Search
Friday 13 January 2017
  • :
  • :
Επικαιρότητα

Η πικρή μαγεία του γυάλινου κόσμου

Print Friendly

ΜΟΝΟΚΕΡΟΣ
Σήμερα θα σας μιλήσω για τον “Γυάλινο Κόσμο”, έργο του Αμερικάνου θεατρικού συγγραφέα Τένεσι Ουίλιαμς. Αποφάσισα να μιλήσω για αυτό το έργο –αν και δε θα το δούμε φέτος σε κάποια αθηναϊκή θεατρική σκηνή- γιατί είναι ένα θεατρικό κείμενο που κατά τη γνώμη μου σκιαγραφεί άριστα τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές, συν ότι θεωρείται το πιο αυτοβιογραφικό έργο του συγγραφέα.

Ανθρώπινη μοναξιά, καφκικά υπαρξιακά κενά, νευρωτικοί και απροσάρμοστοι ήρωες και ως επίλογος έρχεται η φυγή στην ψευδαίσθηση, στο όνειρο και στην αναπόληση. Αλήθεια σε εσάς αυτά δε φαίνονται οικεία; Δε σας θυμίζουν τον «κόσμο» μας; Αυτά είναι που συνθέτουν και τον «Γυάλινο κόσμο». Ένας κόσμος που έχει λάβει τον τίτλο του περιθωριακού από το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ανήκει. Οι ήρωες αυτού του κόσμου αγωνίζονται για την κοινωνική καταξίωση, για την υπαρξιακή συνειδητοποίηση, για την προσοχή, τη θαλπωρή και την αγάπη. Βλέπουμε ταλαιπωρημένες, φτωχές και προβληματικές υπάρξεις που αντανακλώνται στην κοινωνία. Μέσα από αυτό ο συγγραφέας ίσως να προσπαθεί να καταγγείλει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα την οποία βιώνει. Διαβάζοντας κάποιος αυτό το έργο, μετατοπίζεται διαρκώς από το σήμερα και το τώρα, πότε στο παρελθόν και πότε στο μέλλον το οποίο παραμένει αινιγματικό και άγνωστο. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ έντονα ψυχαναλυτικά μοτίβα βάζοντάς μας παρατηρητές ενός διπόλου. Από τη μία μεριά τα θέλω (συναίσθημα) και από την άλλη μεριά τα πρέπει (κοινωνικοί θεσμοί).

Τα πρόσωπα του έργου είναι η Αμάντα (μία καταπιεστική μητέρα), ο γιος της Τομ (εγκλωβισμένος στις οικογενειακές ευθύνες και προσπαθεί να σπάσει τα «δεσμά» του), η κόρη της Λώρα (εσωστρεφής κοπέλα που έχει δημιουργήσει και ζει σε ένα δικό της πλασματικό κόσμο, το καταφύγιό της), ο πατέρας τους ο οποίος αναφέρεται αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής καθότι τους έχει εγκαταλείψει από καιρό και ο Τζιμ (ένας φιλόδοξος νεαρός).Στο έργο εξιστορείται μία από τις αναμνήσεις του Τομ, η ζωή της οικογένειας Γουίνγκφιλντ, που την απαρτίζουν ο γιος Τομ, η μητέρα Αμάντα και η κόρη Λώρα. Ο πατέρας, τους έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια και εκείνοι ζουν σε ένα δικό τους «γυάλινο κόσμο». Η μητέρα έχει έμμονη ιδέα με τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στο Νότο, στην πραγματικότητα όμως έχει την εικόνα μιας “ξεπεσμένης καλλονής”. Ταυτόχρονα η μητέρα ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, μα η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή μαζί της. Το γιο της, τον θεωρεί εγωιστή, ονειροπόλο, ανεύθυνο που καταφεύγει στο αλκοόλ, στην ποίηση, στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο αντί να βοηθάει ουσιαστικά την οικογένειά του. Ο ίδιος ο Τομ ονειρεύεται να φύγει μακριά, όπως είχε κάνει ο πατέρας του. Η Λώρα είναι μία εύθραυστη, γλυκιά παρουσία, ανάπηρη στο ένα πόδι, που φοβάται τον έξω κόσμο και γι’ αυτό προτιμά να μείνει στο σπίτι κλεισμένη, παρέα με τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια και με παλιούς δίσκους γραμμοφώνου του πατέρα της. Σε κάποια χρονική στιγμή, η οικογένεια στρέφει την ελπίδα της σε ένα νέο πρόσωπο, τον Τζιμ, έναν επισκέπτη από τον έξω κόσμο, με τον οποίο αναπτύσσει η Λώρα ένα σύντομο φλερτ. Τα πάντα όμως γκρεμίζονται τη στιγμή που εκείνος διαλύει τις αυταπάτες τους λέγοντάς του ότι ετοιμάζεται να παντρευτεί μία άλλη κοπέλα, πληγώνοντας τη Λώρα η οποία μπόρεσε για λίγο να ζήσει εκτός του γυάλινου κόσμου της, και έτσι η οικογένεια επανέρχεται απότομα, βίαια θα μπορούσα να πω, στη μίζερη και σκληρή της πραγματικότητα. Ο Τομ μην αντέχοντας άλλο αυτό το δράμα, στο τέλος φεύγει, σπάει τα δεσμά του, ψάχνοντας να βρει τη λύτρωση, την περιπέτεια και την ελευθερία του. Πέφτοντας η αυλαία, το έργο μας αφήνει μετέωρους με το ερώτημα για το αν τελικά ωφέλησε τη Λώρα η συνάντησή της και το φιλί της με το Τζιμ (η ευλογία και η αγνότητα του έρωτα και ταυτόχρονα ο πόνος που προκαλεί), ενώ ο αγαπημένος της μονόκερος μένει θρυμματισμένος. Οι χαρακτήρες του γυάλινου κόσμου, δε σβήνουν μαζί με το έργο. Προεκτείνονται στα κατοπινά έργα του Ουίλιαμς. Ο άνθρωπος, ανήμπορος να πλάσει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα όνειρά του και μην αντέχοντας τη θλιβερότητά της, γλιστράει στη φαντασία για να βρει τη λύτρωση, την «αναπνοή» του.

Κλείνοντας, θα δανειστώ τα λόγια του Τένεσι Ουίλιαμς:

«…Ο Τομ μένει μόνος με τη Λώρα.

ΤΟΜ

Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πιο πέρα. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει δύο τόπους… Μετά από λίγο καιρό μ’ έδιωξαν από τη δουλειά, γιατί έγραψα ένα ποίημα πάνω σ’ ένα κουτί παπουτσιών. Έφυγα από το Σαιν Λούις. Κατέβηκα για τελευταία φορά εκείνη τη σκάλα κινδύνου και από τότε ακολούθησα τα χνάρια του πατέρα μου, προσπαθώντας με τη διαρκή κίνηση να βρω αυτό που είναι χαμένο στο χάος. Γι’ αυτό και ταξίδεψα πολύ. Οι πόλεις στροβιλίζονταν γύρω μου σαν νεκρά φύλλα, φύλλα με ζωντανά ακόμα χρώματα, αλλά αποκομμένα από το κλαδί τους. Θα μπορούσα να έχω σταματήσει κάπου, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι με κυνηγούσε, κάτι που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και με ξάφνιαζε. Άλλοτε ένα κομμάτι μουσικής που κάτι μου θύμιζε, άλλοτε ένα κομμάτι απλό, διάφανο γυαλί… Μπορεί να περπατάω βράδυ σ’ ένα δρόμο, σε κάποια άγνωστη πόλη, προτού βρω παρέα. Και να περάσω από μια φωτισμένη βιτρίνα αρωματοπωλείου γεμάτη πολύχρωμα γυαλάκια, μπουκαλάκια σε υπέροχες αποχρώσεις, σαν κομμάτια ουράνιου τόξου. Και τότε να νιώσω το χέρι της αδελφής μου στον ώμο μου. Στρέφω και την κοιτάζω κατάματα… Αχ, Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σ’ αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σού είμαι πιο πιστός απ’ όσο ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα σινεμά ή σ’ ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα μου — κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά σου. (Η Λώρα γέρνει να σβήσει τα κεριά) Γιατί σήμερα ο κόσμος φωτίζεται μόνο με αστραπές. Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα! Αντίο, λοιπόν…

(Η Λώρα σβήνει τα κεριά)

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ»

Φωτογραφία: prochaskagallery.com

Αλέγια Παπαγεωργίου

Αλέγια Παπαγεωργίου

Ενδυματολόγος/Σκηνογράφος


Βιογραφικό…




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *