα και συνεδρίαζαν με τους υπόλοιπους Πυθαγόρειους στο σπίτι κάποιου Μίλωνα. Έτσι είχαν αφήσει να εννοηθεί, όμως ο σκοπός τους ήταν να συζητήσουν θέματα πολιτικά. Η δυσαρέσκεια κάποιων, μεταξύ αυτών και του ίδιου του Λυσία, ήταν έντονη. Βλέπεις, παρέμεναν πιστοί στις αρχές και τη φιλοσοφία της ομάδας τους και βλέποντας να παρεκτρέπονται από αυτά αντέδρασαν, χωρίς να έχουν όμως δύναμη να επιβάλλουν την άποψή τους. Δύο μαθήματα λοιπόν για τον Επαμεινώνδα:

Μην καταπατάς τις αρχές και τις αξίες σου.

Να είσαι ειλικρινής.

Εκείνη την ημέρα η συγκέντρωση είχε μαθευτεί και κάποιοι δημοκρατικοί με αρχηγό τους κάποιον Κοίλωνα από την περιοχή προσπάθησαν όχι μόνο να την τερματίσουν, αλλά και να καταστήσουν ανίκανους τους συμμετέχοντες να συνεδριάσουν ξανά. Έβαλαν φωτιά στο σπίτι και περίμεναν από έξω να χρησιμοποιήσουν τα μαχαίρια τους σε όσους τυχόν κατάφερναν να διαφύγουν. Οι φλόγες έζωσαν το ξύλινο σπίτι τόσο γρήγορα, που όλοι παγιδεύτηκαν και βρήκαν φριχτό θάνατο. Εκτός από τον Λυσία και τον καλό του φίλο, το Φιλόλαο. Βούτηξαν μέσα σε δύο βαρέλια με νερό, αρπάζοντας δύο καλάμια για να μπορούν να ανασάνουν. Χρειάστηκαν πολύ τύχη και κουράγιο όση ώρα το σπίτι γκρεμιζόταν καιόμενο, αλλά και όταν οι δημοκρατικοί μπήκαν να θριαμβολογήσουν πάνω από τα καρβουνιασμένα πτώματα των ανθρώπων που θεωρούσαν εχθρούς. Ο Επαμεινώνδας έλαβε λοιπόν και τρίτο μάθημα μέσα από εκείνη τη φρικιαστική αφήγηση:

            Σκέψου. Μην πανικοβάλλεσαι, όλα αντιμετωπίζονται.

Ο Λυσίας περιπλανήθηκε αρκετά, ώσπου να καταλήξει στην Αχαΐα και αργότερα στη Θήβα. Και έφτασε λοιπόν να διδάσκει τον Επαμεινώνδα. Ήταν τέτοιος ο σεβασμός του μικρού στο δάσκαλό του, που όταν κόντευε τα είκοσι καλοκαίρια της ζωής του και κάποιος του ψέλλισε πως ο Λυσίας πέρασε απέναντι, ο Επαμεινώνδας έφυγε από τη Θήβα για τρία μερόνυχτα. Κανείς ποτέ δεν έμαθε που πήγε, αλλά όταν επέστρεψε, ήταν ένας άνθρωπος έτοιμος για τη ζωή, οπλισμένος με όλα τα όπλα που του προμήθευσε ο δάσκαλός του.

            Και άρχισε να χρησιμοποιεί αυτά που έμαθε με τρόπο οργανωμένο, τίποτα δεν άφησε στην τύχη. Οι κινήσεις του ήταν μετρημένες, όχι σαν του ξάδερφού μου του Πελοπίδα που δεν σκεφτόταν καθόλου αν θα βάραγε τη γροθιά του πάνω σε μία σκουριασμένη λάμα. Αρκεί να είχε νευριάσει με τη λάμα. Και η τύχη της Θήβας ήταν μεγάλη, που η αλλαγή του μικρού σε ηγέτη συνέβη τότε, γιατί κάποιος διαφορετικός άνεμος φύσαγε πάνω από την πόλη.

Περίεργα ήταν εκείνα τα χρόνια. Ήταν τότε που από το μίσος που τρέφαμε για τους Αθηναίους άρχιζε η μεταστροφή. Συνειδητοποιούσαμε ολοένα και περισσότερο πως η Σπάρτη δεν ήταν αυτή που φαινόταν, δεν έμοιαζε με τις περιγραφές που η ίδια έδινε στους συμμάχους της για τον εαυτό της. Γεμάτη υποσχέσεις όπως σου είπα και πριν, αλλά πάντα το δικό της συμφέρον κρυμμένο καλά.

            Υπήρξαν πολλοί που υποστήριξαν τον Θρασύβουλο τον Αθηναίο, όταν αντέδρασε και γκρέμισε τους τριάντα άρχοντες που όρισε η Σπάρτη να διαφεντεύουν στην ηττημένη του μεγάλου πολέμου. Φυσικά δεν θα μπορούσε να εδραιώσει μία τέτοια κατάσταση. Ίσως και να του έφτανε που έκανε κάτι τόσο βροντερό, αλλά δεν τα βάζεις εύκολα με τους Λακεδαιμόνιους. Και έτσι χρειάστηκε να φύγει από την πόλη του μαζί με μερικούς άλλους δημοκρατικούς. Η Θήβα τους προσέφερε απλόχερα ένα ήσυχο καταφύγιο. Και σκέφτομαι με τρόμο πως λίγα χρόνια πριν, αυτούς τους ανθρώπους θέλαμε να τους εκτελέσουμε! Ας είναι, όπως και να έχει πια, το σίγουρο είναι πως εκείνα τα χρόνια οι συμμαχίες άλλαζαν πιο εύκολα από την κατεύθυνση του ανέμου»

            Ο Κάσσανδρος φαινόταν να απολαμβάνει την αφήγηση του γέρου Θηβαίου. Οι κινήσεις του, αδιόρατες αλλά και επιτακτικές, αφορούσαν μόνο εντολές προς τους υπηρέτες να εφοδιάζουν συνεχώς τις πιατέλες με φρέσκα φρούτα και τις περίτεχνες πήλινες κούπες με νερωμένο κρασί. Κάποια στιγμή χαμογέλασε, σα να του είχε διαφύγει κάτι.

«Μενεδοκλή, μιλάμε τόσες ώρες και σου έχω κάνει τόσες ερωτήσεις, που θα είχες δίκιο και να εξοργιστείς ακόμα. Αλλά μία απλή ερώτηση, που το λογικό θα ήταν να είναι από τις πρώτες, δεν έχει ακουστεί ακόμα. Για τούτο γέλασα»

«Ευχαρίστως να την ακούσω» απάντησε ο Μενεδοκλής με έκφραση που πρόδιδε μία γλυκιά απορία. Ο Μακεδόνας, συνέχισε να μασουλάει ένα υπέροχο τσαμπί σταφύλι από τα αμπέλια της Πέλλας, σκούπισε το στόμα του από το γλυκό χυμό και κούνησε το δάχτυλό του προς τον συνομιλητή του.

«Το πρόσωπό σου… είναι γεμάτο σημάδια, αλλά δεν είναι άσχημο. Διακρίνει κανείς πως έχει περάσει πολλά, αλλά είμαι περίεργος να μάθω πόσα»

«Έχω πολλά να σου διηγηθώ ακόμα»

«Δε με κατάλαβες φίλε μου. Αυτό που ζητάω είναι εύκολο να απαντηθεί αμέσως. Πόσα καλοκαίρια έχουν περάσει από τη γέννα σου Μενεδοκλή;»

Ο Θηβαίος κούνησε το κεφάλι του και αναστέναξε. Από το μυαλό του πέρασαν αμέσως όλα όσα έζησε. Και ήταν τόσα πολλά, μα και έντονα, που ακόμα και ο ίδιος απορούσε πως έφτασε σε αυτήν την απάντηση.

«Ο πατέρας μου, ο Μενέας, ευτύχησε πριν από εβδομήντα δύο καλοκαίρια να αποκτήσει το γιό του. Όλα όσα σου έχω πει έως τώρα, τα οφείλω στις διηγήσεις των μεγάλων ή των φίλων μου, που με πέρναγαν στα χρόνια τόσο όσο είναι αρκετό ώστε να μπορούν να μου διηγούνται.

Ο Πελοπίδας ήταν εξάδελφός μου, συνομήλικος περίπου του Επαμεινώνδα. Ο Μενέας ήταν αδελφός της μητέρας μου, την οποία λίγο θυμάμαι, αχνά την φέρνω στο νου μου να με περιμαζεύει τα βράδια όταν αργούσα να μπω στο σπίτι, γιατί η αγαπημένη μου συνήθεια ήταν να μένω έξω παίζοντας με τα μεγαλύτερα παιδιά. Αρρώστησε και χάθηκε μέσα σε λίγες νύχτες, από κάτι που έκανε τους γιατρούς να απορούν για τη γρηγοράδα και την αποτελεσματικότητά της αρρώστιας. Μέχρι που και εμένα με πήρανε μακριά της για να μην με βάλει και εμένα στο μάτι το κακό. Ο ένας γιατρός, ένας κοκκαλιάρης που τον σέβονταν όλη η πόλη, έφυγε λίγο καιρό μετά από αυτό το πράγμα. Και τα παιδιά έπαψαν για κάμποσο καιρό να με κάνουν παρέα. Μόνο ο Πελοπίδας και ο φίλος του ο Επαμεινώνδας μου έφερναν κρυφά φρούτα και φαγητό από την ταβέρνα του πατέρα μου, αλλά δεν κάθονταν πολύ. Ξέρεις, δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Αν εκείνοι οι δύο είχαν την τύχη της μάνας μου και του ξερακιανού του γιατρού, τότε η Θήβα δεν θα δοξαζόταν»

«Με τον Επαμεινώνδα πως γνωριστήκατε; Πως δεθήκατε με τέτοιο ισχυρό δεσμό φιλίας;»

Η εύλογη ερώτηση του Κάσσανδρου έφερε πολλές αναμνήσεις στο νου του Μενεδοκλή. Σκέφτηκε πως το δέσιμο με τον άνθρωπο που εμπνεύστηκε τη δόξα της πόλης του ήταν τόσο ισχυρό, που επισκίασε ακόμα και τον συγγενικό του δεσμό με τον Πελοπίδα. Σε τέτοιο βαθμό, που όλες του οι σκέψεις περιτριγύριζαν αυτόν και ελάχιστα τον εξάδελφό του.

«Ήταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι, στο μόνο που έμοιαζαν σαν σταγόνες νερό ήταν η θέληση να ανυψώσουν την πόλη. Ο Επαμεινώνδας δεν είχε ίσως την κορμοστασιά του Πελοπίδα. Η δύναμη του χαρακτήρα του όμως ήταν τόσο μεγάλη, που επηρέασε τον φίλο του αγνά, χωρίς πρόθεση, ήταν σαν ο Πελοπίδας να έβλεπε πως δεν μπορούσε να ακολουθήσει άλλον δρόμο από το να μοιάσει με τον γοητευτικό τρόπο ζωής του Επαμεινώνδα. Μέχρι που έδωσε όλη του την περιουσία στους φτωχούς. Η γενιά του Πελοπίδα ήταν πλούσια, ενώ του Επαμεινώνδα ήταν σχεδόν συνηθισμένη.

Η μόρφωση και η εκπαίδευση όμως που έλαβε ήταν ζηλευτή από οποιονδήποτε διέθετε στοιχειώδη λογική. Ο τρόπος που μιλούσε, που στεκόταν, που αντιμετώπιζε όποιον είχε απέναντί του, είτε αυτός ήταν φίλος και μιλούσαν, είτε αυτός ήταν εχθρός στη μάχη. Σου φυσούσε μέσα σου ένα σεβασμό, σε έκανε να υπολογίζεις την κάθε λέξη σαν από αυτήν να κρεμόταν η τύχη σου. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τα πλούτη, ούτε σκόπιμα προσπαθούσε να επηρεάσει τους άλλους. Όταν ο Πελοπίδας έδωσε την περιουσία του, τον ρώτησα με παιδικό θράσος αν τον διέταξε ο Επαμεινώνδας να το κάνει. Ο Πελοπίδας με έπιασε από τα μάγουλα και μέσα στα μάτια του είδα την ειλικρίνεια, όταν τον άκουσα να λέει πως δεν είναι δυνατόν να έχει αυτός περισσότερα από τον πιο φτωχό Θηβαίο. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, όταν στην ταβέρνα τον είδα να ζητάει λίγο ψωμί να φάει γιατί τα γυμνάσια του είχαν ρουφήξει κάθε απόθεμα αντοχής.

Αν μπορούσα με έναν λόγο να σου περιγράψω αυτούς τους δύο ανθρώπους Κάσσανδρε, θα σου έλεγα ότι μαζί αντιπροσώπευαν τη δύναμη του σώματος και του νου, που όποτε όμως το ένα χρειαζόταν το άλλο, τότε δεν του έλειπε η βοήθεια»

«Όταν οι Σπαρτιάτες είχαν τη Θήβα, πως ήταν τα χρόνια εκείνα;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Κάσσανδρος. Ο Μενεδοκλής χαμογέλασε, ο άρχοντας που τον άκουγε ήταν λες και βιαζόταν να γεμίσει το απορημένο του μυαλό με σκληρές εικόνες.

«Αφέντη μου, οι Σπαρτιάτες ήταν ανδρείοι, ήταν οι τρομερότερες πολεμικές μηχανές που γνώρισε ο κόσμος. Ακόμα και μετά την ήττα τους από τον Ιερό μας Λόχο, παρέμεναν ο φόβος και ο τρόμος όλων. Ζούσαν εκπαιδευόμενοι από το πρωί ως το βράδυ για πάντα, έτρωγαν εκείνη την αηδία το ζωμό για να σκληραγωγηθούν, ωθούσαν τους νεαρούς τους να κλέβουν και να σκοτώνουν, αρκεί να μην τους πιάσουν. Το κατάλαβες αυτό το τελευταίο Κάσσανδρε; Πως θα μπορούσε μία τέτοια αντίληψη να μην επηρεάσει και την πολιτική τους απέναντι σε φίλους ή εχθρούς;

Την Θήβα την κατέλαβαν όταν εγώ κόντευα να συμπληρώσω είκοσι οχτώ καλοκαίρια ζωής. Σαν άντρας πια έχω έντονη την εικόνα της κόκκινης στρατιωτικής τους χλαμύδας να περιπολεί στην πόλη μας. Στα αυτιά μου ακόμα ηχούν οι φωνές τους όταν γυμνάζονταν ή όταν είχαν το προσκλητήριό τους στην Καδμεία. Ή ακόμα, λέω πως είναι σαν χτες που έβλεπα τους μεγαλύτερους από εμένα να μιλάνε κρυφά και με σκυμμένα κεφάλια, σε μέρη σκοτεινά. Δεν ήξερα στην αρχή, αλλά παρατήρησα κάμποσες φορές πως τέτοιες ομιλίες έπαυαν αμέσως καθώς ακούγονταν ο ήχος της περιπόλου που πλησίαζε ή όταν ερχόταν κάποιος Θηβαίος που δεν έχαιρε και μεγάλης εκτίμησης. Τότε γνώρισα τον Γοργίδα. Ένα βράδυ οργίστηκα με τον Πελοπίδα. Συνομιλούσε με τον Επαμεινώνδα και με κάποιον άλλον και μου ρίχνανε λοξές ματιές σα να ήμουν μίασμα. Έκανα να πλησιάσω, όταν αυτός ο τρίτος μου αποκρίθηκε σχεδόν χωρίς να μιλήσει, με χείλη που άνοιξαν λίγο περισσότερο από αυτά ενός πεθαμένου: ΄΄Κάνε πίσω μικρέ΄΄.

Πήγα να διαμαρτυρηθώ, όταν κινήθηκε κατά πάνω μου, με τρόπο που με έκανε να παγώσω, βγάζοντας ένα μαχαίρι από τον χιτώνα του. Η μαυρισμένη λάμα πέρασε δίπλα από το πρόσωπό μου, ίσως και να τα έκανα πάνω μου. Ο τύπος με προσπέρασε και επιταχύνοντας το βήμα του, χώθηκε σε κάτι θάμνους που βρίσκονταν πίσω μου. Δεν είχα τη δύναμη ούτε να γυρίσω να δω.

Το ξαφνικό σάλεμα των θάμνων και μερικά πνιχτά βογγητά μου ανέβασαν το αίμα στο κεφάλι. Το έστρεψα αργά και διέκρινα το μαχαίρι να έρχεται ξανά προς το μέρος μου, κόκκινο αυτή τη φορά. Άκουσα τον Πελοπίδα να ψιθυρίζει κάτι.

Ο Θηβαίος στάθηκε δίπλα μου. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο γωνίες και το κεφάλι του βρίσκονταν δύο φορές πιο ψηλά από το δικό μου. Δύο ολοστρόγγυλα μεγάλα μάτια και φρύδια τόσο πυκνά που ίσως και να τα σκέπαζαν, μία ουλή που δεν είχε κλείσει ακόμα καλά φαινόταν αρκετά καθαρά στη βάση του λαιμού του. Μου την έδειξε με την άκρη του μαχαιριού του και ύστερα το σκούπισε πάνω στον χιτώνα μου.

΄΄Αυτόν τον ρουφιάνο τον είχα βάλει στο μάτι ένα μήνα τώρα. Και με το αίμα που έχεις στον χιτώνα σου, τα καθίκια οι Σπαρτιάτες θα κατηγορήσουν εσένα΄΄ είπε και κίνησε προς τους δύο φίλους του που έβαλαν τα γέλια. Βρήκα θάρρος, δεν ξέρω που, μη με ρωτήσεις, και του είπα να πάει να γαμηθεί. Χωρίς να γυρίσει, με έδειξε προς τα πίσω: ΄΄Μου αρέσει αυτός ο νεαρός΄΄.

Πέρασε λίγος καιρός από τότε. Καθώς περνούσε, οι τρεις αυτοί φίλοι με έβαζαν όλο και πιο πολύ μέσα στα μυστικά τους. Ήταν τέτοια που λίγοι τα ήξεραν και ακόμα πιο λίγοι αναλάμβαναν να τα κάνουν πράξη. Η πόλη κοιμόταν, αλλά μόνο στα μάτια των Σπαρτιατών και των ρουφιάνων τους, οι οποίοι ούτως ή άλλως λιγόστευαν. Εγώ πολλές φορές έλαβα μέρος σε αυτό που ο Γοργίδας και ο Επαμεινώνδας ονόμαζαν ΄΄στάχτη΄΄. Ένας ρουφιάνος σφαγμένος είναι ύποπτο. Ένας ποδοπατημένος όμως από κάποιο άλογο αφηνιασμένο και κάποιος τριαντάχρονος που έβριζε για το άλογό του που το έσκασε ήταν στάχτη στα μάτια των αρμοστών.

Και έφτασε κάποια νύχτα η μαγική στιγμή. Αυτή που περιμέναμε και οργανώναμε για μήνες. Είχε έρθει η ώρα η Θήβα να ξεμπλέξει με τους Σπαρτιάτες και να γίνει ξανά η πόλη μας…




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *