Search
Σάββατο 09 Ιανουάριος 2016
  • :
  • :
Επικαιρότητα

«Ανίκητος» – Κεφ 2, 3

ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ιστορικό μυθιστόρημα
Σακκάς Λευτέρης

Κεφάλαια 2 και 3 – κατέβάστε τα και ως PDF

Book Separator

ΙΙ
Μενεδοκλής

Book Separator

«Όταν ο Δίας ο κεραυνόχαρος έδωσε την Ολύμπια εντολή του να γεννηθώ στον κόσμο, είχε αποφασίσει να με λένε Μενεδοκλή και να γίνω ταβερνιάρης. Για τούτο είναι ωραίο να είσαι Ολύμπιος, δείχνεις με το δάχτυλο εκατό και αρχίζεις στην τύχη να διαλέγεις ονόματα και να ταιριάζεις επαγγέλματα. Και ζωές ταιριάζεις. Λες:

“Αυτόν να τον πούνε οι άνθρωποι Μενεδοκλή. Να κάνει ένα παιδί, ένα αγόρι. Να έχει το βιος του στη Θήβα και να ζούνε όλοι από την ταβέρνα του. Το αγόρι να είναι στον Ιερό Λόχο… και η μάνα του να μην το χαρεί πολύ. Λίγα χρόνια της φτάνουν. Και να την σκοτώσουν οι Σπαρτιάτες.

Κι επειδή έτσι κάνω κέφι από εδώ πάνω που διαφεντεύω τα μήκη και τα πλάτη της γης, να ζήσει τη Θήβα από τη δόξα ως το τέλος της και αυτός να καταλήξει στον Μακεδόνα αφέντη του. Μπα! Πολύ τον έχω κατακεραυνώσει τον δύσμοιρο! Ας του χρεώσω και κάτι καλό για να έχει να θυμάται. Ας πούμε ότι στην ταβέρνα του σύχναζε ο καλύτερος Θηβαίος”.

Δεν είμαι πια πικραμένος από τη ζωή μου. Αλήθεια σου λέω, όσο πικράθηκα έφτασε για να μου αδειάσει το κεφάλι από το συναίσθημα. Τώρα πια ούτε η λύπη, μα ούτε και η χαρά έχουν θέση στη δουλική μου ζωή. Συμβιβάστηκα με τα χτυπήματα των Μοιρών, παραδέχομαι τώρα πως το πλεχτό της ζωής, που μου όρισε η Κλωθώ, ήταν γεμάτο από κόμπους. Στην αρχή βέβαια τους πέρναγα δύσκολα, όπως κάθε ένας που καταλαβαίνει πως τα πράγματα δε θα είναι εύκολα στην πορεία τους. Όπως κάθε ένας που αλύπητα πίνει το δηλητήριο που του σερβίρει η κυρία που είπα πριν, παρέα με τις άλλες δυο κλώσες, που διαφεντεύουν τους πάντες κατά τις προσταγές του κύρη μας του Δία.

Τα χρόνια όμως πέρναγαν και το πικρό μου στόμα από το δηλητήριο συνήθισε. Τα σερβιρίσματά τους τα δεχόμουν παγερά και από κάποια μέρα και ύστερα έπαψαν να με πειράζουν και ό,τι και να γίνει τώρα πια δεν προκαλεί τα μάτια μου να μουσκέψουν και να κεράσουν τα δάκρυά μου σε κάθε επίδοξο να στενοχωρηθεί μαζί μου. Εξάλλου, τι χειρότερο να γίνει από το να δει κανείς το παιδί του σκοτωμένο από τους εχθρούς και ολόκληρο το βιός του να λαμπαδιάζει από άλλους τέτοιους; Άκουσε καλά αυτό που θα πω: ας με πάρουν τώρα στον Άδη, καρφί δε μου καίγεται!

Κουράζεται όμως και ο αφέντης της πλάσης να χτυπά αλύπητα τις ζωές και απόκαμε να μαστιγώνει τη δική μου φαίνεται. Φρόντισε από την αρχή να μου δώσει ένα αποκούμπι. Όχι μεγαλύτερο από τη χαρά και την ευτυχία να έχεις ένα παιδί. Αλλά τόσο ιδιαίτερο και περίτεχνο! Με τα χρόνια αυτό το στήριγμα έμελε να γίνει όχι μόνο το πιο ωραίο, αφού στέρεψαν τα υπόλοιπα καλά, αλλά και το μοναδικό. Και ορθώθηκε η δύναμή του αργά, έφτασε από μια απλή γνωριμία να γίνει φιλία μοναδική, φιλία που ξεπέρασε τα όρια ακόμα και της αδελφικής αγάπης, ακόμα και της αγάπης της ερωτικής. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο δυνατό πέρα από την αντρική φιλία που ένιωσα εγώ για τον Επαμεινώνδα. Θυμάμαι πως και εκείνος ένιωθε περίπου έτσι, γιατί λίγες αναθεματισμένες στιγμές πριν τον βρει το καταραμένο σπαρτιατικό δόρυ μιλήσαμε, ονειρευτήκαμε, φοβηθήκαμε μαζί, δακρύσαμε. Εγώ μάλιστα δεν κρατήθηκα, εκείνος ήταν πάντα πιο ψύχραιμος, τουλάχιστο δεν το έδειχνε.

Δούλος σου είμαι τώρα Μακεδόνα αφέντη μου. Και μπορώ να σου ομολογήσω πως ο τρόπος που με αντιμετωπίζεις είναι από εμένα αποδεκτός. Η καλοψυχία σου δεν πρέπει να τρομάζει κανέναν, μα θα πρέπει να σου πω πως κινδυνεύεις να παρεξηγηθείς. Ίσως οι δικοί σου να σε περιγελούν που φέρεσαι έτσι σε έναν δούλο, αλλά σου υπόσχομαι πως θα μάθεις πολλά από εμένα. Βλέπεις, στην ταβέρνα που είχα, γνώρισα πολλές ψυχές, καθώς το προϊόν που πουλούσα τις ανοίγει και διάπλατα μπορείς να τις μάθεις. Έτσι είναι το κρασί.

Γνωρίζεις πολλούς ανθρώπους όταν το χνώτο τους ξινίζει από το κόκκινο κρασί, όταν η ανάσα τους γίνεται κίτρινη και σε ζαλίζει. Άλλοι βγάζουν τα μέσα τους για την γυναίκα τους που πηγαίνει με όλους τους υπόλοιπους εκτός από αυτούς, βλέπεις εραστές να ταπεινώνονται, έμπορους να χαίρονται που κορόιδεψαν αγοραστές πουλώντας τους στην πενταπλάσια τιμή ένα εμπόρευμα, βλέπεις στόματα λιγδιασμένα από το ψητό να ξερνάνε φήμες για τις άλλες πόλεις, βλέπεις μούτρα τσακισμένα από τις γροθιές γιατί πρόσβαλλαν τους θεούς ή ακόμα γιατί δεν πλήρωσαν ως όφειλαν το αντίτιμο του φαγητού, ακούς να κοκορεύονται ότι πήδηξαν κάποια παρθένα ιέρεια και από το μεθύσι τους ρεζιλεύονται όταν μετά από καιρό την ξαναπήδηξαν και ήταν ακόμα παρθένα.

Και βλέπεις πάντα ψυχές ανοιχτές. Μαθαίνεις από την ιστορία του καθενός αν είναι ψεύτης, τίμιος, αγνός, δειλός, τρυπώνεις μέσα του χωρίς δυσκολία και γνωρίζεις τα πάντα. Μα υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δεν τους πίνει το κρασί, αλλά το πίνουν. Και μιλούν πάντα για εκείνο που οραματίζονται. Και σέβονται τον άλλον όποιος και αν είναι. Ας ήταν κάποιοι με δύναμη, με κύρος, θεωρούσαν άξιο πολιτισμού να φέρονται ευγενικά, όπως και εσύ τώρα σε μένα. Λέξεις όπως πατρίδα, φίλος, τιμιότητα κυριαρχούσαν στη ζωή τους και πολλές φορές περιγελάστηκαν από τους άλλους ή ακόμα και μισήθηκαν. Για τούτον το λόγο σε προειδοποίησα πριν.

Επέμειναν όμως στη στάση ζωής τους και δεν παρασύρθηκαν από τις σειρήνες. Έζησαν και πέθαναν χωρίς το μονοπάτι της ζωής τους να χάσει τον προσανατολισμό του. Και αν καμιά φορά η ζωή τους πίκρανε, ή βρήκαν τη δύναμη να σταθούν όρθιοι ή σηκώθηκαν γρήγορα αφού πρώτα η πλάτη τους λύγισε από την πίκρα. Είχαν πάντα ένα κλωνάρι να πιαστούν και δεν το άφηναν ποτέ από τα μάτια τους.

Μακεδόνα αφέντη μου, ευχαριστώ τους θεούς που μεκλήρωσαν σε σένα. Το να σε λένε μαλθακό είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να περιφρονείς την εξουσία και να φέρεσαι ανθρώπινα σε έναν δούλο. Έχεις καλή καρδιά.

Δεν έχω και πολύ ζωή μέσα μου, το νιώθω πως με καλούν όλοι αυτοί που γνώρισα. Όση ζωή έχω σκοπεύω να την ξοδέψω για να σου μιλήσω για κάποιον από αυτούς και για λίγους γύρω του. Ποτέ μην ξεχάσεις αυτά που θα ακούσεις και καλά θα κάνεις να ποτίσεις τα παιδιά σου με αυτά που θα σου πω. Για μια πατρίδα που πάλεψε, έγινε πρώτη και καταστράφηκε. Για ανθρώπους που την έζησαν από τα πιο ταπεινά της χρόνια μέχρι τις υπέρλαμπρες νίκες της. Για τους αρχηγούς της, αυτούς που θα μείνουν στα επόμενα ατελείωτα χρόνια.

Αν λοιπόν θέλεις πραγματικά να γίνεις πιο πλούσιος άνθρωπος άκουσέ με να σου μιλώ για την Θήβα, τον Ιερό της Λόχο, τον Γοργίδα, τον Πελοπίδα, άκουσε τι έχω να σου πω για μία πόλη που δοξάστηκε γρήγορα και τώρα είναι μόνο μνήμες. Άκουσε αφέντη μου και μάθε από τα λόγια μου για τον καλύτερο Έλληνα που υπήρξε ποτέ.

Τον Επαμεινώνδα».

Book Separator

ΙΙΙ
403 π.Χ.
Η αρπαγή της Ευρώπης

Book Separator

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά. Μερικά σύννεφα με γκριζωπή απόχρωση φάνηκαν στον ουρανό. Τα κοίταξε και χαμογέλασε, εκείνα έμοιαζαν να τρέχουν γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά λες και ήθελαν να συναγωνιστούν το χρόνο. Μα ο χρόνος είναι πάντα ο ίδιος και φαίνεται να τρέχει όταν ο ουρανός είναι ξάστερος. Ένα αδύναμο φύσημα του αγέρα έκανε και εκείνο την προσπάθειά του, μα ο άντρας χαμογέλασε ξανά.

«Εντάξει… αφού με προκαλείτε για να δούμε!» είπε και άφησε κάτω την πήλινη κούπα που επεξεργαζόταν. Βημάτισε προς την ξύλινη περίφραξη και στάθηκε ακριβώς δίπλα στον πάσσαλο που όριζε την είσοδο στην αυλή του σπιτιού. Κοίταξε προς την ανατολή.

«Μίλα μου βελανιδιά… μίλα μου» σιγοψιθύρισε και στύλωσε το βλέμμα του μέσα στα πυκνά της φύλλα. Αυτά χόρευαν κατά τα κέφια του αγέρα και πότε έκρυβαν, πότε άφηναν να φανεί φευγαλέα το ιερό του Τροφώνιου Απόλλωνα. Ο άντρας χαμογέλασε ξανά, αυτή τη φορά ικανοποιημένος. Το ιερό το έβλεπε μόνο για λίγο, η ματιά του είχε την περισσότερη ώρα τα φύλλα και το πυκνό τους πράσινο που μέσα στο δειλινό μαύριζε σιγά σιγά.

«Η βελανιδιά λέει ότι δεν θα βρέξεις σήμερα Ουρανέ!» είπε και γύρισε από την αντίθετη μεριά. Τα μάτια του ταξίδεψαν μονομιάς στην κορυφή του λόφου που βρισκόταν δυτικά από το σπίτι. Συγκεντρώθηκαν και ηρέμησαν πάνω στην μεγάλη συστάδα δέντρων που έπιανε σχεδόν όλη την πλαγιά, δέντρα των οποίων η κορυφή ίσα που προεξείχε από την κορυφογραμμή. Όταν έρχονταν η βροχή φαίνονταν πάντα αυτή η γραμμή, αφού τα δέντρα έμεναν ακάλυπτα στις ορέξεις του αγέρα. Εκείνο το βράδυ όμως η γραμμή δεν φάνηκε.

«Δεν θα βρέξεις σήμερα Ουρανέ όσο και αν πασχίζεις!» είπε ο άντρας και γύρισε στην ασχολία του.

Έπιασε την κούπα με το ένα χέρι και την ζύγισε. Η δουλειά που είχε κάνει στον τροχό πριν δύο μέρες φαινόταν πολύ καλή. Την σήκωσε ψηλά και με φόντο τον απαλό γκρίζο ουρανό βεβαιώθηκε πως ήταν ακριβώς όπως την είχε επιθυμήσει. Κανένα ψεγάδι, λεία και χωρίς την παραμικρή ατέλεια.

Χωρίς να την αφήσει, έπιασε με το άλλο του χέρι ένα μικρό μαχαίρι και σφήνωσε την κούπα ανάμεσα στα δυο του πόδια. Κράτησε το μαχαίρι και με τα δυο του χέρια σφιχτά από την άκρη της λάμας, προσέχοντας να μην κοπεί και αφήνοντας ελεύθερη μόνο την κοφτερή μύτη.

«Ώρα για ένα ωραίο όνομα» σκέφτηκε και ακούμπησε την άκρη στον ξεραμένο πηλό. Πρώτα μία κάθετη γραμμή και ύστερα από την κορυφή της μία λίγο πλαγιαστή προς τα δεξιά. Ύστερα ξανά πάνω στην ίδια περιοχή με μικρές κοφτές κινήσεις. Σήκωσε την κούπα κοντά στο στόμα του και φύσηξε δυνατά. Τα υπολείμματα του πηλού σκόρπισαν. Έκανε τις ίδιες κινήσεις μετατοπίζοντας ελαφρά την μύτη της λάμας. Ελάχιστη ώρα αργότερα ένα καλοσχεδιασμένο «Ε» είχε κάνει την εμφάνισή του. Τότε ένιωσε μία σταλαγματιά να πέφτει στο σβέρκο του.

Απόρησε και κοίταξε προς τον λόφο. Ύστερα προς την βελανιδιά. Δεν χρειαζόταν να σηκωθεί για να δει προς το ιερό, τα φύλλα του αιωνόβιου δέντρου έμεναν σχεδόν ακίνητα. Η απορία του μεγάλωσε μόλις μια ακόμα στάλα νερού έπεσε στο σβέρκο του, λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη, αρκετά πιο βαριά ώστε να κυλήσει στο ρυτιδιασμένο του λαιμό και να χαθεί μπροστά. Λίγο ήθελε να παραδεχτεί την ήττα του και την αποτυχημένη πρόβλεψή του, όταν συνειδητοποίησε πως δεν είχε κάνει λάθος. Και χαμογέλασε ξανά, αυτή τη φορά γεμάτος από ευτυχία για τον γιό του.

«Καταβρέχεις τον πατέρα σου, έ;» είπε γυρνώντας ξαφνικά και απλώνοντας τα χέρια του έπιασε το μικρό αγόρι με τα μουσκεμένα δάχτυλα πριν εκείνο προλάβει να κάνει το παραμικρό. Μόνο έβαλε τα γέλια και μόλις ο πατέρας του έχωσε το πρόσωπό του στην κοιλίτσα του ξεκαρδίστηκε με όλη του τη δύναμη. Τα γέλια τους ζωντάνεψαν την ήσυχη νυχτιά και μόλις απόκαμαν, ο πατέρας χάιδεψε τα μαλλιά του παιδιού με μάτια που γυάλιζαν από την ευχαρίστηση.

«Έλα να κάτσεις κοντά μου» του είπε και έκανε λίγο χώρο. Ο μικρός έκατσε και ακούμπησε το κεφαλάκι του στον αριστερό ώμο του άντρα.

«Θέλω να κοιμηθώ πατέρα»

«Νομίζω πως θέλεις πρώτα να με κάνεις μούσκεμα» απάντησε αυτός και αγκάλιασε το παιδί.

«Θα μου πεις το παραμύθι; Πες μου μπαμπά το παραμύθι για τον μεγάλο τον παππού!».

«Πάλι το ίδιο παραμύθι παιδί μου; Δεν θέλεις να σου πω μια άλλη ιστορία;»

«Έλα μπαμπά, σε παρακαλώ!»

Το βλέμμα του μικρού ήταν ικετευτικό. Τα σπινθηροβόλα μάτια του παρακαλούσαν κι εκείνα, γεμάτα από την αγωνία. Ο πατέρας του μικρού τον κοίταξε για λίγο και από το μυαλό του πέρασε γρήγορα η μέρα που τον πρωτοαντίκρισε.

Εκείνη η μέρα που του χάρισε την ευτυχία του να αποκτήσει έναν γιό. Όλοι ήθελαν τότε αγόρι. Ήταν σπουδαίο για την κοινωνία της εποχής να συνεχιστεί το όνομα και τα κορίτσια αυτό δεν μπορούσαν να το εξασφαλίσουν. Όταν γεννήθηκε ο μικρός η ευτυχία ήταν απέραντη. Όση και η δυστυχία του χαμού της μητέρας του μία ώρα μετά την γέννα.

Οι μνήμες του πατέρα μοιάζουν από τότε με σταυροδρόμι της ψυχής, εκεί που κάποιος διστάζει για το ποιόν δρόμο θα ακολουθήσει. Από τη μια το νεογέννητο αγόρι, το βλαστάρι του. Από την άλλη οι κραυγές του πόνου. Την έβλεπε ανήμπορος να την βοηθήσει. Κοίταζε την υπηρέτρια να τραβάει τα μαλλιά της ανίκανη να προσφέρει γιατρειά. Η μάνα του πήρε το μωρό, το φάσκιωσε με κάτι πρόχειρο και έφυγε από το σπίτι για να μη γεμίσει το μυαλό του παιδιού με ήχους ξένους με την ηλικία του. Λίγες ανάσες είχε πάρει στον κόσμο και άκουγε την μάνα του να φεύγει. Δεν καταλάβαινε, αλλά η γιαγιά του ήθελε να το προφυλάξει. Και άφησε τον γιό της κοντά στη γυναίκα του. Αυτός έκλαιγε και ψέλλιζε συγνώμες. Εκείνη μόνο του έσφιγγε το χέρι. Αγάπη και πόνος ήταν ένα εκείνες τις στιγμές. Και ξαφνικά το στόμα της είπε ξάστερα τις τελευταίες της λέξεις:

Να προσέχεις το παιδί. Σ΄ αγαπώ…

Το σφίξιμο χαλάρωσε αργά, από το στόμα της βγήκε ήρεμα η τελευταία ανάσα και τα μάτια της έμειναν ανοιχτά να τον κοιτάζουν…

«Μπαμπά… κλαις;»

Η φωνή του μικρού τον έφερε αμέσως στο παρόν και το σύντομο αλλά θλιμμένο του ταξίδι είχε τελειώσει.

«Τα δάκρυα αγόρι μου μπορεί να σημαίνουν πολλά πράγματα».

«Μήπως δεν θυμάσαι το παραμύθι μπαμπά;» ρώτησε σχεδόν έντρομο το αγόρι και ο μπαμπάς του χαμογέλασε και σκούπισε τα μάτια του.

«Όχι παιδί μου… είμαι χαρούμενος που είσαι γιος μου. Λοιπόν, να ξεκινήσω;»

«Ναι μπαμπά!» απάντησε ενθουσιασμένο το αγόρι και χώθηκε στην αγκαλιά του πατέρα του. Αυτός χαμογέλασε και γέμισε τα πνευμόνια του μέχρις εκεί που δεν χωρούσε άλλο. Ένιωσε την χαρά να τον πλημμυρίζει και δεν δίστασε να απολαύσει για λίγες μόνο στιγμές το άγγιγμα του γιού του και τη μυρωδιά των μαλλιών του.

Του έδωσε ένα ολόγιομο φιλί χώνοντας τα δάχτυλά του με περισσή ικανοποίηση μέσα στις φρεσκοχτενισμένες τρίχες και κοιτάζοντας έξω από την πόρτα μόλις που πρόφτασε να δει το φευγαλέο πέρασμα ενός πουλιού. Μια γλυκιά νύχτα ξανοιγόταν στην πόλη της Θήβας και το απαλό φως του φεγγαριού έβαφε με ανάλαφρες αποχρώσεις τις ιερές πέτρες της Καδμείας.

Την κοίταξε και η σκέψη του ταξίδεψε γοργά πίσω στο παρελθόν, εκεί που ασφαλώς ποτέ δεν βρέθηκε. Εκεί που μόνο οι διηγήσεις των μεγάλων για τους προγόνους έφερναν από γενιά σε γενιά τα παραμύθια, για να κοιμούνται τα μικρά παιδιά στην αρχόντισσα της Βοιωτικής γης.

«Ήταν πολλά χρόνια πίσω αγόρι μου όταν η πόλη μας άρχισε να υπάρχει. Τόσα πολλά που η Καδμεία δεν υπήρχε εκεί που είναι τώρα και κάτω από αυτήν δεν υπήρχαν άνθρωποι. Μόνο εκείνοι που περνούσαν με τα κοπάδια τους, αφού το μόνο καλό ήταν η γη και η τροφή που μπορούσαν να βρουν εκεί για τα ζώα τους. Και ο βράχος που βλέπεις τώρα δεν είχε τίποτα άλλο από πέτρες βαθιά χωμένες στο χώμα. Λιθάρια μικρά και μεγάλα και ανάμεσά τους σκόρπιες αγριοπρασινάδες, αγκάθια και τρομαγμένα μια σταλιά πλάσματα που πάλευαν μεταξύ τους και με τη φύση για να ζήσουν. Όλα αυτά υπήρχαν εκεί αγόρι μου, εκεί που βλέπεις, εκεί που οι Θεοί διάλεξαν τον τόπο τους στη γη μας. Στο μέρος που τα μάτια όλων μας πια αντικρίζουν τους επιβλητικούς ναούς και τους καπνούς από τα θυμιατά των θυσιών.

Καδμεία.

Ο παππούς Κάδμος ήταν ξακουστός για τον χαρακτήρα του. Και όλοι τον θαύμαζαν περισσότερο, όταν διαπίστωναν πως η κορμοστασιά του δεν μπορούσε να τους γεμίσει με φόβο. Ήταν γεροδεμένος και τα χέρια του σήκωναν όταν ήθελαν πελώρια βράχια. Το κορμί του το μαστίγωνε η βροχή και ο κρύος αέρας της πεδιάδας, μα δεν διαμαρτυρόταν ποτέ. Φτιάχτηκε λες και ο ίδιος ο Δίας θέλησε να ανταμείψει τους ανθρώπους με την παρουσία κάποιου ισχυρού. Μα ο βασιλιάς των θεών ξέρει καλά πως η δύναμη της κορμοστασιάς είναι ανώφελη χωρίς την σπιρτάδα του πνεύματος και την αξιοσύνη του μυαλού. Τον προίκισε με όλα τα καλά τον παππού Κάδμο. Μα ίσως και να του όφειλε κάτι που θα γινόταν αρκετά χρόνια μετά.

Τότε που έκλεψε την αδερφή του, την Ευρώπη. Τότε που τάραξε τη γαλήνη της οικογένειάς του στα μακρινά μέρη που τους όρισαν οι Μοίρες. Κάπου πέρα από τη θάλασσα, ακόμα πιο μακριά από εκεί που ο Ήλιος φωτίζει τη Θήβα μας βγαίνοντας από το σκοτάδι της νύχτας. Πρέπει να ταξιδέψεις πολλά μερόνυχτα για να φτάσεις σε εκείνον τον τόπο, που τώρα πια υπάρχει μόνο μέσα στη φαντασία μας. Σε εκείνο το μέρος ο Κάδμος έζησε την αρπαγή της αγαπημένης του αδελφής από τον μεταμορφωμένο σε ταύρο Δία. Εκείνος ο τόπος δέχτηκε την οργή του Κάδμου, που θολωμένος από τη λύπη και την οργή ξέσπασε πάνω στο μικρό ιερό που με κόπο είχε οικοδομήσει ο δικός του πατέρας. Έσπασε τους κίονες κρατώντας ένα σπαθί, γκρέμισε τα λυχνάρια που τρεμόπαιζαν για χρόνια άσβηστα και έφτασε μπροστά στο άγαλμα του πατέρα των θεών.

Τα χείλη του έσταζαν σάλιο, ήταν σαν λύκος που ήξερε καλά πως εκεί που πάει και αυτό που θα πράξει ίσως να ήταν η καταστροφή του. Παράτησε κάτω το σπαθί που κύλησε στις μαρμάρινες πλάκες και έπιασε τον κεραυνό στο δεξί χέρι του Δία. Κραύγασε και έπιασε τον θεό από το λαιμό. Και άρχισε να τον σφίγγει κοιτάζοντάς τον κατάματα, τυφλωμένος από το πάθος που δεν επιτρέπει σε κανέναν να σκεφτεί λογικά, πως έναν θεό δεν πρέπει να τον οργίζεις. Δεν πρέπει να τα βάζεις μαζί του. Και σιγά σιγά το χέρι χαλάρωσε, τα μάτια του έλαμψαν από το παγερό χρώμα της μετάνοιας, τα δάκρυα κύλησαν και το μέτωπό του ακούμπησε στο μπρούτζινο στήθος του θεού. Μα τον κεραυνό δεν τον άφησε. Δεν το κατάλαβε εκείνη τη στιγμή, αλλά ο Δίας του έδινε την ευκαιρία να στηριχτεί κάπου. Και δεν τον τιμώρησε όπως θα περίμενε κανείς. Είχε άλλα σχέδια για τον Κάδμο.

Δεν πήρε και πολλές μέρες για να αποφασίσει να φέρει πίσω την Ευρώπη. Τα δυο του αδέλφια του είπαν πως θα τον βοηθήσουν και έτσι ξεκίνησαν όλοι μαζί για την αναζήτηση της χαμένης τους αδελφής. Ένα ξύλινο γερό καράβι ήταν αυτό που τους μετέφερε, πότε σε πελάγη αφρισμένα και πότε σε θάλασσες γαλήνιες. Ρωτούσαν όπου και αν άραζαν το πλοίο τους, πάλεψαν με φυλές και τυχοδιώκτες, πείνασαν και σκότωσαν για την τροφή τους. Κακουχίες και δεινά τους συντρόφευαν και τα αδέλφια του δεν άντεξαν την περιπέτειά τους. Έμειναν σε κάποια μέρη που υπήρχε γαλήνη και έχτισαν καινούργιες ζωές, μα ο παππούς Κάδμος συνέχισε το ταξίδι της αγωνίας του. Από το νου του δεν έφυγε στιγμή η αρπαγή της Ευρώπης, μα ούτε και το σφίξιμο στο λαιμό του αγάλματος. Έπρεπε να την βρει και έπρεπε να το κάνει με τρόπο που δεν θα ενοχλούσε τους θεούς.

Μια νύχτα το καράβι τραντάχτηκε. Με τρόμο διαπίστωσαν όλοι πως ο Ποσειδώνας φρόντισε να βάλει στο δρόμο τους μια ξέρα που δεν φαινόταν. Το καράβι τους άρχισε να γεμίζει γοργά από νερό και η ατυχία τους δεν είχε τελειωμό, γιατί άρχισε να βρέχει και να αστράφτει απόκοσμα. Έναν μόνο κατάφερε ο Κάδμος να συγκρατήσει κολυμπώντας στα μανιασμένα κύματα, μα ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό του. Μετάνιωσε στη στιγμή για αυτό που είχε κάνει, μα δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο το χέρι του δύστυχου συντρόφου του και τον είδε θολά να χάνεται στο βαθύ μπλε της θάλασσας. Ο λαιμός του πόναγε σα να ήτανε το σφίξιμο αληθινό, το άλλο χέρι όμως, εκείνο που κράτησε τότε τον κεραυνό, είχε ακόμα τη δύναμη που ο Δίας θελημένα του άφηνε ζωντανή. Και με πολύ κόπο βγήκε στη στεριά και αφέθηκε αποκαμωμένος στην αγκαλιά του Μορφέα. Αν ήσουν όρθιος αγόρι μου και κοίταζες αντίθετα από εκεί που χάνεται ο ήλιος, θα έβλεπες τα δέντρα στην ακτή που κοιμήθηκε ο Κάδμος.

Αποκαμωμένος ήταν, μα δεν το έβαλε κάτω. Περπάτησε ώρα πολύ με τα βρεγμένα του ρούχα και ο Αίολος φρόντισε με ένα απαλό αεράκι να τον κρατάει ξύπνιο, χωρίς να κινδυνεύει να γεμίσουν τα πνευμόνια του αρρώστια. Και σα να θύμωσε ο Δίας που οι άλλοι θεοί πήγαιναν αντίθετα με την καλοσύνη τους. Κάθε φορά που αντίκριζε από μακριά ένα δέντρο με καρπούς, φρόντιζε να το ξεραίνει μόλις πλησίαζε εκεί ο δύσμοιρος ταξιδιώτης. Λάθευε πάντα το ρίξιμο του πρόχειρου κονταριού που έφτιαχνε και τα ζώα έτρεχαν μακριά ευχαριστώντας την καλή τους τύχη. Ακόμα και οι άνθρωποι που συναντούσε έμοιαζαν σα να τον αποστρέφονταν, γυρνούσαν τη ματιά τους αλλού και αν ήταν τόσο λίγο πονετικοί, του έδιναν μόνο μια κούπα νερό ή μια σταλιά ψωμί. Και αυτά τα έκαναν αμίλητοι. Κάποιον λοιπόν τον έπιασε ο Κάδμος αγανακτισμένος από το χιτώνα και τον τράβηξε δυνατά κοντά του:

«Τι σας έκανα; Γιατί μα τον Δία με αρνείστε όλοι; Γιατί;» του φώναξε ταρακουνώντας τον. Κι ο χωρικός υπέμενε το σύντομο αυτό θυμό. Και όταν καταλάγιασε, πλησίασε τον Κάδμο που είχε κάτσει σε μια πέτρα βουρκωμένος και του ψιθίρισε λίγες μονάχα λέξεις:

«Εκεί πρέπει να πας…»

Ο παππούς ξαφνιάστηκε και πρόλαβε μόνο να δει για μια στιγμή το τεντωμένο χέρι του χωρικού και ύστερα ένα μέρος όχι μακρινό, μα ανηφορικό να πας και σίγουρα με προσπάθεια.

«Πόσο ακόμα θα με κάνεις να υποφέρω πατέρα των θεών;» είπε αναστενάζοντας και γύρισε να ευχαριστήσει τον χωρικό. Δεν ήταν πουθενά, λες και τον κατάπιε η γη! Ο Κάδμος σηκώθηκε έκπληκτος και κοίταξε ολόγυρα, μα ο χωρικός δεν φαινόταν πουθενά. Έτσι είναι γιε μου ο Ερμής. Κομίζει την αγγελία των θεών και χάνεται.

Μία ολόκληρη μέρα του πήρε για να φτάσει στο φημισμένο μαντείο των Δελφών. Και εκεί τα πράγματα για εκείνον ήταν διαφορετικά από το δύσκολο ταξίδι του. Χωρίς να μιλάει κανένας τον υποδέχτηκαν και τον φίλεψαν με κάθε λογής καλό. Μόνο μετά από το φαγητό τον πλησίασε ο πρώτος ιερέας του Απόλλωνα.

«Είσαι ικανοποιημένος ταξιδιώτη;»

«Ευχαριστώ, το χρειαζόμουνα το φαγητό όσο τίποτα άλλο στον κόσμο»

«Δε νομίζω» απάντησε ο γέροντας αινιγματικά και του έκανε νόημα να περπατήσουνε μαζί. Βγήκαν από το αίθριο και βημάτισαν αργά δίπλα στα κυπαρίσια και τα έλατα.

«Την αδελφή σου δεν θα την ξαναδείς…»

O Κάδμος πάγωσε στη θέση του. Το πρόσωπό του συσπάστηκε από την έκπληξη και την οργή, κάτι που έκανε τον γέρο ιερέα να μιλήσει ξανά:

«Βλέπω πως ελέγχεις τον θυμό σου. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε με έπιασες από το λαιμό»

Ο Κάδμος γούρλωσε τα μάτια του και γονάτισε. Ένιωσε ταπεινωμένος και ανήμπορος, όταν δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του. Έκανε να τα τραβήξει, μα δεν υπήρχε τίποτα εκεί! Κι όμως, ένιωθε το δυνατό σφίξιμο στο λαιμό του και αναρωτήθηκε αν ήρθε η στιγμή της τιμωρίας του. Πάσχιζε να χαλαρώσει τη θανάσιμη θηλιά και η ματιά του είδε τις έκπληκτες ιέρειες που γυρνούσαν από το θυμιάτισμα του ναού του Απόλλωνα να τον κοιτάζουν απορημένες.

«Πείτε του να με αφήσει!»

«Σε ποιόν; Δεν είναι κανείς εκεί»

Ήταν σα να ζούσε μέσα σε ένα πνιγηρό όνειρο, αλλά ένιωθε το σφίξιμο, όπως καθαρά άκουγε και μία φωνή:

Θα ζήσεις Κάδμε και θα γίνεις τρανός. Ποτέ μην αψηφήσεις ξανά τους θεούς. Η Ευρώπη είναι καλά, μα δεν θα ειδωθείτε. Ζήσε με αυτά που έχεις. Ζήσε εκεί που θα σε συμβουλεύσει η Πυθία. Ζήσε με τιμή και άφησε πίσω σου πράγματα να σε θυμούνται.

Και η θηλιά έπαψε να βασανίζει το λαιμό του.

Οι ιέρειες με χάρη ήρθαν κοντά του και τον βοήθησαν να συνέλθει. Εκείνος τις ρώτησε ανυπόμονα που βρισκόταν το μαντείο και του έδειξαν έναν ναό λίγο πιο ψηλά από το μέρος που ο Δίας του έδωσε ένα μάθημα. Βγάζοντας φτερά στα πόδια του δρασκέλισε το χωματόδρομο προς το ναό, οι πέτρες τον έγδαραν και τα πόδια του μάτωσαν, μα η επιθυμία του να ακούσει την Πυθία τον απάλλαξε από την αίσθηση του πόνου. Και το θαμπό περιβάλλον του ναού τον έκαναν να χαθεί σε ένα κόσμο μαγικό.

Λίγα πέτρινα σκαλοπάτια κατηφορικά. Ο καπνός από τις προσφορές ολοένα και πιο πυκνός. Η κρύα αίσθηση στα έγκατα της γης τον έκαναν να ριγήσει. Ακόμα περισσότερο όταν άκουσε τη φωνή της.

Τη γελάδα να ακολουθήσεις…

«Είσαι η Πυθία;» ρώτησε βιαστικά.

Με τη μεγάλη μαύρη βούλα στην κοιλιά της…

«Που είναι αυτό το ζώο;» ρώτησε ξανά με αγωνία και προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη μέσα στο ομιχλιασμένο περιβάλλον του μαντείου. Μάταια, η Πυθία συνέχισε τα λόγια της:

Χτίσε πόλη εκεί που θα γονατίσει.

Ο Κάδμος αποφάσισε να ηρεμήσει και να ακούσει τα λόγια της ιέρειας. Μια αχνή νότα από τον ήχο του αυλού ακούστηκε και η Πυθία ακούστηκε ξανά, καθαρά, όσο και σε έκσταση:

Το δράκο να μη φοβηθείς. Σπείρε αυτά που θα σου προσφέρει και κάνε τη γη δική σου.Τη γη… και ό,τι άλλο ζωντανό αντικρίσουν τα μάτια σου μετά τη σπορά. Φύγε τώρα… έχεις πια αυτά που χρειάστηκες από τους θεούς…θέλουν μόνο να τους προσφέρεις τον μπροστάρη σου…φύγε Κάδμε…

Αυτός σηκώθηκε και προσπάθησε κάνοντας κινήσεις με το χέρι του να διώξει την ομίχλη του καπνού μπροστά από το πρόσωπό του. Δεν τα κατάφερε. Βγήκε από το ναό προσπαθώντας να δώσει ένα νόημα στον περίεργο χρησμό που του δόθηκε, ούτε αυτό ήταν δυνατό. Κάθισε στη ρίζα ενός πεύκου και την ώρα που τα μάτια του ήταν έτοιμα να κλείσουν άκουσε το μουγγανητό της.

Δεξιά του είδε να ξαποσταίνει μια αγελάδα. Η έκπληξή του θέριεψε όταν την είδε να σηκώνεται νωχελικά και παρατήρησε στην κοιλιά της μια μεγάλη μαύρη βούλα. Το ζωντανό φαινόταν συνεργός των θεών στην ταλαιπωρία του, αφού ξεκίνησε να βηματίζει χωρίς χάσιμο χρόνου. Έπρεπε να την ακολουθήσει. Η Πυθία μιλούσε για λογαριασμό των θεών και τον τελευταίο καιρό αρκετά τους είχε παρακούσει.

Αντίθετα πήγανε το δρόμο που είχε κάνει για να φτάσει στο μαντείο. Και η αγελάδα δε φάνηκε να δυσφορεί καθόλου, ούτε από το κατοτράχαλο των μονοπατιών και τα βάτα στο δρόμο της, ούτε που πέρασαν χείμαρρους. Ακούραστη τον οδηγούσε στο πεπρωμένο του.

Άλλη μια μέρα πέρασε σχεδόν από τότε που έφυγαν από τους Δελφούς και κατηφορίζοντας προς μια πεδιάδα ο Κάδμος είδε μακριά στον ορίζοντα το γνώριμο τοπίο της ακρογιαλιάς που είχε ναυαγήσει. Ξεχάστηκε από την άσχημη μνήμη του για ώρα, όταν συνειδητοποίησε ότι η αγελάδα δεν ήταν μπροστά του πια. Τρομαγμένος την αναζήτησε ανεβαίνοντας μέχρι και σε ένα δέντρο στην άκρη μιας ρεματιάς.

Μια πεδιάδα απέναντί του, μια έκταση που έκανε την ψυχή του να αναγαλιάσει. Και στη μέση της το ζωντανό γύρισε για πρώτη φορά προς το μέρος του και κοιτώντας τον γονάτισε και έσκυψε το κεφάλι. Ο Κάδμος κατάλαβε.

Θέλουν μόνο να τους προσφέρεις τον μπροστάρη σου.

Θυσίασε την αγελάδα, μα την ώρα που ήταν έτοιμος να προσφέρει το σπλάχνο της στον αγέρα άκουσε το μουγκρητό του. Από την άκρη της πεδιάδας ξεπρόβαλε ο δράκος, που όμοιό του είχε ακούσει μόνο στα παραμύθια που του έλεγε ο δικός του ο πατέρας. Πέτρωσε, αλλά συνήλθε γρήγορα και σχεδίασε τον τρόπο που θα σκότωνε το θεριό. Τι να έκανε; Αν ο δράκος έφτανε κοντά του ήταν χαμένος. Ποιο να ήταν το αδύνατο σημείο του; Όλος ήταν οπλισμένος με γερές φολίδες και τα γαμψά του νύχια έλεγες πως θα έσκιζαν ακόμα και μια τριήρη. Το στόμα του ξέρναγε κάθε λίγο πύρινες γλώσσες, που έκαιγαν στο πέρασμά τους τα λιγοστά φυτά και το σκόρπιο χορτάρι. Μόνο ο λαιμός του…

Ναι! Ο λαιμός του ήταν στενός! Αν μπορούσε να χτυπήσει εκεί… έψαξε γύρω του για κάποιο κλαδί, με το μαχαίρι θα μπορούσε να το σκαλίσει και να φτιάξει μια πρόχειρη αλλά μυτερή άκρη. Δεν έβρισκε όμως τίποτα. Και το θεριό πλησίαζε. Τότε…

…έχεις πια αυτά που χρειάστηκες από τους θεούς…

Κοίταξε το τεράστιο σπλάχνο που είχε παρατήσει βιαστικά στο έδαφος. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να καταφέρει να ανέβει πάνω στην πλάτη του. Έπρεπε να το κάνει!

Ο δράκος έφτανε απειλητικά και σε μικρή απόσταση από τον Κάδμο κοντοστάθηκε σα να θέλησε να του δείξει τη δύναμή του. Ο Κάδμος βρήκε αυτό που χρειαζόταν. Χρόνο για να τρέξει γοργά και να σκαρφαλώσει στην πλάτη του θεριού. Ο δισταγμός είναι εχθρός και ο Κάδμος με μερικές γρήγορες δρασκελιές πέρασε δίπλα από τον υπερόπτη εχθρό του, πάτησε στο πίσω πόδι του, πιάστηκε από το σκληρό δέρμα και τινάχτηκε στην πλάτη του. Ο δράκος σηκώθηκε στα πίσω πόδια του σαν άγριο άτι της Θεσσαλίας, μα ο ατρόμητος αντίπαλός του κατάφερε να βάλει τα χέρια του στους ώμους και να φτάσει στο σβέρκο του. Με δύο κινήσεις μοναχά τύλιξε το σπλάχνο της αγελάδας γύρω από τον στενό λαιμό του θεριού και τράξηξε με τα χέρια του δυνατά και αντίθετα.

«Για να σε δώ τώρα!» κραύγασε με ικανοποίηση.

Το θεριό άρχισε να τινάζεται φτύνοντας φωτιά και σκορπώντας την απόκοσμη φωνή του σε όλη την πεδιάδα. Μα ο Κάδμος έσφιξε γερά. Και ο δράκος σταμάτησε ύστερα από λίγο να τρομάζει όποιον συναντούσε. Άψυχος, σωριασμένος στην πεδιάδα, δεν μπορούσε πια να δει εκείνον που του χάρισε την πρώτη και τελευταία του ήττα.

Κοίταξε το δράκο αποκαμωμένος. Το φοβερό του στόμα έχασκε ανοιχτό και τα δόντια του δάγκωναν τη γη. Ο Κάδμος έκατσε κάτω και ξεκουράστηκε. Τα μάτια του δεν έλεγαν να φύγουν από την αλλοπρόσαλλη εικόνα που είχαν μπροστά τους. Τα δόντια μπηγμένα στη γη, τα δόντια και τα νύχια…

Σπείρε αυτά που θα σου προσφέρει και κάνε τη γη δική σου

Σηκώθηκε και πλησίασε το θεριό. Έβγαλε μια πέτρα μυτερή μέσα από το χωμάτινο σπίτι της και ξερίζωσε τα δόντια του δράκου. Δεν του πήρε ώρα, άλλωστε δεν υπήρχε και φόβος πια. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το άγονο τοπίο. Απλωνόταν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει ένα λόφο να ανεβαίνει ήρεμα προς τον ουρανό. Έπαιξε λίγο τα δόντια στη γδαρμένη από την πάλη παλάμη του και ξανακοίταξε τη γη.

… κάνε τη γη δική σου

Άρχισε να βηματίζει ανυπόμονα και κάθε λίγο πέταγε και ένα δόντι στο χώμα. Με ένα τρόπο μαγικό εκείνα εξαφανίζονταν, σα να ήξεραν τον προορισμό τους. Είκοσι φορές άπλωσε το χέρι του ο Κάδμος, ώσπου έφτασε σε ένα σημείο χωρίς να έχει κάτι άλλο να σπείρει. Κοίταξε προς τα πίσω, ένιωσε αμήχανα. Το τοπίο είχε μία περίεργη ηρεμία, μόνο ένας άνεμος δροσερός χόρευε γύρω του, σκορπίζοντας που και που λίγο χώμα όχι μακρύτερα από εκεί που το πήρε. Ο Κάδμος κοιτούσε όρθιος. Ο νους του έφερε τα πιο αινιγματικά λόγια της Πυθίας.

…και ό,τι άλλο ζωντανό αντικρίσουν τα μάτια σου μετά τη σπορά…

Μα η σπορά κάνει καιρό να δώσει τον καρπό της. Ο Κάδμος απόρησε, η ώρα πέρναγε και τίποτα δεν αντίκρισε. Ακόμα και ο άνεμος σταμάτησε λες και κουράστηκε. Ήταν αδύνατο να καταλάβει πόση ώρα πέρασε, μέχρις που ακούστηκε εκείνο το τρίξιμο, που τον έκανε να σηκώσει τα μάτια του. Το χώμα σε κάποιο σημείο έσκασε μονομιάς, ανοίγοντας μία ρωγμή τρέμοντας. Παγωμένος από την απορία και όχι από φόβο, ο Κάδμος είδε να ξεπηδάει από τη γη, σαν γρήγορο στάχυ, μία αιχμηρή μύτη.

Ένα δόρυ γεννιέται από τη γη;

Σηκώθηκε αργά αργά, με σφιγμένες τις γροθιές και μπερδεμένη την καρδιά του, δεν άντεχε άλλο εμπαιγμό από τους θεούς.

Μη φοβηθείς…

Στάθηκε όρθιος για άλλη μια φορά και φούσκωσε τα πνευμόνια του. Το δόρυ ανέβαινε σταθερά, ώσπου φάνηκε μία περικεφαλαία, ταυτόχρονα το τοπίο γέμισε από τον κρότο, η γη έτριζε όλο και πιο δυνατά και από τα σημεία που πέταξε πριν τα δόντια έβγαιναν σα γρήγορα και βιαστικά δέντρα για να ζήσουν λόγχες, περικεφαλαίες…πολεμιστές!

Δεν έδωσαν σημασία στον Κάδμο, σα να είχαν από πριν κανονίσει τι θα συμβεί άρχισαν ανά δύο να συγκρούονται με μανία. Γεμάτος από έκπληξη ο γεωργός παρατηρούσε την απόκοσμη σπορά του να σκοτώνει την υπόλοιπη, η κλαγγή του μέταλου και το θρόισμα των σπαθιών που έσκιζαν τον αέρα κυριαρχούσαν, ώσπου οι πολεμιστές λιγόστεψαν, αλλά αυτοί που είχαν χάσει τη μάχη δεν φαίνονταν πουθενά.

Πέντε έμειναν ζωντανοί, αλώβητοι. Πλησίασαν τον Κάδμο και στάθηκαν μπροστά του. Γονάτισαν και έσκυψαν το κεφάλι τους, δείχνοντας έτσι χωρίς αμφιβολία ποιόν θεωρούσαν αφέντη τους…αγόρι μου;»

Ο μικρός είχε αποκοιμηθεί μαγεμένος από το παραμύθι που σχεδόν κάθε βράδυ τον γοήτευε. Ο πατέρας του χαμογέλασε και χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του. Σκέφτηκε πως πάντα σε αυτό το σημείο αποκοιμιέται ο γιός του, σα να κουραζόταν αυτός αντί ο Κάδμος. Σα να παιδεύτηκε αυτός και όχι ο μακρινός του πρόγονος. Πάντα εκεί που οι πέντε πολεμιστές έσκυβαν το κεφάλι, εκεί που η περιπέτεια του Κάδμου τελείωνε.

Τον σήκωσε με προσοχή και μπήκε στην κάμαρα. Τον ακούμπησε απαλά στα καλοβαλμένα στρωσίδια, έσκυψε και τον φίλησε. Και του ψιθίρισε τα τελευταία λόγια εκείνη τη νύχτα, τη νύχτα που δεν έβρεξε ο Ουρανός:

«Θα σου πω άλλη φορά για τους Σπαρτούς Επαμεινώνδα…»

Paragraph Separator

Ο Πολυμνήδας βγήκε από την κάμαρα ξανά στην αυλή. Το σκοτάδι είχε πια ριζώσει για τα καλά. Πήγε να μαζέψει την κούπα και τα εργαλεία του, όταν ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος τον έκανε να γυρίσει προς την εξώπορτα. Εκεί που αχνοφαινόταν η σιλουέττα ενός ανθρώπου, μαύρη και σκιερή, ένα με το σκοτάδι.

Κοίταξε προς το σπίτι. Ο μικρός κοιμόταν βαριά. Άφησε κάτω το ξυστήρι που μόλις είχε πάρει στα χέρια του και πλησίασε την σκιά.

«Όχι στο σπίτι μου σου είπα!» έκανε με φωνή που έτρεμε από νεύρο.

Εκείνος δεν μίλησε. Πλησίασε το πρόσωπό του κοντύτερα σε αυτό του Πολυμνήδα και τότε τον διέκρινε. Όχι πως δεν τον είχε ξαναδεί, μα κάθε φορά η όψη αυτού του ανθρώπου γεννούσε τον φόβο που γεννάνε τα αλλόκοτα πλάσματα όταν στοιχειώνουν τα όνειρα των ανθρώπων. Μαλλιά μακριά και λιγδιασμένα, ανάσα που μόλυνε τις μυρωδιές της νωπής γης με τον μπουχό του κρασιού. Πρόσωπο μακρουλό, γεμάτο γωνίες, άγριο και χαρακωμένο από βαθιές ουλές, που πρόδιδαν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν πολεμιστής. Ή μήπως όχι;

«Πότε θα φέρεις αυτά που σου ζήτησαν Θηβαίε;»

Η φωνή του ακούστηκε βραχνή και απόκοσμη.

«Όταν τα μαζέψω» απάντησε ο Πολυμνήδας, στέρεα για να δείξει ότι δεν φοβάται. Ο άγνωστος χαμογέλασε ειρωνικά και κούνησε δεξιά αριστερά το κεφάλι του, προδίδοντας πως η απάντηση που άκουσε δεν τον ικανοποίησε καθόλου.

«Κοίτα Θηβαίε…είναι άσχημο να προδίδεις τους ευεργέτες σου. Είναι ακόμα πιο άσχημο αυτό που σε περιμένει…» είπε ο άγνωστος και έγνεψε προς το σπίτι. Ο Πολυμνήδας τον άρπαξε από το λαιμό χωρίς να χάσει χρόνο.

«Μην τολμήσετε φίδια και πειράξετε το παιδί!»

Μα κι ο άλλος ήταν γεροδεμένος. Και το κρασί που ήπιε λίγη ώρα πριν δεν τον εμπόδισε να γραπώσει με το ένα του χέρι εκείνο του Πολυμνήδα που τον έσφιγγε.

«Μάζεψε το κούτσουρό σου Θηβαίε! Για το παιδί δεν μίλησε κανείς. Το σπίτι σου είναι ωραίο όμως και το λιγουρεύεται ο Φοιβίδας. Ξέρεις, για να βάζει μέσα κρυφά τις νύχτες κανένα Θηβαίικο τσουλί και να το ποτίζει με Σπαρτιατικό σπέρμα!» απάντησε κοφτά και τίναξε το χέρι του Πολυμνήδα κάτω. Ο Θηβαίος έβραζε από οργή. Μία κόψη απείχε από το να αρπάξει το ξυστήρι και να το χώσει στο λαρύγγι που ξεστόμιζε αυτές τις προσβολές. Μα έπρεπε να κάνει πέτρα την καρδιά του και τα αυτιά του σαν κουφά. Έπρεπε να κρατηθεί. Δεν ήταν μόνο τα χρήματα που χρωστούσε. Αν ήταν μόνο αυτά, θα φυγάδευε το παιδί κάπου με ασφάλεια και θα πούλαγε ακριβά το τομάρι του. Ήταν και κάτι άλλο, κάτι που εκείνοι που έστειλαν τον άγνωστο δεν έπρεπε να μάθουν με κανέναν τρόπο. Και ο καλύτερος από αυτούς τους τρόπους θα ήταν να τους πάνε τον σφαγμένο λαιμό του άγνωστου.

Η ματιά του Πολυμνήδα περιπλανήθηκε έντεχνα στον χώρο. Δεν μπορούσε να είναι βέβαιος αν υπήρχε και κάποιος άλλος εκεί κοντά. Ύστερα κοίταξε ξανά τον άγνωστο. Μάζεψε όση υπομονή του είχε απομείνει και του ψιθίρισε:

«Αφήστε ήσυχο το παιδί και το σπίτι μου. Σύντομα θα φέρω τα χρήματα»

«Πότε;»

«Σε δέκα μερόνυχτα από τώρα».

Ο άγνωστος γέλασε, αυτή τη φορά δυνατά. Κάποια νυχτοπούλια πετάρισαν τρομαγμένα, ακόμα και ο σκύλος που κοιμόταν στην αυλή άνοιξε ενοχλημένος τα μάτια του.

«Πολυμνήδα…μήπως νομίζεις πως είμαστε οι ευεργέτες των φτωχών; Ή μήπως πιστεύεις πως θα κερδίζουμε στα κόκκαλα, αλλά δεν θα βλέπουμε τα λεφτά μας;» τον ρώτησε γελώντας, ώσπου το πρόσωπό του σοβάρεψε απότομα.

«Δύο μέρες Θηβαίε. Δύο μέρες για να μη δεις το σπίτι σου καμμένο. Το παιδί δεν θα το αγγίξει κανείς, θα είναι εκεί που είναι και τώρα!» είπε και ξαναγέλασε τρανταχτά. Ο Πολυμνήδας έσφιξε το ξυστήρι και κίνησε μπροστά, αλλά σταμάτησε πριν το πόδι του προλάβει να σηκωθεί από το χώμα.

«Άκου Σπαρτιάτη! Ή μου δίνεις πέντε μερόνυχτα, ή μαζί με εσένα γράφω στα αρχίδια μου και το σπίτι. Τη Θήβα τη λιγουρεύεστε σαν φρέσκο μαλακό κρέας, τα λάφυρα τα κρατήσατε όλα για εσάς και εμάς τους υπόλοιπους μας δώσατε κάτι ψίχουλα, μόνο και μόνο για να λέτε ότι μοιραστήκατε, ότι σεβαστήκατε τους συμμάχους σας. Άκου αχρείε, το παιδί είναι ασφαλές και δεν έχω να χάσω τίποτα που να αξίζει όσο η ζωή του. Λοιπόν λακωνικό τομάρι; Πέντε μερόνυχτα για μένα ή πέντε στιγμές ακόμα για την λιγδιασμένη ζωή σου;»

Ο Σπαρτιάτης πήρε την όψη εκείνου που ειρωνεύεται μεν, αλλά υπολογίζει την απειλή του άλλου. Το ξυστήρι αντιφέγγισε στα χέρια του Πολυμνήδα που το έφερε μπροστά, γεμάτο ξεραμένο πηλό, θανατερό και διψασμένο να συναντήσει αντί μόνο πηλό και λίγη σάρκα. Έκανε να πιάσει το μαχαίρι του, αλλά η ατρόμητη στάση του Πολυμνήδα, το όπλο που ήδη είχε βγει απέναντί του αλλά προπάντως η ζαλάδα και η ευθυμία του κρασιού που δεν θα τον άφηνε να χειριστεί με αξιοπρέπεια ένα λεπίδι, τον έκανε να απλώσει ξανά το χέρι του κάτω και να μετρήσει σοβαρά τα λόγια του Θηβαίου.

«Το παιδί είναι ακόμα μέσα Θηβαίε, το ξέρω καλά!»

«Έλα να το διαπιστώσεις!»

Ο Σπαρτιάτης μάζεψε σάλιο στο στόμα του και το έφτυσε μπροστά στον Πολυμνήδα.Ύστερα πλησίασε μέχρι που το ξυστήρι ακούμπησε στην κοιλιά του.

«Πέντε μερόνυχτα Θηβαίε από τώρα. Ή θα φέρεις τα λεφτά, ή θα παλεύεις να ξεχωρίσεις ποια στάχτη είναι του σπιτιού και ποια του παιδιού!» ψέλλισε απειλητικά και γύρισε πλάτη. Βημάτισε τρεκλίζοντας ελαφρά και σφυρίζοντας. Πριν χαθεί η μορφή του μέσα στις σκιές των δέντρων γύρισε ξανά στον Πολυμνήδα και του έδειξε τα πέντε δάχτυλα του χεριού του. Ίσα που πρόφτασε να τα διακρίνει, πριν ο αφέντης τους γίνει ένα με το σκοτάδι.

Ο Πολυμνήδας έκανε δύο βήματα πιο δεξιά και ακούμπησε την πλάτη του στη βελανιδιά. Η ανάσα του ήταν γοργή και αγχωμένη, τα έπαιξε όλα για όλα και κέρδισε αυτό που ήθελε. Πόνταρε όμως το σπίτι του και το παιδί του και ήθελε λίγες στιγμές για να συνέλθει.

Συνειδητοποίησε πως μια χούφτα δανεικά είναι ασήμαντα μπροστά στον σκοπό του. Και η προθεσμία που κέρδισε ήταν στη μέση του αρκετού και του λίγου.

Γύρισε στο σπίτι χωρίς να μαζέψει τα σύνεργα της δουλειάς του.Μπήκε στο δωμάτιο του γιού του και τον σκούντηξε απαλά. Ύστερα λίγο πιο δυνατά, ο μικρός άνοιξε τα μάτια του.

«Πάμε παιδί μου»

«Είναι νύχτα πατέρα»

«Πάμε παιδί μου» είπε ξανά ο Πολυμνήδας.

Ετοιμάστηκαν και βγήκαν από την πίσω μεριά του σπιτιού. Λίγα μέτρα πιο πέρα το έδαφος κατηφόριζε απότομα, το έμπειρο άλογο όμως διήνυσε την απόσταση με άνεση και παρά το βάρος των δύο αναβατών του.

Ο Πολυμνήδας φυγάδευσε το παιδί σε ένα σπίτι συγγενή του, με την εντολή να φύγουν πριν τα χαράματα για τους Δελφούς με μεγάλη προσοχή. Ο μικρός Επαμεινώνδας δεν γκρίνιαξε καθόλου. Από τον πατέρα του, που δεν είχε περάσει και λίγα, είχε μάθει να υπακούει.

Ο Πολυμνήδας πήρε ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί κατσικίσιο και τα τύλιξε σε ένα πανί. Ο θείος του κατάλαβε.

«Ήρθε η ώρα ανιψιέ μου;»

«Ναι»

«Καλό δρόμο» απάντησε ο γέρος και τον φίλησε στο μέτωπο.

Το άλογο έστεκε έτοιμο. Ο Πολυμνήδας ανέβηκε με ένα σάλτο και του χάιδεψε το λαιμό, κάνοντάς το να χλιμιντρήσει ευχαριστημένο.

«Σε λίγο πρέπει να τρέξεις Τρόμε, πρέπει να τρέξεις πολύ καλέ μου…» του είπε απαλά ο Πολυμνήδας. Το άλογο κούνησε τον στιβαρό του αυχένα πάνω κάτω και βρυχήθηκε μια σταλιά, σα να ρώτησε προς τα πού.

Τα χαλινάρια τεντώθηκαν λίγο και το άλογο βημάτισε αθόρυβα. Πήρε κάμποσο για να βγούν από την πόλη προσέχοντας να μην τους αντιληφθεί κανείς. Όταν πια ο Πολυμνήδας βεβαιώθηκε πως είναι μόνοι τους, έδωσε με τον τρόπο που έπρεπε την απάντηση που χρωστούσε στο άτι του. Χαμήλωσε το σώμα του στο πλάι και τράβηξε δυνατά τα γκέμια προς τα κάτω, κάνοντας τον Τρόμο να σηκωθεί στα μπροστινά του πόδια.

«Στον Θρασύβουλο!»

Paragraph Separator

«Κατάλαβες λοιπόν άρχοντα Κάσσανδρε; Η Σπάρτη ήταν πάντα έτσι. Όταν το συμφέρον της απαιτούσε συμμάχους έταζε, όταν οι σύμμαχοι απαιτούσαν τα συμφωνηθέντα η Σπάρτη αδιαφορούσε προκλητικά. Ήταν ωραία βέβαια όταν, λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο Επαμεινώνδας, τους βοηθήσαμε ενάντια στους Αργείους. Το αγκάθι ήταν κοντά και έπρεπε να κοπεί. Αν θέλεις και λίγο μετά, όταν τους Συρακούσιους τους συνδράμαμε ενάντια στους εισβολείς Αθηναίους ή ακόμα όταν ο Ωρωπός έγινε δικός μας, μαζί με το φρούριο της Οινόης. Έπρεπε να υπάρχει ένα αντίβαρο, να απασχολούνται οι Αθηναίοι από το βορρά με κάποιον τρόπο, και η Σπάρτη άρχοντά μου δεν είχε καλύτερο τρόπο από έναν δυνατό σύμμαχο, τη Θήβα»

Ο Κάσσανδρος άκουγε με προσοχή το Μενεδοκλή. Υπολόγιζε κάθε του λέξη και παρατηρούσε ακόμα και την ελάχιστη έκφραση και κίνηση του γέροντα Θηβαίου, καθώς εκείνος εξιστορούσε την ιστορία της ηττημένης πια Θήβας, την ιστορία της απαρχής της δόξας της. Έμοιαζε να απολαμβάνει την αφήγηση, και ώρα με την ώρα φαινόταν από τον τρόπο του ότι κάπου αποσκοπούσε, πράγμα που δεν διέφυγε την προσοχή του Μενεδοκλή.

            «Όμως γνωρίζω ότι εσείς ζητήσατε στη λήξη του μεγάλου πολέμου να καταστραφεί η Αθήνα» είπε ο Κάσσανδρος.

            «Όχι μόνο να καταστραφεί αφέντη μου» απάντησε ο Μενεδοκλής με τόνο μετανοίας «αλλά και να φονευθούν οι άρρενες Αθηναίοι»

            Ο Μακεδόνας σηκώθηκε και βημάτισε σκεπτικός.

            «Γιατί τόσο μίσος;»

            Η απάντηση ήταν περιπαικτική, σημείο που πρόδιδε ξεκάθαρα πως ο Μενεδοκλής, αν ζούσε εκείνην την εποχή, δεν θα επικροτούσε ποτέ τέτοιες ενέργειες.

            «Η Θήβα άρχοντά μου είχε παράδοση στη βία. Οι Πλαταιές το γνωρίζουν από την καλή τούτο. Όταν πολιορκήθηκαν από εμάς και τους Σπαρτιάτες υπήρχαν και Αθηναίοι μέσα. Λίγοι, αλλά υπήρχαν. Αντιστάθηκαν για δύο μήνες και παραδόθηκαν μόνο όταν στέρεψαν οι τροφές. Δικάστηκαν. Στάχτη στα μάτια των συμμάχων ήταν, αλλά εκτελέστηκαν. Και το προαιώνιο μίσος για τις Πλαταιές ικανοποιήθηκε, παίρνοντας στον Άδη μαζί του και Αθηναίους»

            Ο Κάσσανδρος έκανε μία ξαφνική κίνηση του χεριού του, εκφράζοντας αποδοκιμασία για όσα άκουγε. Ο Μενεδοκλής συνέχισε, προσπαθώντας όχι να βρει δικαιολογία, αλλά να αιτιολογήσει τη συμπεριφορά της πόλης του.

            «Κοίταξε αφέντη μου, εσείς εδώ έχετε βασιλιά…»

            «Θηβαίε, αν θες τη γνώμη μου, αυτό δεν αποτελεί εχέγγυο σταθερότητας»

            «Όμως είναι ένας τρόπος να βάζεις εμπόδιο σε πολλές επιβουλές αφέντη! Η Θήβα πάντα προσπαθούσε να αποκτήσει το κομμάτι της, είχε πάντα απέναντί της κι άλλες πόλεις που διεκδικούσαν. Ήταν κοντά στην Αθήνα και την Σπάρτη, αν θες ακόμα και στην Κόρινθο. Ήταν ένα παιδί που βιαζόταν να μεγαλώσει και να δείξει ότι αξίζει, το εμπόριο είναι δύσκολο πράγμα, η αυτάρκεια ακόμα πιο δύσκολη. Μας αποκαλούσαν βοιωτικούς χοίρους, γιατί οι Μοίρες όρισαν να ζούμε απομονωμένοι και να γίνουμε τραχείς και δύστροποι, προσβλητικοί και απότομοι»

            «Αυτό δεν νομιμοποιεί κανέναν να φέρεται έτσι σε μία ολόκληρη πόλη, όπως κάνατε εσείς στις Πλαταιές ή να επιθυμεί την καταστροφή της Αθήνας. Ξέρεις πολύ καλά, ότι αν δεν υπήρχαν οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα, τότε ίσως να μην μιλούσαμε τώρα»

            «Δεν έχεις άδικο σε τούτο»

            «Και βέβαια, δεν βλέπω πως μπορεί να έχει δίκιο μία πόλη να καταστρέψει μία άλλη, τη στιγμή μάλιστα που εσείς δεν φημίζεστε…»                                    Ο Κάσσανδρος σταμάτησε απότομα σα να μετάνιωσε. Ο Μενεδοκλής έσκυψε το κεφάλι αμίλητος και ο Μακεδόνας, διστάζοντας για λίγο, αποφάσισε και έκατσε ακριβώς μπροστά του.

            «Συγχώρεσέ με Θηβαίε φίλε μου, είμαι απόλυτος, αλλά δίκαιος θαρρώ»

            «Καταλαβαίνω άρχοντά μου. Κανείς μας δεν είναι περήφανος για το μηδισμό. Αν θέλεις όμως να είσαι ακριβοδίκαιος, θα πρέπει να πεις κάτι και για τη Σπάρτη. Η ειρήνη του Βασιλιά υπογράφτηκε στα εδάφη της και δε νομίζω να είναι και πολύ τιμητικό να συμφωνείς, για να κερδίσεις εξουσία και χρήματα, με τον προαιώνιο εχθρό σου. Εμείς υποταχτήκαμε από την αρχή, δώσαμε στους Πέρσες γη και ύδωρ, στις Πλαταιές πολεμήσαμε ενάντια στους Έλληνες και σώσαμε περσικές ψυχές μετά την ήττα. Ναι, μηδίσαμε, και να με κάψει ο Δίας τώρα δα αν ντρέπομαι λιγότερο από όσο ορίζει ο Ουρανός. Αλλά είναι χειρότερο να ζητάς χρήματα για να επικρατήσεις, και τρεις φορές πιο βρωμερό από τα έγκατα της Γης να τα ζητάς από εκείνον που ντρόπιασες με την ανδρεία σου στις Θερμοπύλες»

            Ο Μενεδοκλής είχε κοκκινίσει από την ένταση και έπιασε το κεφάλι του ζαλισμένος. Δύο υπηρέτες που ήταν κοντά, δεν χρειάστηκαν καν το νεύμα του Κάσσανδρου για να πλησιάσουν. Ο Μενεδοκλής αρνήθηκε και έψαξε με τρεμάμενο χέρι την κούπα με το νερό.

            «Ησύχασε Θηβαίε. Δεν το λέω για να σε ηρεμήσω, αλλά εύχομαι να σε ανακουφίσει το ότι συμφωνώ μαζί σου» είπε ο Κάσσανδρος ακουμπώντας τον Μενεδοκλή. Αυτός με τη σειρά του μουρμούρισε λίγα ακόμα λόγια και ύστερα ξάπλωσε σιγά σιγά στο ανάκλιντρό του. Τα μάτια του ήταν δακρυσμένα.

            «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Επαμεινώνδα και τα λόγια του:   “Το ακριβότερο πράγμα Μενεδοκλή είναι η εντιμότητα. Πλούσιος είναι ο έντιμος φτωχός και φτωχός είναι ο δίχως τιμή πλούσιος’’. Ποτέ δεν μίλησε, πέρα από σκόρπιες κουβέντες, για το μηδισμό ο Επαμεινώνδας. Τόσο βαθιά ριζωμένη ήταν η ντροπή του για το παρελθόν, τόσο ο νούς του δούλευε κάθε μέρα για το πώς θα μπορέσει να πάρει το σπόγγο και να βρέξει για να χαθεί το βρώμικο χώμα της μνήμης που λέρωνε την πόλη μας. Και τα κατάφερε…τα κατάφερε…» ψέλισε και έβαλε τα κλάματα. Ο Κάσσανδρος τον άφησε να ηρεμήσει και άρχισε να απομακρύνεται. Σκέφτηκε πως ο Μενεδοκλής λύγιζε όταν μιλούσε μόνο για τον Εύανδρο και τον Επαμεινώνδα. Ίσως για τον δεύτερο περισσότερο.

            Αυτές οι σκέψεις κατάφερναν μόνο να του μεγαλώνουν την ευγενική αγωνία να μάθει περισσότερα. Πηγαίνοντας για το υπνοδωμάτιό του, κοντοστάθηκε λίγο στο άνοιγμα του δωματίου που ο Άρδας περιποιούνταν τον Εύανδρο. Ο γιατρός έγνεψε απογοητευμένος και έδειξε τρία δάχτυλα στον Μακεδόνα άρχοντα.

            Φανερά λυπημένος ο Κάσσανδρος πήγε προς το δωμάτιό του. Τους ανθρώπους που με τόσο αναπάντεχο τρόπο γνώρισε, ένιωσε πως θα ήθελε να τους έχει φίλους, από την ψυχή του πήγαζε μία ανίκητη θέληση να μάθει για τον Επαμεινώνδα, ανάβλυζε μία απροσδιόριστη στοργή για τον γέρο Θηβαίο και τον περήφανο, αλλά ανήμπορο πολεμιστή, που έκαιγε ολόκληρος. Ένιωθε την ανάγκη να κάνει τα πάντα για να έχουν ξεκούραστη την υπόλοιπη ζωή τους.

Μα ο Άρδας ήταν άριστος γιατρός. Και ο Κάσσανδρος γέμισε απέραντη λύπη βλέποντας τα τρία δάχτυλα να υψώνονται και να υπολογίζουν το τέλος.




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *