Search
Thursday 12 January 2017
  • :
  • :
Επικαιρότητα

«Ανίκητος» – Κεφ 6,7

Print Friendly

ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ιστορικό μυθιστόρημα
Σακκάς Λευτέρης

Κεφάλαια 6, 7 – κατεβάστε τα και ως PDF

Book Separator

VI
Ιερός Λόχος
Οι απαρχές μιας αιωνιότητας

Book Separator

«Ξεμπλέκοντας από τους Σπαρτιάτες και το σαμάρι που μας είχαν φορέσει τόσα χρόνια, οργανώσαμε την πόλη μας όπως την ονειρευόμασταν. Ο Επαμεινώνδας κοιμόταν ελάχιστα, όργωνε την πόλη και τις γύρω περιοχές και μάζευε κοντά στο νέο άνεμο που φυσούσε όλα τα σκόρπια φύλλα που είχε δημιουργήσει η λαίλαπα της Σπάρτης. Το κοινό των Βοιωτών ζούσε για άλλη μία φορά αναγεννημένο από τις στάχτες του. Θυμάμαι τις διαφωνίες του Πελοπίδα με τον Επαμεινώνδα για το τι έχει προτεραιότητα και πάντα υπερίσχυε η γνώμη του δεύτερου. Έλεγε πως η λογική επιβάλλει να οργανωθεί η πόλη πολιτικά. Η λογική είχε για άλλη μία φορά δίκιο, ο Λυσίας ήταν ζωντανός μέσα στην καρδιά του ηγέτη μας.

Αλλά και ο Πελοπίδας είχε το δικό του μερίδιο στο δίκιο. Συμμάχους φτιάξαμε, βοιωτάρχες είχαμε, ο κάθε ένας ήξερε τη δουλειά του, τα οικονομικά της πόλης, οι προμήθειες από την καλλιέργεια της γης, το εμπόριο, όλα πήγαιναν κατά τις ευχές μας. Αλλά έμενε ένα κομμάτι σημαντικό, το πιο σημαντικό μετά τη λογική εξέλιξη που υποστήριζε ο Επαμεινώνδας. Και ήταν το κομμάτι των όπλων. Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν ούτε έμποροι, ούτε γεωργοί Κάσσανδρε. Ήταν πολεμιστές από την ώρα που ο σπόρος του πατέρα έφευγε για την κοιλιά της μητέρας τους μέχρι την ώρα που τα μάτια τους έκλειναν στον κόσμο αυτόν και άνοιγαν στον κάτω. Και η Θήβα δεν είχε ποτίσει ποτέ τέτοιο γάλα τα παιδιά της. Αυτό βασάνισε όλους μετά την οργάνωση της πόλης μας. Πως θα δημιουργήσουμε ένα αξιόμαχο στράτευμα, τέτοιο που τουλάχιστο να μπορεί να κοιτάξει με αξιοπρέπεια μία σπαρτιατική φάλαγγα στα μάτια, ακόμα και αν η ήττα ήταν το πιο πιθανό να συνέβαινε μετά το κοίταγμα αυτό.

Φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι Κάσσανδρε να δημιουργηθεί από το μηδέν; Δεν πρόκειται για πήλινες κούπες ή για ένα ζουμερό κοκκινιστό αγριογούρουνο, ούτε για μισθοδοσία των εργατών στο χωράφι ή την πληρωμή ενός εμπόρου που σου παζάρεψε σκάρτο εμπόρευμα. Πόλη χωρίς στρατό είναι απλά καταδικασμένη και μάλιστα σύντομα. Και αφού συνέβησαν όλα της οργάνωσης, έπρεπε να γίνει και αυτό.

Ο τρόπος που έγινε ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Ο θάνατος ενός παλικαριού και το κύμα της θάλασσας δημιούργησαν ό,τι καλύτερο υπήρξε σαν μονάδα στρατιωτική, τουλάχιστο μέχρι να εμφανιστείτε εσείς στη Χαιρώνεια.

Σε βλέπω να στενεύεις τα μάτια σου. Απόρησες με τα λόγια μου; Δεν ταιριάζουν μέσα στο μυαλό σου ο θάνατος με το κύμα; Έχεις δίκιο, ακόμα και για μένα είναι τόσο αταίριαστα, και ας ξέρω πως συνέβησαν. Άκου λοιπόν πράγματα εκπληκτικά, πράγματα που περισσότερο από κάθε άλλο τι, σημαίνουν Θήβα…»

Paragraph Separator

«Τι συμβαίνει Κρηνέα;»

Εκείνος έπλυνε το πρόσωπό του ρίχνοντας μπόλικο δροσερό νερό με τις χούφτες του. Χωρίς να σκουπιστεί έκατσε στον ξύλινο πάγκο δίπλα στο πηγάδι της αυλής και το βλέμμα του βυθίστηκε στο άπειρο. Η Κλεονίκη, η μητέρα του, τον πλησίασε και τον άγγιξε απαλά στα μαλλιά.

«Τι έχεις Κρηνέα;»

Σηκώθηκε ξαφνικά, σα να ενοχλήθηκε από το άγγιγμά της και προχώρησε προς τη βελανιδιά που έστεκε αιώνες στην είσοδο του σπιτιού. Ακούμπησε και τα δυο του χέρια στον γέρικο κορμό και άφησε το κεφάλι του να πέσει ανάμεσά τους. Ύστερα το σήκωσε και με την πλάτη του ακούμπησε στο δέντρο και έγειρε δεξιά. Απέναντι στη ματιά του η Καδμεία, η ακρόπολη της Θήβας. Γύρισε και κοίταξε τη μητέρα του, που με καρτερία του έδινε χρόνο και αποφάσισε να της μιλήσει.

«Συγχώρησέ με μητέρα… το χάδι σου είναι πάντα σαν το βάλσαμο για μένα. Αλλά… να, ο Ιόλαος… δεν είναι καλά μητέρα!» της είπε και χαμήλωσε το βλέμμα του απογοητευμένος. Εκείνη τον πλησίασε με ενδιαφέρον.

«Πες μου»

«Έχει δέκα μέρες τώρα που το σώμα του γέμισε πληγές. Από προχθές το μέτωπό του δεν μπορείς να το αγγίξεις. Καίει μητέρα, όπως οι πέτρες της Καδμείας κάτω από το λιοπύρι. Και οι πληγές του στάζουν οι καταραμένες… στάζουν πύον! Δεν αντέχω να τον βλέπω έτσι μητέρα… δεν το μπορώ!»

«Να κάνεις υπομονή αγόρι μου».

Ο Κρηνέας την κοίταξε με ύφος απόγνωσης. Τρόμαζε και μόνο που σκεφτόταν την ερώτηση που θα της έκανε.

«Θα πεθάνει μητέρα… έτσι δεν είναι;»

Την κοίταξε με τη σιγουριά εκείνου που γνωρίζει, μα και με την ελπίδα εκείνου που αρνείται να πιστέψει, εκείνου που πεισματικά δεν αποδέχεται. Η Κλεονίκη έκρυψε την ανησυχία της, όπως πάντα κάνουν οι μάνες. Ο Κρηνέας και ο Ιόλαος ήταν αγαπημένοι, αχώριστοι από μικρά παιδιά και η φιλία τους είχε μετατραπεί πια σε μια σχέση αλληλεξάρτησης. Η Κλεονίκη γνώριζε πολύ καλά πως ο γιός της ζούσε για τον Ιόλαο και εκείνος για τον γιό της. Και η αρρώστια του Ιόλαου δεν απειλούσε άμεσα μόνο τη ζωή του. Απειλούσε και μια ευτυχία.

«Προσευχήσου παιδί μου στους θεούς. Τι άλλο να κάνεις τώρα; Θέλεις να σου ετοιμάσω μια σπονδή;»

«Το θέλω μητέρα! Σε παρακαλώ!»

Τον φίλησε στα μαλλιά και του χαμογέλασε. Με γοργό βήμα κατευθύνθηκε προς το σπίτι και παραμερίζοντας την υφασμάτινη κουρτίνα στην πόρτα χάθηκε στο εσωτερικό του. Ο γιός της βημάτισε προς την ασπίδα του και αφού ξεκρέμασε από μια μικρή ακακία ένα πανί, της έβαλε λάδι και άρχισε με απαλές κινήσεις να το απλώνει. Ώρα με την ώρα το ρόπαλο που απεικονιζόταν στην ασπίδα γυάλιζε και το μέσο προστασίας του πολεμιστή έμοιαζε σαν καινούργιο. Ο Κρηνέας την κοίταξε και την φίλησε. Ένας αναστεναγμός που βγήκε από την ψυχή του ήταν η τελευταία ήσυχη στιγμή.

Την ώρα που η Κλεονίκη έμπαινε στο σπίτι, ο Κρηνέας αντίκρισε τον Χείμαρρο. Και αυτό τον ανησύχησε. Είχε πει στο φίλο του να τον ειδοποιήσει αν συμβεί κάτι. Ο αγγελιοφόρος κοντοστάθηκε και προσπάθησε να ηρεμήσει από το τρέξιμο.

«Κρηνέα…»

Εκείνος πέρασε σαν σίφουνας δίπλα του και έτρεξε στο λιθόστρωτο. Ο Χείμαρρος δεν έκανε τον κόπο να τον ακολουθήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον προλάβει, ούτε και θα άλλαζε κάτι εκείνη την μέρα. Ο Κρηνέας είχε βγάλει φτερά στα πόδια του. Πέρασε δίπλα από το μαγαζί του Μενεδοκλή και ο Πελοπίδας , που ήταν παρέα με τον Γοργίδα, τον φώναξε.

«Ανιψιέ!»

Μάταιος κόπος, συνέχισε το τρέξιμό του χωρίς να δώσει καμμία σημασία στη φωνή που άκουσε. Ο Πελοπίδας και ο Γοργίδας τον ακολούθησαν όπως μπορούσαν. Δεν πέρασαν πάνω από δυο λεπτά, όταν ο Κρηνέας μπήκε ορμητικά στην αυλή του σπιτιού του Ιόλαου. Η ψυχή του πάγωσε μονομιάς, σταμάτησε σα να έπεσε πάνω σε ένα αόρατο φράγμα.

Η μητέρα του Ιόλαου ήταν στα γόνατα, το πρόσωπό της ήταν χλωμό. Δυο γυναίκες την κρατούσαν, καθώς εκείνη ταλάντευε το σώμα της μπρος πίσω, ενώ από το στόμα της έβγαιναν λόγια γεμάτα πόνο. Λόγια που κανείς άνθρωπος, καμιά μάνα δεν ξεστομίζει, παρά μόνο αν συμβεί αυτό που όλοι φοβούνται. Ο Κρηνέας την πλησίασε αργά. Έσκυψε κοντά της, την αγκάλιασε και ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. Εκείνη, όταν διαπίστωσε ποιόν είχε μπροστά της, άρχισε να κλαίει γοερά. Μάταια ο Κρηνέας προσπάθησε να της μιλήσει, να την ηρεμήσει, λίγο μετά η μητέρα του αγαπημένου του λιποθύμησε στην αγκαλιά του. Ο Κρηνέας σηκώθηκε την ώρα που ο Πελοπίδας έφτανε λαχανιασμένος στην είσοδο, καθώς ο Γοργίδας έμεινε αρκετά πίσω, σκυμμένος σε κάποια σκιά να προσπαθεί να γαληνέψει τα πνευμόνια του. Ο Πελοπίδας βήχοντας βημάτισε προς το σπίτι και παραμερίζοντας την κουρτίνα της πόρτας χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του.

Πέρασε αρκετή ώρα. Η μητέρα του Ιόλαου είχε μεταφερθεί και αυτή σε μια κάμαρα δίπλα στο σπίτι της. Όλοι συζητούσαν χαμηλόφωνα, όταν είδαν τον Κρηνέα να βγαίνει από το σπίτι, κρατώντας στα χέρια του ένα κράνος. Το βήμα του ήταν λες και επέστρεφε νικητής από μια μεγάλη μάχη, μα φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό του ο αγώνας που έδινε να μην καταρρεύσει. Ο Πελοπίδας πήγε κοντά του για να του μιλήσει, μα ο νέος τον απέτρεψε με μια αυστηρή κίνηση του χεριού του. Κινήθηκε προς την εξώπορτα, μα η προσπάθειά του να αντέξει ήταν ανώφελη. Γονάτισε, και άρχισε να κλαίει ακουμπώντας το μέτωπό του στο χώμα της αυλής. Όλοι σώπασαν μπροστά στο θρήνο του. Κανείς δεν τόλμησε να πάει κοντά του. Και αυτό ήταν λάθος.

Ακούμπησε τις γροθιές του στο χώμα, ανασήκωσε το κεφάλι του και ουρλιάζοντας το χτύπησε κάτω. Μέχρι να φτάσει κοντά του ο Πελοπίδας που τινάχτηκε πρώτος, ο Κρηνέας πρόλαβε άλλα δύο δυνατά χτυπήματα. Το χώμα της αυλής γέμισε με αίμα, στο μέτωπό του ανακατεύτηκε το αίμα με τα μικρά πετραδάκια. Ο Πελοπίδας τον άρπαξε από τις μασχάλες, μα χωρίς να καταλάβει τίποτα, ο νέος τον πέταξε οργισμένος κάτω και σηκώθηκε όρθιος παλεύοντας να βρει την ισορροπία του. Έσκυψε πάνω από τον θείο του και με τη μορφή του παραμορφωμένη από τα χτυπήματα και από την οργή του φώναξε:

«Κανείς δε θα τον πάρει από κοντά μου! Ούτε άνθρωπος, ούτε θεός! Κανείς!» και γυρίζοντας έτρεξε προς τον τοίχο.

Το κεφάλι του συνάντησε με ορμή τους πλίνθους. Το ρωμαλέο κορμί του Κρηνέα ταλαντεύτηκε για λίγο, αλλά η δύναμη ήταν τέτοια που ύστερα σωριάστηκε  Το κράνος έπεσε από τα χέρια του. Ο έντρομος Πελοπίδας σηκώθηκε παραπατώντας και πήγε τρέχοντας κοντά στον ανιψιό του που έκανε μικρές, ανεπαίσθητες κινήσεις. Το μέτωπό του είχε ανοίξει και μία μεγάλη πληγή είχε κάνει την εμφάνισή της. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν νεκρός, αλλά το κορμί του Κρηνέα φαίνεται πως έδινε τη μάχη να αντέξει το χτύπημα.

«Τι έκανες ανιψιέ μου; Χείμαρρε! Νερό γρήγορα!» φώναξε ο Πελοπίδας και με βιαστικές κινήσεις χαλάρωσε το σφιχτό χιτώνα του Κρηνέα για να μπορεί να ανασάνει πιο εύκολα. Τα μάτια του νέου είχαν αρχίσει ένα ζαλισμένο ταξίδι μία δεξιά και μία αριστερά και τα χείλη του έτρεμαν και προσπαθούσαν κάτι να ψελίσουν.

«Ηρέμησε αγόρι μου…» του έλεγε σιγανά ο Πελοπίδας και χωρίς να κοιτάξει το μικρό παιδί που του έφερε μια κανάτα με νερό την άρπαξε και μούλιασε ένα πανί που έφερε ο μικρός μαζί της. Με γρήγορες κινήσεις καθάρισε την πληγή από τα χώματα και ψαχούλεψε τα μαλλιά του Κρηνέα για να δει μήπως υπάρχει και άλλη. Η διαπίστωση ότι μόνο το τραύμα στο μέτωπο υπήρχε τον ανακούφισε προς στιγμή, μα έπρεπε να γίνουν και άλλα.

«Χείμαρρε, τρέξε αμέσως στον Ιάσιο και πες του να έρθει γρήγορα!»

Ο νέος σχεδόν εξαφανίστηκε πριν καν ο Πελοπίδας τελειώσει τα λόγια του και τότε η γροθιά του Κρηνέα έσφιξε τον δεξιό καρπό του θείου του κάνοντάς τον να εκπλαγεί. Τα χείλη του νέου κατάφεραν να πουν δυο λέξεις μόνο:

«Μην ανησυχείς…» σιγοψιθύρισαν και έχασε τις αισθήσεις του.

Paragraph Separator

«Τι έγινε φίλε μου;» ρώτησε με αγωνία ο Γοργίδας τον Πελοπίδα. Αυτός έκατσε σε ένα πέτρινο τοιχάκι δίπλα στο δέντρο που πρόσφερε σκιά στο φίλο του πριν λίγη ώρα και σκούπισε με την παλάμη του το μέτωπό του, που είχε μουσκέψει από την αγωνία και την υπερένταση.

«Ο Κρηνέας κοπάνισε το κεφάλι του σε μία πέτρα»

«Τι λές;»

«Δεν άντεξε το χαμό του Ιόλαου» απάντησε ο Πελοπίδας σταυρώνοντας τα χέρια του και χαμηλώνοντας το κεφάλι του κοντά στα γόνατά του. Η κούραση τον είχε καταβάλει. Ο Γοργίδας έκατσε δίπλα του, το νέο τον είχε ταρακουνήσει για τα καλά.

«Ξεψύχησε ο Ιόλαος; Μα ήταν καλύτερα, η Κλεονίκη μου είπε πριν λίγες μέρες…»

«Ψέμματα σου είπε Γοργίδα. Ποτέ δεν καλυτέρεψε το παλικάρι. Από χτες το πρωί ψήθηκε τόσο πολύ, που έλιωσε η ψυχή του. Ο ανιψιός μου πέταξε Γοργίδα, αλλά κάτι με κάνει να λυπάμαι για τον Κρηνέα περισσότερο» είπε ο Πελοπίδας με ύφος απολογητικό. Ο Γοργίδας σηκώθηκε και περπάτησε λίγο μόνος του. Κοίταξε τον λυπημένο φίλο του σκεφτικός. Πλησιάσε κοντά του και προσπάθησε να του δώσει κουράγιο.

«Έλα, όλα τελείωσαν για τον Ιόλαο. Έχεις δίκιο να στενοχωριέσαι για τους ζωντανούς, πονάνε περισσότερο από εκείνους που έφυγαν»

«Ο γνωστός Γοργίδας! Κρύο αίμα, λογική που σε σφάζει» ψέλισσε χαμογελώντας πονεμένα ο Πελοπίδας, μα καταλαβαίνοντας πως ο φίλος του είχε δίκιο.

«Πελοπίδα, πονάω για τον ανιψιό σου. Αλλά δεν θα αφήσω αυτόν τον πόνο να ξεπεράσει την έγνοια μου για σένα και τον Κρηνέα. Υπάρχει και κάτι άλλο βέβαια…»

Ο Πελοπίδας τον κοίταξε γυρνώντας το κεφάλι του αργά. Όταν ο Γοργίδας ήταν σκεφτικός, σίγουρα είχε στο νου του κάτι σοβαρό και σχεδόν πάντα αυτό αφορούσε την πόλη τους και την ασφάλειά τους.

«Έχεις προβλήματα με τα άλογα ή τους ιππείς;»

Ο Γοργίδας έκατσε και αυτός στο πεζούλι.

«Με απασχολεί αυτό που είπες για τον Κρηνέα, ότι κοπάνισε το κεφάλι του στην πέτρα»

«Να ήσουν να το έβλεπες! Όχι μόνο μία φορά, είχε μια μανία… αν δεν πεταγόμουνα θα έμενε εκεί στην αυλή με το κεφάλι ανοιγμένο»

Ο Γοργίδας άπλωσε το χέρι του και έσφιξε το χέρι του Πελοπίδα, θέλοντας έτσι να του πει να σωπάσει, πράγμα που ο Πελοπίδας έκανε. Ο Γοργίδας χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.

«Είπε τίποτα ο Κρηνέας;»

«Θα είσαι τρελός, εγώ σου λέω ότι κόντεψε να μείνει…»

Ένιωσε το χέρι του ΄Γοργίδα να τον σφίγγει περισσότερο, σημάδι ότι η ερώτηση ήταν σημαντική και δεν είχε πάρει απάντηση.

«Είπε τίποτα ο ανιψιός σου;»

Ο Πελοπίδας, ίσως λίγο ενοχλημένος, τράβηξε απότομα το χέρι του και έτριψε τον καρπό του, που είχε αποκτήσει μία ζωηρή κοκκινάδα από την παλάμη του Γοργίδα. Σκέφτηκε να τον βρίσει, ναι, ήταν ενοχλημένος. Είχε χάσει τον ανιψιό του, ο Κρηνέας αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και μπροστά του είχε τον ψυχρόαιμο Γοργίδα, τον διοικητή του ιππικού της πόλης. Από το στόμα του όμως δεν βγήκαν βρισιές, κάτι μέσα του τον κίνησε αόρατα στο να δώσει την απάντηση που επιθυμούσε ο φίλος του, ο οποίος δεν είχε σαλέψει μήτε τόσο δα από τη θέση του, έχοντας πάντα αυτό το αδιόρατο, περίπου ειρωνικό χαμόγελο.

«Είπε πως κανένας δεν θα πάρει τον Ιόλαο από κοντά του»

Ευθύς ο Γοργίδας τινάχτηκε όρθιος.

«Το περίμενα! Το ήθελα αυτό που είπες Πελοπίδα!»

«Γοργίδα, μου έρχεται να σε χτυπήσω. Μην παίζεις άλλο με τα νεύρα μου!»

Ο Γοργίδας τον έκοψε, πιάνοντάς τον από τους ώμους και κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Πελοπίδας ένιωσε περίεργα ήρεμος.

«Όταν ακούσεις τις σκέψεις μου θα με ευγνωμονείς»

«Μήπως θέλεις να μου πεις μερικές τώρα;»

«Όχι τώρα Πελοπίδα, όχι ακόμα. Η λογική με διατάζει να οργανώσω καλά αυτό που έχω να σου πω, εξάλλου πρέπει να είναι και ο Επαμεινώνδας»

«Καταφέρνεις πάντα να με κάνεις ανυπόμονο όμως. Πότε θα μου μιλήσεις για αυτές τις τόσο σπουδαίες σκέψεις σου;»

Ο Γοργίδας χαχάνισε ικανοποιημένος και απομακρυνόμενος ξεστόμισε το πιο περίεργο πράγμα που άκουσαν τα αυτιά του Πελοπίδα:

«Αύριο στην ταφή του Ιόλαου»

Ο Πελοπίδας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Σκέφτηκε πως κάτι τον αποτρέλανε τον Γοργίδα, αλλά η γοητεία της λογικής του φίλου του, που τόσες φορές είχε αποδείξει τη χρησιμότητα και την ετοιμότητά της, τον έκανε απλά να τον ακολουθήσει αμίλητος

Paragraph Separator

«Την επόμενη μέρα Κάσσανδρε έγινε η ταφή του Ιόλαου. Είναι περιττό να σου μιλήσω για το θρήνο, το βουβό εκείνο θρήνο που σκέπασε τον τάφο του παλικαριού. Θυμάμαι όμως, και μπορώ να σου πω εύκολα, το πώς ένιωθα εγώ. Παρατηρούσα με τα ίδια μάτια τη μάνα του Ιόλαου, τον Κρηνέα που ήταν λες και δεν υπήρχε από τον πόνο, παρατηρούσα το γιό μου τον Χείμαρρο, θα έλεγες μακριά από όλα αυτά που γεννούσαν μόνο θλίψη. Μα πιο πολύ μου έκανε εντύπωση ο Γοργίδας που χειρονομούσε, έχοντας πάρει απόμερα κάπως τον Πελοπίδα. Ήταν τόσο έντονες οι χειρονομίες του, που ο Επαμεινώνδας τους πλησίασε και φάνηκε να τον επιπλήττει. Ήταν μία διαφορετική, αλλόκοττη ταφή εκείνη. Και η περιέργειά μου μεγάλωσε όταν διέκρινα τον Επαμεινώνδα να ηρεμεί, λες και ο Γοργίδας τον μάγεψε σαν άλλη Κίρκη.

Μίλησαν κάμποση ώρα και λίγο μετά πλησίασαν και εκείνοι το νεκρό παλικάρι και έριξαν λίγο χώμα. Έριξα και εγώ, αισθάνθηκα ανακουφισμένος που η ταφή απέκτησε και πάλι το αληθινό της νόημα. Ύστερα ο Γοργίδας ψέλισσε στον Επαμεινώνδα: “Να πάρουμε και τον Μενεδοκλή;” Και η απορία μου επέστρεψε. Η θετική απάντηση του στρατηγού μας δεν στάθηκε ικανή να την μειώσει, αλλά πειθήνια ακολούθησα και τους τρεις τους στην Καδμεία. Και εκεί ήμουνα τυχερός, γιατί ήμουνα παρών όταν για πρώτη φορά γεννήθηκε η ιδέα του Ιερού Λόχου»

Η αφήγηση του Μενεδοκλή διακόπηκε απότομα, καθώς ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων έξω από την έπαυλη του Κάσσανδρου. Εκείνος με μια ευγενική χειρονομία έκανε νόημα στν Θηβαίο να σωπάσει και σηκώθηκε. Πήγε προς την είσοδο, από την οποία ερχόταν τρέχοντας και παραπατώντας από την βιασύνη ένας υπηρέτης. Είπε κάτι σκύβοντας το κεφάλι στον Κάσσανδρο και αυτός, αφού έκανε μερικές έντονες χειρονομίες δίνοντας έτσι διαταγές στους υπηρέτες που βρίσκονταν εκείνην την ώρα στην αυλή, γύρισε στον Μενεδοκλή.

«Θηβαίε, σου ζητώ συγνώμη που σε διακόπτω από τα τόσο σημαντικά που μου λες»

«Καταλαβαίνω Κάσσανδρε. Κάποιος σπουδαίος σε επισκέπτεται;»

Ο Κάσσανδρος τον βοήθησε να σηκωθεί.

«Έλα Μενεδοκλή! Έλα να υποδεχτείς τον διάδοχο Αλέξανδρο» είπε με ζεστασιά και προχώρησαν μαζί προς την είσοδο. Οι υπηρέτες είχαν κιόλας ετοιμαστεί για την υποδοχή, στάθηκαν αριστερά και δεξιά από την είσοδο. Ένας από αυτούς κρατούσε μία λεκάνη με δροσερό νερό και ένα μεταξωτό ύφασμα περασμένο στον πήχυ του, περιμένοντας να δροσίσει τον απρόσμενο, μα υψηλό επισκέπτη. Το παλάτι είναι κάπως απομακρυσμένο και σίγουρα ο ιδρώτας θα αποζητούσε την πληρωμή της δροσιάς για να φύγει. Ο Μενεδοκλής εντυπωσιασμένος από την γρηγοράδα των υπηρετών περπατούσε στηριζόμενος στον Κάσσανδρο.

«Να με βοηθήσεις να σκύψω Κάσσανδρε»

«Θηβαίε μου, πίστεψέ με: ούτε εγώ, αλλά ούτε ο Αέξανδρος επιθυμούμε να σε δούμε ξανά με σκυμμένο το κεφάλι» απάντησε με ειλικρίνεια ο Μακεδόνας αφέντης και σταμάτησε να περπατάει. Όλοι, εκτός από αυτούς τους δύο, γονάτισαν και έσκυψαν, όταν ο Βουκεφάλας μπήκε  στην αυλή.

Ο Αλέξανδρος με ένα σάλτο κατέβηκε από το άλογο, χωρίς να αφήσει τα χαλινάρια. Ήταν παράταιρο να βλέπεις έναν κοντόσωμο νεαρό να κρατάει από δύο σχοινιά ένα τέτοιο πελώριο άτι, μα δεν ήταν η δύναμη, αλλά ο σεβασμός που έκανε εύκολη αυτήν τη λαβή. Χωρίς να αφήσει τα χαλινάρια, οδήγησε το άλογο μπροστά στον υπηρέτη με το νερό και πήρε με το ένα του χέρι τη λεκάνη με το νερό. Την πρόσφερε στο άλογο και εκείνο έχωσε τη μουσούδα του μέσα άπληστα για να ξεδιψάσει. Όταν χλιμίντρισε ικανοποιημένο από το νερό, ο Αλέξανδρος άφησε τα χαλινάρια, πήρε το μεταξωτό ύφασμα και το σκούπισε. Έδωσε ξανά το ύφασμα στον υπηρέτη και έβαλε τις παλάμες του στη μουσούδα του αλόγου.

«Καλέ μου Βουκεφάλα, ακόμα και η πιο μικρή βόλτα σε κάνει να διψάς τόσο πολύ!»

Το άλογο ήταν σα να μίλησε στον αφέντη του, ρουθουνίζοντας απαλά. Ένα απλό “πήγαινε τώρα” του Αλέξανδρου ήταν αρκετό να το κάνουν να βηματίσει ήρεμα προς τη σκιά της αυλής και να ξαπλώσει στα δροσερά πλακάκια για να ξεκουραστεί. Ήταν πάντα έτοιμος και πάντα κοντά στον Αλέξανδρο.

Ο διάδοχος γύρισε προς τον Κάσσανδρο, που άπλωσε τα χέρια του. Πήγε κοντά του και αγκαλιάστηκαν θερμά.

«Κάτι πρέπει να σκεφτείς Αλέξανδρε για τη δίψα του Βουκεφάλα»

«Δε με τρομάζουν οι Πέρσες εξάδελφε. Μόνο το νερό που πρέπει να κουβαλήσω ή να βρώ για να χορτάσω ετούτο το αγρίμι» είπε ο Αλέξανδρος χαμογελώντας και φιλήθηκαν σταυρωτά.

«Έλα Αλέξανδρε, έλα να σου γνωρίσω έναν σπουδαίο άντρα» είπε με ενθουσιασμό ο Κάσσανδρος και με το χέρι στην πλάτη του Αλέξανδρου τον οδήγησε κοντά στον Μενεδοκλή.

Ο Θηβαίος έσκυψε το κεφάλι του σε ένδειξη σεβασμού και εξεπλάγη, όταν με τις άκρες των ματιών του είδε να κάνει την ίδια κίνηση και ο Αλέξανδρος!

«Θεωρώ τιμή μου που σε γνωρίζω Μενεδοκλή» είπε ο διάδοχος του μακεδονικού θρόνου και κάθισε. Αμέσως έκατσαν όλοι όσοι ήταν κοντά τους, εκτός από τους υπηρέτες. Ο Μενεδοκλής σήκωσε τα φρύδια του απορημένος.

«Μάρτυς μου ο Δίας και όλοι οι υπόλοιποι θεοί, είστε τόσο περίεργοι άνθρωποι εσείς οι Μακεδόνες άρχοντες»

«Τόσο περίεργοι, που θέλουμε να εισβάλουμε στην Περσία!» απάντησε ο Αλέξανδρος, προκαλώντας την ευθυμία σε όλους.

«Και τόσο απρόβλεπτοι…» συνέχισε ο Μενεδοκλής. Ο Αλέξανδρος γέλασε δυνατά και του κούνησε το δάχτυλο.

«Για αυτό και θα τους νικήσουμε!» είπε αποφασιστικά. Ο Μενεδοκλής χαμογέλασε, η ατμόσφαιρα θύμιζε περισσότερο μία ευχάριστη απογευματινή σύναξη για φαγητό, παρά μία συνάντηση με έναν τόσο σημαντικό άνθρωπο. Ο Αλέξανδρος είχε καταλάβει τα συναισθήματα του συνομιλητή του.

«Είμαι μόνο δεκαοχτώ ετών Μενεδοκλή. Μέχρι να φύγουμε για την Περσία, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να ευθυμήσω λίγο. Όταν με το καλό φτάσουμε εκεί, τα αστεία θα τελειώσουν και οι Πέρσες θα μετανιώσουν, όπως…»

«Όπως μετανιώσαμε και εμείς στη Χαιρώνεια;» ρώτησε αφοπλιστικά ο Μενεδοκλής, διακόπτοντας απότομα τον Αλέξανδρο. Εκείνος ακούμπησε απαλά στο ανάκλιντρο.

«Θα έλεγα όπως μετάνιωσαν οι Σπαρτιάτες που ήταν στην Τεγύρα φίλε μου. Δε συνηθίζω να προσβάλλω τους συνομιλητές μου. Αφού όμως ρώτησες κάτι… ναι, νομίζω πως η νίκη μας στη Χαιρώνεια ήταν μεγαλειώδης» απάντησε με ύφος που κανείς δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει που τελειώνει η υπεροψία και που η αλήθεια των γεγονότων.

«Αυτό για την Τεγύρα το λες αλήθεια άρχοντά μου ή θέλεις να κολακέψεις τον ηττημένο που έχεις απέναντί σου;»

«Μα την αλήθεια Κάσσανδρε, απορώ ήδη πως μπορείς και μιλάς με ετούτον τον κεραυνό!»

«Αλέξανδρε… με συγχωρείς…»

«Δε με κατάλαβες ξάδερφε! Χαίρομαι τα λόγια του όσο ποτέ ξανά! Θα μάθουμε πολλά από το φίλο μας θαρρώ» είπε ο Αλέξανδρος ξεκαθαρίζοντας πως η κουβέντα του με τον Μενεδοκλή ήταν ευχάριστη. Ο Μενεδοκλής τον ρώτησε:

«Συνηθίζεις τους ηττημένους να τους κάνεις φίλους;»

«Μόνο αν το αξίζουν»

«Τότε έχεις πολύ δουλειά στην Περσία άρχοντά μου»

«Μην ανησυχείς Θηβαίε, το μυαλό μου τα έχει σκεφτεί όλα αυτά. Λοιπόν, σας διέκοψα από την κουβέντα σας. Παρακαλώ, συνεχίστε και υπόσχομαι να ακούω μόνο»

Το λιοπύρι είχε κάψει όλη την πόλη εκείνη την ημέρα. Η αφόρητη κάψα του ήλιου έκανε τους πάντες να κρυφτούν στη σκιά των σπιτιών τους. Περισσότερο τυχεροί ήταν εκείνοι που δούλευαν στα χωράφια και είχαν κάποιο ξερόλακκο κοντά για να βουτήξουν το κεφάλι τους. Κάποιοι άλλοι έβγαλαν τους μανδύες τους και κάθονταν γυμνοί κάτω από τα δέντρα με το κορμί διάπλατα τεντωμένο, μήπως και ο λιγοστός αέρας καταφέρει και τους δροσίσει λίγο. Όλοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη μανία του ήλιου, όμως κάποιοι δεν ήταν γραφτό να δροσιστούν.

«Έχει πολύ ζέστη σήμερα Πελοπίδα. Μήπως πρέπει να το ακυρώσουμε;»

«Αυτή τη φορά Επαμεινώνδα η λογική δεν θα μας προσφέρει τίποτα, πέρα από καθυστέρηση και νωθρότητα»

Οι δύο φίλοι συζητούσαν καθώς ανέβαιναν τον ανηφορικό χωματόδρομο προς την Καδμεία. Τα σανδάλια τους σκόρπιζαν μικρές τούφες από σκόνη καθώς ακουμπούσαν το έδαφος. Ήταν και οι δύο αναψοκοκκινισμένοι και χοντρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν σταθερά από τις ρίζες των μαλλιών τους προς το μέτωπο και μετά το πρόσωπό τους. Αναπόφευκτα τα πνευμόνια τους δούλευαν πυρετωδώς και από το στόμα τους έβγαιναν μικρά πνιχτά αγκομαχητά. Αλλά συνέχιζαν το δρόμο τους αποφασιστικά.

«Και για να σε κάνω να καταλάβεις ότι έχω δίκιο» συνέχισε ξαφνικά ο Πελοπίδας «πες μου αν ήταν λογικό να τρώνε αυτήν την αηδία οι Σπαρτιάτες. Ξύδι και αλάτι; Μα το Δία! Και μόνο που το λέω μου έρχεται να ξεράσω! Ή μήπως θέλεις το άλλο, που άφηναν τους έφηβους με έναν χιτώνα στο βουνό για έναν ολόκληρο χρόνο; Ή μήπως να σου θυμίσω…»

«Καλά, καλά, με έπεισες! Σκληραγωγήθηκαν με παράλογες μεθόδους»

«Να γιατί δεν ακυρώνω την πρώτη συνάντηση των μαχητών μας. Ούτε με τη ζέστη αυτή! Δεν θα νικήσουμε ποτέ κάποιον αν δεν του μοιάσουμε. Εκτός και αν θέλεις να αφήσουμε τη ζέστη για τη σκιά του στρατώνα και για εκπαίδευση να τους ταΐσουμε εκείνη τη μαλακία το ζωμό!»

Ο Επαμεινώνδας σούφρωσε με απέχθεια το στόμα του. Είχε ήδη απαντήσει.

Ο δρόμος είχε γίνει πια οριζόντιος, κάτι που ανεπαίσθητα τους ανακούφισε από την προσπάθεια. Περνώντας την πύλη άκουσαν τις φωνές του Γοργίδα, που προσπαθούσε κραυγάζοντας και βρίζοντας να μεταδώσει την πρώτη σκληράδα που χρειάζονταν η νέα μονάδα που γεννήθηκε στο μυαλό του και που εκείνη τη μέρα, με τη συντροφιά του καυτού ήλιου, μαζευόταν για πρώτη φορά αντίκρυ από το βωμό του Ηρακλή.

Και φτάνοντας στην απλωσιά μπροστά από το ναό, τους αντίκρισαν όλους. Τριακόσιοι νέοι από τη Θήβα και τις γύρω περιοχές συγκεντρωμένοι και κάπως στοιχισμένοι σε ένα μεγάλο ορθογώνιο είκοσι επί δεκαπέντε. Μουσκεμένοι από τον ιδρώτα που κυλούσε ανεμπόδιστα πρώτα στα πρόσωπά τους και μετά στο στέρνο τους, στέκονταν αμίλητοι και βλοσυροί, κοιτώντας τον Γοργίδα που έκοβε μικρές νευρικές βόλτες μπροστά από την πρώτη σειρά και ξεστόμιζε μέχρι και βρισιές, προσπαθώντας  να ξυπνήσει μέσα τους το παγερό συναίσθημα του πολεμιστή.

Ο Επαμεινώνδας πλησίασε και τον χαιρέτησε.

«Συμμάχησες με τον Πελοπίδα να με ξεκάνετε από τη ζέστη;»

«Άμα είσαι άξιος θα αντέξεις τα πάντα για την πόλη σου. Λοιπόν, πως σου φαίνονται;» ρώτησε καμαρώνοντας ο Γοργίδας. Ο Επαμεινώνδας βημάτισε λίγο μπροστά από την πρώτη σειρά και ύστερα κάθετα τις δεκαπέντε σειρές. Συνεχίζοντας έκανε όλο τον κύκλο της παράταξης και έφτασε ξανά στο σημείο που ξεκίνησε.

«Είναι θεόρατοι όλοι τους. Και μικροί σε ηλικία»

«Κανένας δεν ξεπερνάει τα εικοσιπέντε. Και υπάρχει και κάτι που έχουν όλοι τους και δεν φαίνεται» είπε ο Γοργίδας, στάθηκε επιβλητικά μπροστά και φώναξε:

«Συντρόφου νώτα!»

Με έναν ξαφνικό γδούπο να ξεπηδάει από την παράταξη, ο Επαμεινώνδας είδε με ευχάριστη έκπληξη να δημιουργούνται άμεσα εκατόν πενήντα ζευγάρια, των οποίων οι πλάτες ακουμπούσαν. Ο Γοργίδας χαμογέλασε:

«Κοίτα τους! Φαντάσου τους να έχουν τον οπλισμό τους και να μάχονται έτσι σε περίπτωση που κυκλωθούν! Επαμεινώνδα, σου υπόσχομαι πως σε ένα χρόνο από τη στιγμή αυτή, η Θήβα θα έχει τριακόσιους πολεμιστές που μπροστά τους οι Σπαρτιάτες θα μοιάζουν έφηβοι!»

«Έλα τώρα! Άρχισες να τα παραλές νομίζω»

Ο Γοργίδας έδωσε μία διαταγή να κάνουν διάλειμμα για νερό και καθώς όλοι οι νέοι εξαφανίζονταν προς τις στέρνες ρώτησε το φίλο του:

«Πόσα ζευγάρια μας κάνουν;»

«Εκατόν πενήντα»

«Από αυτά, τα πενήντα πέντε ζευγάρια αποτελούνται από νέους που μεγάλωσαν μαζί, που μορφώθηκαν μαζί, που κυνήγησαν με τους πατεράδες τους μαζί στον Κιθαιρώνα»

«Και τα υπόλοιπα ζευγάρια;» ρώτησε ο Επαμεινώνδας. Ο Γοργίδας έλαμψε. Αυτό που είχε οργανώσει και σκεφτεί ήταν σίγουρος πως θα πετύχαινε και η στιγμή που θα το αποκάλυπτε στο φίλο και αρχηγό του είχε φτάσει.

«Ποιον δεν θα παράταγες Επαμεινώνδα ποτέ στη μάχη;»

Με απορία έκδηλη ο Θηβαίος στρατηγός απάντησε κανέναν και ευθύς ο Γοργίδας με ένα γρήγορο νεύμα του χεριού του, τον αποδοκίμασε.

«Δεν με κατάλαβες και θα το πω αλλιώς. Σκέψου ότι στη μάχη σε παρακολουθεί τραυματισμένος ο φίλος σου και η γυναίκα σου. Λοιπόν; Για ποιού τη χάρη θα πολέμαγες με πείσμα;»

Το στόμα του Επαμεινώνδα άνοιξε απαλά από την έκπληξη, κοιτώντας τους νέους που επέστρεφαν από το βιαστικό ξεδίψασμά τους.

«Θέλεις να πεις ότι…»

«Ε λοιπόν ναι! Τα υπόλοιπα ενενήντα πέντε ζευγάρια, είναι ζευγάρια εραστών, που δεν πρόκειται ποτέ στη μάχη να λιγοψυχήσουν, επειδή η ερωτική επιθυμία και αγάπη είναι τα δυνατότερα πράγματα πάνω στη γη, ανίκητα από κάθε στρατό και κάθε ασθένεια, από κάθε δυσκολία και πρόβλημα που θα ορθωθεί απέναντί τους!»

Ο Επαμεινώνδας κούνησε το κεφάλι καταλαβαίνοντας το απόλυτο δίκιο του Γοργίδα και βέβαια θυμούμενος το περιστατικό με τον Κρηνέα και το θάνατο του Ιόλαου. Κοίταξε τον Γοργίδα που ανυπομονούσε να ακούσει ένα «εύγε» και του είπε:

«Το εύγε σου θα το πάρεις αν καταφέρεις να μας δείξεις κάτι καλό σε έξι μήνες. Μέχρι τότε, θα έρχομαι κι εγώ να συμμετέχω στην εκπαίδευσή τους, θέλω να νιώσουν πως οι αρχηγοί τους δεν τους εγκαταλείπουν έχοντας την ασφάλεια του αλόγου τους. Θέλω τα ίδια σανδάλια και εξοπλισμό με εκείνους, θέλω…»

«Θέλω να σε αγκαλιάσω!» φώναξε ο Γοργίδας και έκανε αυτό που ήθελε. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του.

«Νιώθω Επαμεινώνδα πως όλα αλλάζουν για τη Θήβα»

Έσφιξαν τις γροθιές τους και ένα κύμα ενθουσιασμού ξεπήδησε από την παράταξη των εκκολαπτόμενων μαχητών

«Άρχοντα Αλέξανδρε, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό άνθρωπο που έζησα εκείνην την περίοδο στην πόλη μου. Τα σιδεράδικα ξεκίνησαν την παραγωγή του οπλισμού, μερικές γυναίκες και μάλιστα όχι όλες δούλες, έφτιαξαν χιτώνες και ζωνάρια για τους στρατιώτες. Σανδάλια που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί κανένας κατασκευάστηκαν σε χρόνο κεραυνού, με πατησιές γερές και ανθεκτικές και λουριά που δεν κόβονταν ούτε με το ξαφνικό χτύπημα μιας σπαθιάς. Τρόφιμα και νερό μεταφέρονταν ακούραστα από τα πιτσιρίκια της πόλης στην Καδμεία, θέλοντας κι εκείνα να δούνε από κοντά τους πελώριους γίγαντες που τους έλεγαν οι δικοί τους ότι θα φυλάνε στο εξής την πόλη. Όλα περιστρέφονταν, όλα ανέπνεαν, τα πάντα ζούσανε για να οργανωθεί σωστά η μονάδα των τριακοσίων μας φρουρών.

Στην αρχή, θεωρήθηκαν προστάτες της πόλης. Αποφασίστηκε να παίρνουν έναν ελάχιστο μισθό, ίσα που έφτανε για τα έξοδά τους, όταν έπαιρναν άδεια και έβγαιναν από το στρατώνα τους, τόσο όσο δεν θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει μισθοφόρους. Ήταν οι τριακόσιοι προστάτες της πόλης, που πάντα έμεναν στην Καδμεία, ουδέποτε σταματούσαν να εκπαιδεύονται, σώμα και πνεύμα ήταν πάντα σε εγρήγορση.

Τι τράβηξαν αυτά τα σώματα, μα το Δία! Τους έκλειναν τα μάτια και τους έβαζαν να κατηφορίσουν σε χωματόδρομους που οι πέτρες προεξείχαν από το χώμα σαν τα δόντια της Σκύλας. Τους άφηναν νηστικούς και χωρίς νερό για τρεις μέρες και την τέταρτη έπρεπε να μονομαχήσουν με ξύλινα σπαθιά για λίγη ώρα, προτού τους δοθεί άδεια να λυτρώσουν την πείνα και τη δίψα που είχαν. Τους έβαζαν ανά δεκάδες να συγκρατήσουν μία πεντάδα βόδια κι εκείνα στη σειρά, αλλά με δεμένα τα πίσω πόδια και τα μάτια τους κλειστά. Τα βόδια δεν μπορούσαν να κινηθούνε εύκολα κι έτσι πολλαπλασίαζαν το θυμό τους και τη δύναμή τους και έσπρωχναν μπροστά. Ένας στρατιώτης παραπάτησε μία μέρα και το βόδι, σαν ένιωσε πως έχει κάποιον μπροστά του και χαμηλά, μουγκάνισε τόσο δυνατά και άνοιξε το στόμα του, έτοιμο να δαγκώσει τον δύστυχο. Το ζευγάρι του όμως τράβηξε ένα σπαθί από τη ζώνη κάποιου βοιωτάρχη που στέκονταν παραδίπλα και το έχωσε στο λαιμό του βοδιού ίσαμε τη λαβή. Γελάω καμιά φορά με τη σκέψη ότι το πρώτο αίμα που χύθηκε από τον Ιερό μας Λόχο ήταν από το λαιμό ενός βοδιού. Ο δύστυχος όμως κάτω από το ζώο και ο αγαπημένος του δεν γέλασαν εκείνην την ημέρα.

Και τους έβλεπες όλους αυτούς να ζούνε και να εκπαιδεύονται, έχοντας κάνει ζωή τους και καρδιά τους πια πως η Θήβα θα είναι η ασχολία τους. Μου άρεσε πάντα να τους χαζεύω, όταν ξεκουράζονταν το βράδυ, με τα πειράγματα να δίνουν και να παίρνουν στα δωμάτιά τους. Ή όταν έβγαιναν στην πόλη να κάνουν μία βόλτα, να πιούνε στο μαγαζί μου και να φάνε και ποτέ δεν είδα κάποιον να πληρώνει, γιατί οι έχοντες της πόλης τους κερνούσαν πάντα.

Αυτό όμως που μου έκανε μεγαλύτερη αίσθηση, ήταν όταν παρακολουθούσα τα άλλα ζευγάρια. Τελείωνε η εκπαίδευσή τους και δεν έκαναν όπως οι φίλοι, που το μυαλό τους πήγαινε γοργά στην ξενοιασιά και την ανεμελιά της διασκέδασης. Εκείνοι, που όπως θα θυμάσαι Αλέξανδρε, ο σεβαστός βασιλιάς πατέρας σου έκλαψε όταν τους αντίκρισε νεκρούς, είχαν στο νου τους την οικογενειακή θαλπωρή, τη συντροφικότητα. Περπατούσαν ήρεμα ανάμεσα στα ιερά της Καδμείας, θαύμαζαν τα άστρα του Ουρανού και ανέπνεαν τις μυρωδιές που γεννούσε η βοιωτική μας γη.

Και όταν άρχοντά μου έβλεπες τα χέρια να πιάνονται και να πλέκουν τα δάχτυλά τους, όταν έβλεπες να ξεμακραίνουν και να χάνονται σε κάποιο άλσος, ή όταν αντίκριζες το ένα κεφάλι να γέρνει στο λαιμό του άλλου και εκείνου τα χέρια να χαϊδεύουν τα μαλλιά του πρώτου, τότε καταλάβαινες πως αυτό που η Θήβα είχε από χρόνια, το χρησιμοποιούσε γιατί είχε μία αγνότητα μέσα του, για να γίνει κάτι που ανίκητο θα προχωρούσε μέσα στους αιώνες. Τότε ένιωσα κι εγώ σαν πατέρας την ευτυχία του γιού μου και τον άφησα να χαρεί την επιλογή του, χωρίς τις πατρικές κουταμάρες, γιατί η ευτυχία είναι επιλογή και όχι εξαναγκασμός και πάνω σε αυτό οικοδομήσαμε κάτι ανίκητο.

Ο Ιερός μας Λόχος διάδοχε Αλέξανδρε θα ζήσει αιώνια. Να είσαι βέβαιος για τούτο. Ακόμα και τώρα που τον φέρνω στο μυαλό μου στη ματωμένη πεδιάδα της Χαιρώνειας, έχω τη βεβαιότητα αυτή»

Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε ξαφνικά βουρκωμένος. Ο Βουκεφάλας χλιμίντρησε αναστατωμένος, αλλά ο διάδοχος του έγνευσε να ησυχάσει και το άλογο άπλωσε πάλι το κορμί του στα πλακάκια. Ο Κάσσανδρος έμεινε άναυδος από την περιγραφή του Μενεδοκλή και ο γερο Θηβαίος κοίταξε κλαμένος προς την κάμαρα που θανατομαχούσε ο Εύανδρος.

Ξαπλωμένος και ζεματισμένος από την κάψα, του θύμισε φευγαλέα έναν πολεμιστή που δεν άντεξε και άφησε τους Θηβαίους λίγο μετά από την πρώτη δόξα. Εκείνο το ακίνητο, κόκκινο από το αίμα κορμί και δίπλα του ο θρήνος του χαμένου έρωτα, τόσο ταιριαστά και απρόσμενα αγνά, τόσο δεμένα με τις μυστικές δυνάμεις της αγάπης, που μόνο μια ξαφνική σπαθιά μπόρεσε να τα χωρίσει.

Να τα χωρίσει! Ακόμα και αυτό έκανε το Μενεδοκλή να κουνήσει χαμογελώντας πικρά το κεφάλι.

Γιατί κατάλαβε για άλλη μια φορά πως ποτέ δεν χώρισαν. Και αυτή η σκέψη ήταν η μόνη αληθινή παρηγοριά για έναν πατέρα, που η μοίρα του έφερε την είδηση πως έχει μείνει πια μόνος του στον κόσμο.

Book Separator

VII
Τεγύρα
Η πρώτη νίκη

Book Separator

«Πελοπίδα…έρχονται!»

Η φωνή του έβγαινε με το ζόρι, ανακατεμένη με την γοργή ανάσα του. Ξεροκατάπιε και έβηξε, τα πόδια του ήταν ματωμένα, μαρτυρώντας πως όποιον δρόμο ακολούθησε σίγουρα δεν ήταν φιλόξενος. Στηρίχτηκε με το ένα του χέρι στον Πελοπίδα και εκείνος αγωνιώντας έπιασε τα μάγουλά του και του ανασήκωσε το κεφάλι.

«Λέγε ανάθεμά σε, ποιοι έρχονται;»

Ο δρομέας κάπως βρήκε τη ηρεμία του.

«Ήμουνα στα υψώματα που κοιτάνε τους Φωκείς, ακριβώς πάνω από το φαράγγι, με τον ήλιο μπροστά μου. Νόμιζα πως με γέλασαν τα μάτια μου, ήμουνα και διψασμένος…»

«Μια κούπα με νερό γρήγορα, θα με σκάσει αυτός!» φώναξε ο Πελοπίδας. Ο δρομέας την ήπιε με απληστία, το μισό νερό έτρεξε στο πηγούνι του και ύστερα στο στήθος του.

«Είναι σε σχηματισμό πορείας, δεν σας έχουν δει σίγουρα…»

«Αν δεν πεις τώρα ποιοι είναι θα σε κάνω μαύρο από τις ξυλιές!» είπε ο Πελοπίδας.

«Σπαρτιάτες Πελοπίδα! Κόκκινες χλαμύδες και όλος ο χαλκός της γης επάνω τους»

Ο Θηβαίος στρατηγός πισωπάτησε από έκπληξη.

«Είσαι σίγουρος στρατιώτη;»

«Δεν ξεγελιέται κανείς σε τέτοιο θέαμα»

Ο Πελοπίδας έπιασε το σβέρκο του με τα δυο χέρια. Ο πυρετός της σκέψης τον κυρίεψε.

«Θα γυρνάνε από τον Ορχομενό…» μονολόγησε και άρχισε να βηματίζει νευρικά δεξιά και αριστερά. Κάποιος που δεν τον ήξερε θα νόμιζε πως φοβόταν ακόμα και να αντικρίσει την σπαρτιατική φάλαγγα, όμως η αλήθεια ήταν ότι ο Θηβαίος στρατηγός ετοιμαζόταν να πάρει μια πολύ σημαντική απόφαση.

«Πόση ώρα δρόμος;»

«Μέχρι που;»

«Μέχρι την Τεγύρα»

«Πριν αγγίξει ο ήλιος τον ορίζοντα θα έχουν φτάσει»

Ο Πελοπίδας κοίταξε προς τα πίσω και λίγο μακρύτερα, εκεί που πρόχειρα στάθηκαν για ξεκούραση οι Ιερολοχίτες του, το σώμα που εκπαίδευσε. Τους αντίκρισε να μασουλάνε κάτι πρόχειρο. Δίπλα στον καθένα ήταν ακουμπισμένα τα όπλα τους, αυτά που από την μέρα που συγκροτήθηκαν σαν σώμα δεν έφυγαν μακρύτερα από κοντά τους περισσότερο από ένα πήχη. Οι ασπίδες άστραφταν κάτω από τον ήλιο γυαλισμένες και απείραχτες, στην εκπαίδευση χρησιμοποιούσαν δεύτερες ασπίδες, για να μην χάνουν την αντοχή τους οι κανονικές. Και εκείνη την ημέρα είχε έρθει η ώρα να πληγωθούν και αυτές. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουν αυτό που για κάθε στρατό στην Ελλάδα της εποχής ήταν ο εφιάλτης.

Ο Πελοπίδας πήγε κοντά τους και φώναξε να αφήσουν το φαγητό και να λάβουν θέση. Λες και ήταν ένας και όχι τριακόσιοι, πετάχτηκαν μονομιάς όρθιοι και συγκρότησαν διάταξη πορείας.

«Όχι πορεία Ιερολοχίτες…θέση φάλαγγας!»

Σαν καλοκουρδισμένο γρανάζι ο σχηματισμός άλλαξε στη στιγμή. Ο σχηματισμός των τεσσάρων ανά σειρά έγινε αμέσως εικοσιπέντε σειρές των δώδεκα αντρών. Αγέρωχοι και ατρόμητοι αποδείκνυαν με αυτές τις κινήσεις πως η εκπαίδευσή τους δεν πήγε χαμένη και πως η Θήβα είχε πια ένα σώμα μόνιμων στρατιωτών στο οποίο θα μπορούσε να ακουμπήσει και να αισθανθεί ασφάλεια. Το μόνο που πρόδιδαν τα πρόσωπά τους ήταν η απορία, δεν είχαν συνηθίσει τον Πελοπίδα να τους υποβάλλει σε τέτοιες δοκιμασίες χωρίς σκοπό. Ο αρχηγός τους κατάλαβε τις σκέψεις τους.

«Θηβαίοι Ιερολοχίτες! Ήρθε η στιγμή να χρησιμοποιήσετε αυτά που μάθατε, να διακαιολογήσετε την ύπαρξή σας σαν μονάδα. Ήρθε η ώρα να δείξουμε σε μερικούς Σπαρτιάτες πως το μεγαλύτερο λάθος τους είναι να μη μας υπολογίζουν!»

Στο άκουσμα της λέξης Σπαρτιάτες, οι Ιερολοχίτες κραύγασαν, ήταν σα να είχαν και στο παρελθόν κάνει πράξη αυτά που τους έλεγε ο Πελοπίδας. Ήταν εμποτισμένοι με κάποιον σκοπό, το είχαν βιώσει και δεν είχε καμμία σημασία για αυτούς το ότι θα πολεμούσαν για πρώτη φορά μαζί. Ο αρχηγός τους ένιωσε να φουσκώνει από υπερηφάνια.

«Παλικάρια της Θήβας! Σε λίγη ώρα σπαρτιατικές κόκκινες χλαμύδες θα φανούν απέναντί σας. Είναι περίπου δύο χιλιάδες. Είστε τριακόσιοι…»

«Τριακόσιοι ένας είμαστε!» πετάχτηκε ένας πολεμιστής από τη δεύτερη σειρά. Ο Πελοπίδας ξέχασε λίγο αυτά που ήθελε να τους πει και ξεφύσηξε.

«Ο Λεόντιος, ο λάτρης της ακρίβειας!Εντάξει Λεόντιε, κι εγώ λοιπόν!»

Όλοι άρχισαν να γελάνε και μαζί τους και ο αρχηγός τους. Έμοιαζαν να έχουν κυριευτεί από μία επικίνδυνη άγνοια αυτού που θα αντιμετώπιζαν ύστερα από λίγη ώρα.

«Θα την δείξεις την ακρίβεια που σε διακρίνει και στους Σπαρτιάτες;»

«Χα! Το δόρυ μου θα βρει τον πρώτο ακριβώς στο καρύδι του. Το δεύτερο που κουβαλάω θα κόψει ένα λοφίο από την περικεφαλαία του λοχαγού τους και θα στολίσει το στρατώνα μας στην Καδμεία. Και αν έχεις αμφιβολία για κάτι από αυτά, στοιχηματίζω ένα κατσίκι και τριανταδύο δράμια κρασί»

«Γιατί τριανταδύο;» ρώτησε με απορία ο Πελοπίδας.

«Μα για να είμαστε ακριβείς!» απάντησε ο Λεόντιος και τα γέλια τους ίσως και να τα άκουσαν οι Σπαρτιάτες ερχόμενοι.

«Παιδιά μου! Μου αρέσει να σας βλέπω έτσι γελαστούς.Όμως μην αψηφάτε αυτό που οι Μοίρες θα μας φέρουν μπροστά σε λίγο. Είναι σπαρτιατικός στρατός Ιερολοχίτες μου. Δεν έχει ηττηθεί ποτέ σε μάχη παρατάξεων. Πριν από ένα χρόνο, ίσως και να σας έπαιρνα αμέσως από εδώ. Δεν ξέρω τι με κρατά όμως, δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου φυσάει τα λόγια στο νου μου αυτή τη στιγμή. Και κάθε ανάσα που βγάζω από τα πνευμόνια μου, με κάνει όχι πιο φοβισμένο, αλλά πιο σίγουρο, ότι αυτά τα λόγια θα γίνουν πράξη, επειδή μπροστά μου έχω τριακόσιους ετοιμοπόλεμους Ιερολοχίτες Θηβαίους, που μπορεί να βγήκαν για βόλτα, αλλά τους έλαχε σήμερα να μείνουν αιώνια στα στόματα των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο!»

Θα περίμενε κανείς να τραντάξει η Γη από τις κραυγές ενθουσιασμού των Θηβαίων. Αντί όμως να συμβεί αυτό, οι Ιερολοχίτες έκαναν πράξη αυτά που η εκπαίδευσή τους τους έμαθε. Όταν τα πραγματα σοβαρεύουν, δεν υπάρχει χώρος για εμπαιγμό και πλάκα. Τα λόγια του Πελοπίδα ίσως ήταν, ποιος άραγε ήξερε, τα στερνά που άκουγαν.

«Αναπνεύστε παλικάρια μου τον καθαρό αγέρα. Μυρίστε τα λιγοστά λουλούδια που σας περιτριγυρίζουν. Φέρτε στο νου σας αυτούς που σας περιμένουν αύριο στην πόλη μας. Και νιώστε για τα καλά, πως σας περιμένουν χωρίς παρέα, αλλά εσείς μπορείτε να βάλετε στα σπίτια τους τον αιώνιο απρόσκλητο επισκέπτη, που σήμερα θα συναντήσετε… τη Νίκη!»

Τα κοντάρια χτύπησαν στο έδαφος. Οι ασπίδες σηκώθηκαν στο ύψος του ώμου. Ο παιάνας άρχισε να σιγοτραγουδιέται και με το σύνθημα άρχισε ο βηματισμός προς τις Μοίρες που ακούγονταν ήδη από την Τεγύρα.

Ο Πελοπίδας στάθηκε προσοχή καθώς περνούσαν από μπροστά του οι Ιερολοχίτες. Όταν ο Λεόντιος πέρασε δίπλα του, ξεκίνησε να περπατάει μαζί του.

«Λεόντιε, πόσα θέλεις για το σπαρτιατικό λοφίο;»

«Εφτάμιση δραχμές Πελοπίδα… ακριβώς!»

Paragraph Separator

Ο γρήγορος βηματισμός επέτρεψε στους Θηβαίους να φτάσουν σε απόσταση αναπνοής από τους ανυποψίαστους Σπαρτιάτες. Κανονικά θα έπρεπε να κάνουν γρήγορη πορεία, αλλά ο στρατηγός τους προτίμησε τη διάταξη φάλαγγας, με σκοπό να παρατηρεί συνεχώς τη συνοχή των αντρών. Γι’ αυτό και πολλές φορές τόνισε σε κάποιους, που έστω για λίγα εκατοστά απομακρύνονταν από τον διπλανό τους, να προσέχουν και να επανέρχονται στη σωστή απόσταση. Όμως μια τέτοια επιχείρηση, τόσο έκτακτη όσο και μια ξαφνική νεροποντή, απαιτούσε και άλλες ενέργειες. Έτσι, είχε φροντίσει πριν να στείλει κάποιον γοργοπόδαρο νέο στην κορυφή του βουνού που δέποζε ανατολικά της Φωκίδας, με τη ρητή εντολή να τρέξει ξανά προς τα πίσω για να ειδοποιήσει, μόνο εάν παρατηρούσε κάποια σημαντική αλλαγή στην πορεία των αντιπάλων ή είχε ενδείξεις ότι κατάλαβαν την κίνηση των Θηβαίων προς την πορεία τους. Ο νεαρός εξαφανίστηκε ώσπου να προλάβουν οι Ιερολοχίτες να σηκώσουν τα όπλα τους. Φημιζόταν τόσο για τη γρηγοράδα του, όσο και για την ικανότητά του να κινείται αθόρυβα, ακόμα και σε δύσβατο έδαφος. Και η όρασή του έμοιαζε με γερακιού. Όλοι τον αποκαλούσαν «Γύπα», αν και μερικοί πίστευαν πως η γαμψή του μύτη ήταν η αιτία για αυτό το παρατσούκλι. Αν την ώρα που τον διέταζε ο Πελοπίδας να τρέξει στον προορισμό του ήξερε τις πληροφορίες που θα έφερνε μαζί του, ίσως να τον γέμιζε και με ένα τσουβάλι χρυσό.

Μετά από ασταμάτητο δρόμο τριών περίπου ωρών και ακολουθώντας ένα δρόμο κυκλικό προς την πορεία των Σπαρτιατών, έφτασαν στην πεδιάδα της Τεγύρας και παρατάχθηκαν. Μπροστά τους δύο λόφοι αποκάλυπταν το άνοιγμα από το οποίο θα εμφανίζονταν οι Σπαρτιάτες. Ο Πελοπίδας θαύμασε για άλλη μία φορά τους άντρες του και φούσκωσε από υπερηφάνεια. Η κούρασή τους προδιδόταν μόνο από τις υγρές άκρες των πλούσιων μαλλιών τους. Υγρά και τα μάτια τους, μα όχι από φόβο. Γυάλιζαν έτοιμα να αντικρίσουν αυτούς που θα αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, πόλεις στην Ελλάδα θα έτρεμαν και μόνο με τη σκέψη ότι ο σπαρτιατικός στρατός ξεκίνησε από την πόλη του. Ετούτοι οι άντρες όμως ενσάρκωναν τόσο επαγγελματικά την άγνοια κινδύνου! Ήταν τριακόσιοι στρατιώτες και θα πολεμούσαν ενάντια στον αήττητο σπαρτιατικό στρατό. Θα περίμενε κανείς να φοβούνται. Ίσως…

Αν ήξεραν τη λέξη φόβος.

Ο Πελοπίδας έγνεψε στον επικεφαλή. Ένας δίμετρος άντρας προχώρησε μπροστά. Ο Θηβαίος στρατηγός του έγνεψε και έτσι πήγαν και οι δύο προς ένα δέντρο, από τα λιγοστά της γεμάτης θάμνους πεδιάδας. Στάθηκαν όρθιοι κάτω από τη σκιά του.

«Πες μου τη γνώμη σου Κρηνέα»

«Ωραίος καιρός»

«Για τη μάχη πες μου Κρηνέα…»

Ο επικεφαλής των Ιερολοχιτών χαμογέλασε. Κοίταξε μέσα στα μάτια του Πελοπίδα και χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του. Τα μάτια του στένεψαν μέσα από το άνοιγμα του κράνους του.

«Είπα…ωραίος καιρός!»

Διψούσε τόσο πολύ να πολεμήσει.

«Άμα η ασπίδα σου είχε το Λάμδα, θα έμοιαζες με τον τρομερότερο Σπαρτιάτη Κρηνέα»

«Με έφερες εδώ για να μου μιλήσεις ή να με προσβάλλεις;» απάντησε αφοπλιστικά ο νεαρός αρχηγός του σώματος. Ο Θηβαίος στρατηγός έκανε νόημα στους ομαδάρχες και με τη σειρά τους εκείνοι γαύγισαν μερικές διαταγές. Οι Ιερολοχίτες απέθεσαν τις ασπίδες, έβγαλαν τα κράνη τους και έκατσαν πάνω τους. Δεν είχαν άλλωστε υποδοχή για λοφίο, όπως του Κρηνέα και των ομαδαρχών.

«Είναι τιμή να σε αποκαλούν Σπαρτιάτη πολεμιστή φίλε μου. Προσπαθώ να χωνέψω στο λίγο χρόνο που μας απομένει αν κάναμε καλά που ήρθαμε εδώ»

«Αυτό θα το απαντήσουν όσοι από τους Σπαρτιάτες παραμείνουν ζωντανοί και η απάντηση θα είναι ναι Πελοπίδα» απάντησε ο Κρηνέας, βγάζοντας το κράνος και κρατώντας το κάτω από τη μασχάλη του, με το πλούσιο καφέ λοφίο να γέρνει μπροστά του.

«Λοιπόν» αναστέναξε ο Πελοπίδας ζυγίζοντας την κατάσταση «μία καλή λύση είναι να τους παγιδέψουμε μέσα στο πέρασμα από ψηλά…»

«Όχι! Δεν είμαστε άτιμοι στρατηγέ μου!» έκραξε με μιας ο Κρηνέας τεντώνοντας το στήθος του. Η περιοχή ήταν πρόσφορη, ιδίως η αριστερή πλαγιά όπως κοιτούσαν το πέρασμα ήταν γεμάτη βράχια βαθιά ριζωμένα στο χώμα, και μάλιστα σε τέτοιο ύψος που ήταν σα να σε προκαλούν να ξεκολλήσεις μερικά και να τα στείλεις κατευθείαν στα ανυποψίαστα κεφάλια αυτών που θα περνούσαν από κάτω.

«Κρηνέα, μη θεωρήσεις ότι είμαι δειλός. Είμαι υπεύθυνος για εσάς και σας θεωρώ παιδιά μου. Οφείλω να εξετάσω όλες τις περιπτώσεις και μάλιστα γρήγορα» είπε ο Πελοπίδας και συνέχισε:

«Η Θήβα αμαυρώθηκε στους πολέμους με την Περσία. Χρειάζεται κάτι που θα βάλει ξανά φωτιά στα ξύλα της τιμής της. Μα αυτή τη φωτιά θα την έσβηνα πριν την ανάψω, αν με διαβεβαίωνε κάποιος ότι θα ζήσετε όλοι»

«Πελοπίδα! Τους είδες στην πορεία. Σου φάνηκε να μην επιθυμούν τη σύγκρουση αυτή;»

«Όχι, είναι αλήθεια αυτό»

«Τότε πες μου το σχέδιο μιας μάχης και όχι μιας ενέδρας. Έχουμε μία χρυσή ευκαιρία να κερδίσουμε συμμάχους σήμερα. Έχουμε τη δυνατότητα να κερδίσουμε πολλά περισσότερα από κάποιους άντρες που θα χαθούν»

«Πόσους υπολογίζεις να χάσουμε;» ρώτησε ο Πελοπίδας κοιτώντας τους Ιερολοχίτες. Ο Κρηνέας άρχισε να κάνει στον αέρα το σχήμα του ορθογωνίου.

«Προτείνω να συγκρουστούμε στην αριστερή τους πλευρά. Έτσι θα μπορούνε τα παιδιά να χειριστούνε καλύτερα το δόρυ με το δεξί τους χέρι»

Ο Πελοπίδας βημάτισε και ακούμπησε με το ένα χέρι τον κορμό του δέντρου. Το γόνιμο μυαλό του επεξεργαζόταν ταχύτατα τη γνώμη του αξιωματικού του. Και γέννησε και άλλη μια ιδέα.

«Εντάξει. Πες μου μόνο πόσο γρήγορα μπορείς να διατάξεις το δεύτερο μισό της παράταξης να κινηθεί δεξιόστροφα τη στιγμή της σύγκρουσης και να τηρήσει αναμονή»

Καινούργια εντολή! Καμμία εκπαίδευση, εκτός από το δεμένο σχοινί. Κανονικά ένας αξιωματικός φυσιολογικός θα είχε εκπλαγεί. Όχι όμως αυτός ο αξιωματικός.

«Δείξε μου»

Έσκυψαν και οι δύο στο χώμα. Ο Πελοπίδας με το δείκτη του χεριού του έκανε τα απαραίτητα σχέδια, ο Κρηνέας έγνεφε καταφατικά, καθώς αφομοίωνε το σχέδιο. Σε δύο λεπτά είχαν ορθώσει πάλι τα κορμιά τους. Ο Κρηνέας έφυγε προς το σχηματισμό των Ιερολοχιτών.

«Δεν μου απάντησες Κρηνέα! Πόσους;» φώναξε ο Πελοπίδας και σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό. Μπορεί να ήταν όλοι τους θαραλλέοι, μία παράκληση όμως στο θεό Άρη σίγουρα θα βοηθούσε. Η απάντηση τον έκανε ξανά να γελάσει:

«Όχι πάνω από τα δάχτυλα των χεριών του ζητιάνου στην Καδμεία!»

Ο Πελοπίδας σκέφτηκε την εικόνα του γέρου που με τρέμουλο σήκωνε το μοναδικό του χέρι και τέντωνε τα χαρακωμένα τρία του δάχτυλα. Κοίταξε το στενό πέρασμα και ευχήθηκε να μην υπήρχαν καν αυτά τα τρία δάχτυλα.

Paragraph Separator

Ο ήλιος είχε φτάσει στον ορίζοντα. Τόσο μακριά από αυτόν ώστε να σκορπίζει ακόμα φως καθαρό, τόσο κοντά όμως ώστε να είναι βέβαιοι όλοι ότι το φως αυτό είχε λίγη ζωή ακόμα, ώσπου να μετατραπεί σε σκοτάδι.

Οι Ιερολοχίτες στάθηκαν στη μέση της πεδιάδας. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, λες και κάποια πέτρα και όχι κάποια μάνα τους γέννησε. Μπροστά τους ο Πελοπίδας και ο Κρηνέας, δεν τους κοίταζαν, παρά στύλωσαν τη ματιά τους εκεί που θα εμφανίζονταν οι Σπαρτιάτες. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τη θέα της μικρής τους εμπροσθοφυλακής, που έντρομη εξαφανίστηκε για να ειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες πως η μέρα δεν θα τέλειωνε όπως ξεκίνησε. Ποιος Λακεδαιμόνιος πίστευε πως μία απλή επιδρομή στα εδάφη της Λοκρίδας, θα τελείωνε με μία σύγκρουση ανέλπιστη και με αντίπαλο το καινούργιο και ισχυρό στρατιωτικό σώμα της επί χρόνια εχθρού τους;

Ο Πελοπίδας σήκωσε το χέρι του. Από το βάθος της πεδιάδας ήδη δυνάμωναν γοργά οι θόρυβοι του σταθερού σπαρτιατικού βαδίσματος. Το άλογό του έκανε μία περιστροφή και απευθύνθηκε στους στρατιώτες του.

«Από τώρα δεν υπάρχει γυρισμός. Έρχονται και πρέπει να τους τσακίσουμε!»

Δεν υπήρχε πια κανένας λόγος για ησυχία. Η φασαρία που έκαναν τα κοντάρια των Ιερολοχιτών που χτύπαγαν με μανία πάνω στους μυώδεις σιδερένιους τους θώρακες, τα σπαθιά τους που έπεφταν συνέχεια με ορμή πάνω στις ορειχάλκινες ασπίδες τους λες και ήθελαν να τις τρυπήσουν, πρόδιδαν τον ενθουσιασμό μα και την άγνοια κινδύνου. Όχι όμως από αφέλεια, μα από εμπιστοσύνη πως την επόμενη μέρα όλοι θα τους έδειχναν στη Θήβα και θα έλεγαν: «ετούτοι εχτές νίκησαν τη Σπάρτη!»

«Έχεις τίποτα στο μυαλό σου;» ρώτησε ο Κρηνέας το στρατηγό του χωρίς να στρέψει το κεφάλι του.

«Ναι…κάτι με απασχολεί»

«Θέλω να μάθω»

Ο Πελοπίδας έδειξε τους Σπαρτιάτες που εμφανίζονταν και άρχισαν να παίρνουν τις θέσεις τους. Σαν τα μυρμήγκια οι Λακεδαίμονες παρατάχτηκαν σε λίγο χρόνο. Φαίνονταν καθαρά τα πρόσωπα και ο οπλισμός τους, ο ήλιος ήταν στις πλάτες των Θηβαίων, κάτι που ο Πελοπίδας εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο.

«Κρηνέα… πόσο καιρό έχουν να βαδίσουν την αιχμή του δόρατος τα παιδιά;»

Η αιχμή του δόρατος ήταν μία μορφή που απαιτούσε σκληρή και πολύκαιρη εκπαίδευση, αφού η τριγωνική της διάταξη ήταν δύσκολη και έπρεπε να φτάσουν σε υψηλή απόδοση συνοχής. Ο Κρηνέας όμως ήταν πολύ καλός σε αυτό που ανέλαβε.

«Κάποτε με ρώτησες Πελοπίδα αν θα μπορέσω να τα καταφέρω ως λοχαγός τους»

«Τότε ήταν η αρχή»

«Λοιπόν, σήμερα είναι το τέλος αυτής της ερώτησης!» απάντησε ο Κρηνέας και γύρισε προς τους Ιερολοχίτες:

«Λεόντιε, αιχμή! Δόρατα στα χέρια του! Επαφή δύο αιχμών!»

Ο λάτρης της ακρίβειας Θηβαίος έτρεξε γοργά μπροστά και ακούμπησε την ασπίδα του ακριβώς μπροστά του, στηρίζοντάς την στο ύψος της κοιλιάς του. Οι δύο που βρίσκονταν στο κέντρο της μπροστινής σειράς στάθηκαν πίσω

του και με το αριστερό του χέρι ο ένας και με το δεξί του ο άλλος, πρότειναν τα δόρατά τους στον Λεόντιο. Αυτός με τη σειρά του έφερε τις δύο αιχμές μπροστά του με τεντωμένα τα χέρια του και τις ένωσε κατά μήκος.

Αμέσως όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν να λαμβάνουν θέσεις πίσω από τους τρεις ηγέτες, με κάθε σειρά να έχει έναν περισσότερο από την μπροστινή της. Σε λίγη ώρα και με απόλυτη τάξη, δημιουργήθηκε ένα τέλειο τρίγωνο με πρώτο τον Λεόντιο και την τελευταία σειρά να έχει οκτώ Ιερολοχίτες. Πίσω από αυτούς το σχήμα παρέμεινε ορθογώνιο. Τα δόρατα που χρησιμοποιήθηκαν για να πάρουν τις ευθείες επέστρεψαν εν ριπή οφθαλμού στους κατόχους τους. Ο Πελοπίδας παρατήρησε ικανοποιημένος και ύστερα γύρισε στον Κρηνέα, που λαμποκοπούσε από περηφάνια:

«Τους λυπάμαι τους Σπαρτιάτες σήμερα!»

Οι Λακεδαιμόνιοι παραξενεύτηκαν και κάποιες αδιόρατες κινήσεις στη φάλαγγά τους πρόδιδαν την απορία τους. Και η απορία μίας παράταξης είναι το όπλο της άλλης.

«Βάδισμα αργό!» διέταξε ο Πελοπίδας και όλοι κινήθηκαν σαν ένας μπροστά. Το ίδιο έκαναν και οι αντίπαλοί τους. Η μάχη της Τεγύρας είχε αρχίσει. Με οχτώ άνδρες ανάπτυξη οι Σπαρτιάτες βάδιζαν ελαφρώς πιο αργά, αναμένονταν τη στιγμή που θα τους πλήξει το απροσδόκητο τρίγωνο που είχαν σχηματίσει οι Θηβαίοι.

«Εδώ χωρίζουμε Κρηνέα» είπε ο Πελοπίδας και σήκωσε το σπαθί του απομακρυνόμενος προς την αριστερή πλευρά των Ιερολοχιτών. Ο Κρηνέας κέντρισε το άλογό του για να πάει δεξιά και φώναξε:

«Αύριο κρασί στο Μενεδοκλή!»

Ο στρατηγός των Θηβαίων διέσχισε τρέχοντας μία φορά όλη την παράταξη των μαχητών του. Φτάνοντας μπροστά από τον Λεόντιο έσκυψε λίγο από το άλογο, που σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας:

«Διακόσιες πήχες τροχάδην!» διέταξε και πήγε στη θέση του. Ο Λεόντιος δεν μίλησε, παρά μόνο σήκωσε και κούνησε δυνατά δύο φορές μπρος πίσω το δόρυ του και ύστερα το χτύπησε γρήγορα μερικές φορές στην ασπίδα του. Όλοι κατάλαβαν αμέσως τι έπρεπε να κάνουν.

Όταν οι Σπαρτιάτες είδαν το τρίγωνο του θανάτου να εφορμά τρέχοντας κατά πάνω τους, ένιωσαν πως εκείνο το δειλινό θα ήταν τραγικό για εκείνους. Πενήντα πήχες πριν ακουμπήσουν μεταξύ τους οι δύο αντίπαλοι, ο Λεόντιος χαμήλωσε το δόρυ του και μαζί του όσοι ήταν στο σχηματισμό σφήνας. Τα πρώτα δόρατα έπληξαν τις δύο πρώτες σειρές των Σπαρτιατών χαμηλά, καταφέρνοντας αρκετά από αυτά να χτυπήσουν στο σημείο που οι ενωμένες ασπίδες αφήνουν χαμηλά ένα μικρό κενό. Οι Σπαρτιάτες δεν είχαν εκπαιδευτεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Και οι πρώτοι από αυτούς δεν πρόλαβαν ούτε να συνειδητοποιήσουν  τι συνέβη.

Αν κάποιος κοιτούσε από ψηλά τη μάχη αυτή, δε θα μπορούσε παρά να θαυμάσει τη συντομία με την οποία η σφήνα των Ιερολοχιτών διαπέρασε τις πρώτες πέντε γραμμές της σπαρτιατικής δύναμης που βρισκόταν στο διάβα της. Με μιας, η φάλαγγα που κατατρόμαζε τους πάντες διαλύθηκε, η συνοχή της πήγε κατά διαόλου. Ο θεός του πολέμου, ο αιμοχαρής Άρης, θα ένιωθε περήφανος για αυτή τη νέα έμπνευση που φύσηξε στο Θηβαϊκό στρατηγικό μυαλό.

Ο Λεόντιος έστειλε στον Άδη μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα πάνω από πέντε Σπαρτιάτες. Το τρίγωνο υπήρχε ακόμα και λειτουργούσε όλο και πιο αμυντικά όσο μεγάλωνε η γραμμή κρούσης. Οι Λακεδαιμόνιοι, μαθημένοι να μάχονται με ώθηση, βρέθηκαν ξαφνικά να έχουν ανάμεσά τους γιγαντωμένους και άρτια εξοπλισμένους πολεμιστές. Αναγκασμένοι να ξεχάσουν την κίνηση μπροστά, υποχρεωμένοι να στραφούν κατά ενενήντα μοίρες για να χτυπήσουν τις πλαϊνές πλευρές του τριγώνου, έχασαν μια για πάντα το πλεονέκτημα. Όσοι Ιερολοχίτες βρίσκονταν εσωτερικά, τέντωναν τα δόρατά τους και σαν κεραυνός από ψηλά χτυπούσαν τους ανήμπορους Σπαρτιάτες. Σε ελάχιστο χρόνο, η αριστερή πλευρά της ανίκητης έως τότε Σπάρτης πέρασε στον Άδη.

Στα δεξιά, όπως επιτίθονταν οι Θηβαίοι, υπήρχαν και οι άλλες φάλαγγες. Ο Πελοπίδας, που ήταν ο μόνος μαζί με τον Κρηνέα που ίππευαν, παρατηρούσε από κοντά με αγωνία και έδινε κουράγιο στους μαχητές του. Λαμπύριζαν τα μάτια του από υπερηφάνια, ανησυχούσαν όμως ταυτόχρονα για τους έτοιμους Σπαρτιάτες που έβλεπε δεξιά να οργανώνονται. Το τρίγωνό του είχε κάνει απίστευτα καλά τη δουλειά του και ήταν έτοιμο να τρυπήσει πέρα ως πέρα την πρώτη αντίπαλη φάλαγγα. Υπήρχαν όμως και άλλες δεξιά, με την αρχική τους συνοχή ατάραχη και με ένα πλεονέκτημα: είδαν τι έγινε και ήταν υποψιασμένοι πια.

Όχι, το τρίγωνο δεν μπορούσε να προσφέρει άλλα πια. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν κάτι γρήγορο. Το γόνιμο μυαλό του Θηβαίου στρατηγού εργαζόταν πυρετωδώς να βρει έναν τρόπο να πλήξει και πάλι τους αντιπάλους του, εκείνους που γνώριζαν πια.

Τότε ήταν που κοίταξε τον Λεόντιο. Ως κορυφή του τριγώνου, είχε διαπεράσει όσους συνάντησε μπροστά του. Όσοι Σπαρτιάτες βρίσκονταν κοντά του, δίστασαν να επιτεθούν σε αυτόν το γίγαντα των δύο μέτρων που κουνούσε πάνω από την περικεφαλαία του ένα σπαρτιατικό λοφίο.

«Τα κατάφερε το τέρας!» σκέφτηκε ο Πελοπίδας. Η εικόνα του Ιερολοχίτη που αδιαφορούσε για τη μάχη, κραδαίνοντας το πολύτιμο τρόπαιό του, ήταν τόσο παράταιρη, όσο και απίστευτη. Ένας με τόσους! Ένας μπροστά με τόσους!

Μία ιδέα ταρακούνησε τον Πελοπίδα. Εάν ένας μπροστά έπεσε πρώτος πάνω στους πολλούς, τι θα συνέβαινε άραγε εάν πολλοί μπροστά συναντούσαν έναν; Κοίταξε δεξιά του την απείραχτη σπαρτιατική διάταξη και ύστερα κοίταξε το καλοσχηματισμένο τρίγωνο που δημιούργησε και το απείραχτο ορθογώνιο που ακολουθούσε κολλημμένο πίσω του. Ήταν η ώρα να δράσει και αυτό.

Χτύπησε με μανία τα πλαϊνά του αλόγου του και έτρεξε κοντά στους πρώτους. Η φωνή του αντήχησε στην πεδιάδα της Τεγύρας, καλύπτοντας τον κουρνιαχτό της μάχης:

«Χείμαρρε! Διαγώνια δεξιά, όλοι πίσω του!»

Το μεγάλο κομμάτι των Ιερολοχιτών έστρεψαν τα πόδια τους κατά σαραπέντε μοίρες. Σε λίγες στιγμές, η ανέγγιχτη σπαρτιατική φάλαγγα θα συγκρουόταν διαγώνια και όχι κατά μέτωπο με τις φοβερότερες πολεμικές μηχανές που είχε αντιμετωπίσει ποτέ.

Δεν θα περνούσε πολύς χρόνος, ώσπου να διαπιστώσουν οι Λακεδαιμόνιοι ότι η ώρα για την ήττα είχε φτάσει. Είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για εκείνους που προσκολλημμένοι στην τακτική, ήταν πια αναγκασμένοι να μεταφέρουν στις όχθες του Ευρώτα το λυπητερό άγγελμα της ήττας από το καινοτόμο. Κάπου πεντακόσιοι από αυτούς έμειναν στο χώμα άψυχοι. Οι κραυγές των Ιερολοχιτών, που έβλεπαν τους αντιπάλους να οπισθοχωρούν δεχόμενοι το πεπρωμένο, έφτασαν μεχρι τον Όλυμπο και τον Άρη που τους καμάρωνε.

Paragraph Separator

Ο Πελοπίδας έλαμπε από μια άγρια, σχεδόν απόκοσμη χαρά. Η παλάμη του έσφιγγε ακόμα το σπαθί. Ο ιδρώτας είχε αρχίσει να στερεύει, αλλά ακόμα το πρόσωπο και τα πλούσια και μακριά μαλλιά του ήταν ακόμα μούσκεμα και πάλευαν με τη ζέστη να αντέξουν λίγο περισσότερο υγρά και νοτισμένα. Η σκέψη του γέμιζε από έναν ποταμό συναισθημάτων. Ένα χέρι τον ακούμπησε στην πλάτη, τον τρόμαξε αυτό, αλλά γυρνώντας είδε τον Κρηνέα. Του χαμογέλασε, αλλά ο Κρηνέας ήταν λες και είχε ηττηθεί. Το μειδίαμα έσβησε γοργά από τα χείλη του Πελοπίδα και τότε ήταν η στιγμή που το σπαθί μπήκε στο θηκάρι.

«Πες μου Κρηνέα» ρώτησε βουρκωμένος αλλά περήφανος «πόσα παλικάρια δεν θα ξαναδούν τη Θήβα τους;»

Ο Κρηνέας έκλαιγε. Πνιχτά, χωρίς ήχο, μόνο έβλεπε ο στρατηγός του τα δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα.

«Τα δάχτυλα του ζητιάνου δεν λάθεψαν στρατηγέ. Μόνο που είναι δύο τα χέρια»

«Ώστε έξι Ιερολοχίτες… οι πρώτοι νεκροί Ιερολοχίτες… δύσκολο να το πεις στη μάνα τους»

«Και στον πατέρα τους Πελοπίδα. Και άμα αυτός είχε μόνο το παιδί του στον κόσμο ακόμα πιο δύσκολο. Και…»

Ο Κρηνέας κόμπιασε. Ο Πελοπίδας μίκρυνε την απόσταση των φρυδιών του ξαφνιασμένος, μα γρήγορα κατάλαβε το δισταγμό του αξιωματικού του και έσφιξε τα χείλη του.

«Ποιος είναι Κρηνέα;»

Ο λοχαγός δεν απάντησε. Πίεσε απαλά με τις φτέρνες του τα πλευρά του αλόγου και κίνησε για τους κουρασμένους και κατάκοπους νικητές της μάχης. Ο Πελοπίδας ακολούθησε. Και οι δύο τους αμίλητοι, ούτε τις επευφημίες των πολεμιστών δεν άκουγαν καθώς περνούσαν δίπλα τους. Πλησίασαν σε μία μικρή συστάδα θάμνων και ο Πελοπίδας δεν άντεξε, αντικρίζοντας έναν θηριώδη πολεμιστή, τον Εύανδρο να κλαίει γοερά στηριγμένος στο χωμένο στη γη σπαθί του. Πίσω του ένας ξαπλωμένος Ιερολοχίτης. Με ένα βαθύ τραύμα στο κέντρο του στήθους και κάποιες ασήμαντες χαρακιές στα χέρια και στους μηρούς του. Η περικεφαλαία ήταν ακόμα στο κεφάλι του. Ο Εύανδρος κοίταξε το στρατηγό του με θλίψη:

«Ούτε να τον αντικρίσω δεν μπορώ Πελοπίδα»

Αυτός κατέβηκε από το άλογο και γονάτισε δίπλα στον αποκαμωμένο μαχητή. Τον αγκάλιασε και ένωσε τα μέτωπά τους.

«Κάνε κουράγιο»

«Θέλω να σβήσω τώρα αμέσως! Τι κουράγιο να κάνω; Έφυγε ο αγαπημένος μου, η ζωή μου, δεν θέλω να κάνω κουράγιο Πελοπίδα! Θέλω να τον συναντήσω ξανά, έστω και στον άλλο κόσμο!»

Ο Πελοπίδας ήξερε καλά πως ο πολεμιστής είχε δίκιο. Όλοι ήξεραν την αγάπη που τους ένωνε. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να χωνέψει κάποιος τέτοιο νέο. Σφίχτηκε το στομάχι του Πελοπίδα, καθώς ολοένα και πιο γοργά συνειδητοποιούσε πως έπρεπε και ο ίδιος να αναγγείλει το θλιβερό νέο στον πατέρα του νέου. Η καρδιά του μούδιασε.

Σε εκείνο το μέρος ποτέ στο παρελθόν δεν αναφέρθηκε κάτι τόσο δυσάρεστο. Πάντα με χαρά πήγαιναν όλοι και τα χρόνια που ο νεκρός πολεμιστής ήταν πικρό παιδί και σκαντάλιζε τον πατέρα του με τις παιδικές του χαζομάρες δεν ήταν δα και πολύ μακριά. Ο Πελοπίδας έπρεπε να πάει εκεί, το μέρος αυτό ήταν ένα κομμάτι της ζωής όλων.

Ναι, έτσι ήταν η ταβέρνα του Μενεδοκλή.

«Θα νομίσεις άρχοντά μου πως έχω πετρώσει από τα χτυπήματα, για τούτο δεν δακρύζω πια για το γιό μου. Δεν θα έχεις και πολύ άδικο. Όμως, οι νεκροί έφυγαν, οι ζωντανοί πονάνε και όσοι αρχίζουν να αντικρίζουν από μακριά ή από κοντά το βαρκάρη απέναντι ακόμα χειρότερα. Αυτούς σκέφτομαι, αυτόν εκεί μέσα στη δροσερή κάμαρα που τον φροντίζεις. Το παιδί μου τίμησε την πόλη του και το τίμησε και εκείνη. Η έγνοια μου είναι στον Εύανδρο.

Μα το Δία, είμαι τόσο ευτυχισμένος που ο γιός μου ήταν δίπλα του! Μετά το χαμό του στην Τεγύρα, ο Εύανδρος αμπαρώθηκε σε μία λύπη βουβή, πνιγηρή σαν ηφαίστειο που ξεμουδιάζει με τους καπνούς του, ήσυχη και καθάρια σαν το θρόισμα των δέντρων. Ένα μόνο βράδυ δεν άντεξε και άκουσαν όλοι το κλάμα του να έχει ξεσπάσει και την άλλη μέρα ήταν ο Εύανδρος, ο ατρόμητος μαχητής, ίσως η ισχυρότερη πολεμική Ερινύα της Θήβας. Μόνο οι ουλές στους κροτάφους του προδίδουν πια τον απελπισμένο που τους έγδαρε μέσα στο γογγητό του για τον έρωτα που έχασε.

Ο Λόχος κράτησε την αριθμητική του δύναμη, κατά τα πρότυπα των Περσών Αθανάτων. Μαζί με άλλους πέντε, αντικαταστάθηκε άμεσα και ο γιός μου από κάποιο χωριατόπουλο που ο Εύανδρος ανέλαβε και εκπαίδευσε τόσο σύντομα που εξέπληξε τους πάντες. Αλλά ως εκεί. Ήταν φανερό πως στο νου του υπήρχε πια μόνο η αποστολή του ως στρατιώτης. Όλα τα υπόλοιπα ήταν παρελθόν. Έτσι νόμιζα δηλαδή, γιατί την ενεργητικότητα που του απέμενε από τα γυμνάσια την διέθεσε απλόχερα σε μένα. Μέχρι και την ταβέρνα έκανε σπίτι του. Θέλεις οι μνήμες που του ξυπνούσε, θέλεις η υποχρέωση που ένιωθε απέναντι στον πατέρα του αγαπημένου του, έκαναν τον Εύανδρο να με δει σαν πατέρα του και εμένα να τον δεχτώ με την μεγαλύτερη ευχαρίστηση σαν παιδί μου.

Και όταν ένα βράδυ που είχα αρρωστήσει και εκείνος κράτησε το μαγαζί,  γύρισε στο σπίτι ενθουσιασμένος, κατάλαβα πως κάποιο νέο γιγάντωνε τη χαρά του. Κάποιοι πολύ σπουδαίοι είχαν αποφασίσει να μιλήσουν στην ταβέρνα για κάτι πολύ σημαντικό, που όπως φάνηκε από τα επόμενα χρόνια, ήταν αυτό που δόξασε την πόλη μας και το στρατό της.

Όλα γεννιούνται στο μυαλό ενός ανθρώπου Κάσσανδρε. Αρκεί να βρεθούν και άλλοι να τον ακολουθήσουν στην τρέλα. Από μια παραλία σε μια ταβέρνα και από εκεί στη δόξα της Ελλάδας. Παράξενο ταξίδι, αληθινό όμως πέρα για πέρα»

«Τι έχεις;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Γοργίδας τον παιδικό του φίλο, που καθόταν στην αμμουδιά και το βλέμμα του χανόταν απέναντι στην Εύβοια. Η θαλασσινή αύρα έκανε τα δικά της παιχνίδια στα πλούσια μαλλιά του την ώρα που τα χέρια του σκάλιζαν την υγρή άμμο και δημιουργούσαν τυχαία σχέδια, που είχαν ζωή ως το επόμενο κύμα. Λίγο πιο πίσω αφημένα ήταν τα σανδάλια του. Ο Γοργίδας ζήλεψε αυτήν την ανεμελιά, έβγαλε και τα δικά του και έκατσε και αυτός κάτω.

«Η Θήβα πρέπει να γίνει τρανή Γοργίδα!» είπε με προσμονή και φωνή γεμάτη από επιθυμία και ελπίδα να γιγαντώσει την πόλη του και να την κάνει πρώτη.

«Είναι πρώτη Επαμεινώνδα»

Ο Επαμεινώνδας σηκώθηκε ξαφνικά.

«Όχι στις καρδιές μας! Στην Ελλάδα πρέπει να γίνει πρώτη» είπε με πάθος στον φίλο του, ο οποίος δεν έδειξε όμως να συμμερίζεται τα συναισθήματα του Επαμεινώνδα.

«Ξέρεις καλά όμως τί πρέπει να γίνει πρώτα για να γίνει η επιθυμία σου πραγματικότητα» αντέτεινε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Ο λόγος του άγγιξε την λογική του Επαμεινώνδα και εξουδετέρωσε μονομιάς το συναίσθημα που τον είχε συνεπάρει. Υπήρχε πράγματι ένα εμπόδιο.

«Οι Σπαρτιάτες…» μονολόγησε και πιάνοντας ένα βότσαλο το εκσφενδόνισε οργισμένος που ο φίλος του είχε δίκιο, θυμίζοντάς του κάτι που ίσως να μην κατάφερναν ποτέ να αντιμετωπίσουν.

«Τώρα είσαι ο Επαμεινώνδας που ξέρω» απάντησε ο Γοργίδας και χωρίς καμία πρόθεση να χαϊδέψει τα αυτιά του φίλου του συνέχισε:

«Αν καταφέρουμε να πηδήσουμε πάνω από το εμπόδιο αυτό τότε είναι θέμα χρόνου να γίνουμε πρώτοι. Και θα έλεγα ότι από εμάς αποκλειστικά θα εξαρτάται έπειτα το πόσο καιρό θα αντέξουμε στην κορυφή της Ελλάδας».

«Δεν ξέρω Γοργίδα αν αυτό που ζώνει την καρδιά μου είναι μίσος».

«Αν είναι αυτό που λες τότε είσαι χαμένος από τώρα κι εσύ και όσοι οδηγηθούν από εσένα. Δε νομίζω πάντως ότι μισείς την Σπάρτη»

«Μπορώ παρακαλώ να μάθω τι πιστεύεις ότι αισθάνομαι;» ρώτησε ο Επαμεινώνδας περιπαιχτικά, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει με το ότι ήταν πειραγμένος. Απλά με τον εγωισμό του δεν τολμούσε να ξεστομίσει μία λέξη, την οποία φρόντισε ο πάντα ρεαλιστής Γοργίδας να του την αναφέρει:

«Ζηλεύεις Επαμεινώνδα. Ζηλεύεις τους στρατιώτες της Σπάρτης και πολύ θα ήθελες να ήσουν μέλος ενός τέτοιου στρατού»

Ο Επαμεινώνδας τον κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του άστραψε και στην ψυχή του συγκρούστηκε η περηφάνεια και η κατανόηση αυτών που άκουσε. Μα η πρώτη ήταν λίγο δυνατότερη.

«Μέλος; Θέλω να φτιάξω τέτοιο στρατό Γοργίδα και να ηγηθώ!» φώναξε τρομάζοντας μερικά γλαροπούλια που είχαν χώσει το κεφάλι τους σε μια μεριά της παραλίας τσιμπολογώντας κάποιο απομεινάρι. Ο Γοργίδας αποφάσισε να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του.

«Αυτό που κάνει τη Σπάρτη δυνατή φίλε μου είναι η προαιώνια ταύτισή της με τον πόλεμο και τον θάνατο. Οι Σπαρτιάτες γεννιούνται και ζουν με σκοπό να βρουν ένδοξο θάνατο στο πεδίο της μάχης. Δεν έχω ακουστά για κανέναν Θηβαίο που να κάνει τέτοιο πράγμα»

«Δεν είναι δειλοί οι συμπατριώτες μας» τόνισε με έμφαση ο Επαμεινώνδας.
«Δεν είπα ότι είναι δειλοί» εξήγησε ο Γοργίδας «ούτε αμφισβητώ τη γενναιότητά τους στη μάχη. Στη Σπάρτη είναι τρόπος ζωής ο πόλεμος. Έχουν πολεμήσει σε κάθε γνωστή μεριά ενώ εμείς εκτός από τις έριδες και τις διαμάχες με τους Αθηναίους και τους γείτονές μας δεν έχουμε ανοιχτεί και πολύ πέρα από τον κάμπο μας, άντε υπολόγισε και τον Κιθαιρώνα.»

«Να βρούμε έναν τρόπο να εμπνεύσουμε τους Θηβαίους σε έναν τρόπο ζωής που να πλησιάζει τον σπαρτιατικό» είπε ο Επαμεινώνδας, αλλά η απάντηση του συνομιλητή του ήταν και πάλι απλή και ειλικρινής.

«Δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να μάθει τέτοια πράγματα στους Θηβαίους. Δεν μπορείς Επαμεινώνδα να μετατρέψεις έναν λαό από γεωργικό σε πολεμοχαρή, ούτε είναι εύκολο να κάνεις κάποιον να αψηφήσει το εμπόριο με το οποίο ζει την οικογένειά του χάριν της ατελείωτης ζωής με ένα δόρυ και μια ασπίδα κάτω από τη μασχάλη του, να ψάχνει να βρει τον ικανό εχθρό που θα του χαρίσει τον ένδοξο θάνατο»

«Τα παρουσιάζεις Γοργίδα λες και είναι αναπόφευκτα»

«Έχω δίκιο όμως»

«Έχεις, αυτό είναι που με στενοχωρεί περισσότερο» συμπέρανε ο Επαμεινώνδας. Παρατήρησε όμως τον Γοργίδα που δεν κοιτούσε κάπου προς τη θάλασσα ή το δασύλλιο στην άκρη της παραλίας, παρά μόνο έπαιζε με λίγα μικρά πετραδάκια που τα στριφογυρνούσε στη χούφτα του. Αρκετές ήρεμες στιγμές πέρασαν με αυτή την εικόνα, ώσπου να πετραδάκια έπεσαν στην άμμο και εκείνος που τα άφησε ακούστηκε σιγανά, αλλά έντονα.

«Νίκησέ τους! Νίκησέ τους μια φορά μόνο, με κάθε κόστος!»

Ο Επαμεινώνδας είχε ακουμπήσει τον αριστερό του αγκώνα στηρίζοντας εκεί όλο του το σώμα και η κουβέντα του Γοργίδα τον έκανε να ανακαθίσει.

«Έχεις κάποια πρόταση για το πώς μπορεί να γίνει αυτό;»

«Σκέφτομαι κάποια πράγματα και σίγουρα αυτά δεν έχουν να κάνουν με το πώς θα γαλουχηθούν οι συμπατριώτες μας»

«Θέλεις να με σκάσεις; Έχεις τίποτα χειροπιαστό να προτείνεις; Η Σπάρτη δεν θα νικηθεί με αοριστολογίες!» είπε νευριασμένος ο Επαμεινώνδας και σηκώθηκε. Βημάτισε προς την άκρη της παραλίας, εκεί που το κύμα έβρεχε την άμμο και περίμενε υπομονετικά την απόκριση του συνομιλητή του. Εκείνη έφτασε δισταχτική.                                                                              «Κάτι καινούργιο πρέπει να βρούμε, κάτι που δεν θα το περιμένουν οι Σπαρτιάτες»

«Ωραία!» αναφώνησε ο Επαμεινώνδας σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό «βρήκαμε τον τρόπο θεοί!»

«Να φτιάξουμε μια φάλαγγα μεγαλύτερη!»

Εκείνη την εποχή οι φάλαγγες είχαν βάθος μέχρι οκτώ άνδρες και η σπαρτιατική δεν αποτελούσε εξαίρεση. Βέβαια αυτό είχε να κάνει με πολλούς παράγοντες όπως το μέγεθος των στρατευμάτων και το πεδίο της μάχης. Η τακτική και η σκέψη να μεγαλώσει το βάθος ή το πλάτος του σχηματισμού ήταν κάτι που έπρεπε να μελετηθεί πολύ, θα επηρέαζε ακόμα και την εκπαίδευση των φαλαγγιτών.

«Η σκέψη σου μου αρέσει…» είπε ο Επαμεινώνδας και γύρισε κοντά στον φίλο του αναμένοντας με προσοχή τη συνέχεια.

«Κοίτα, οι Σπαρτιάτες παρατάσσονται δεξιά με την καλύτερη μονάδα τους. Και συνήθως αυτοί που είναι απέναντι δεν καταλαβαίνουν ούτε το πότε ξεκίνησε η μάχη. Νιώθουν τα κοντάρια καρφωμένα στα κορμιά τους και πεθαίνουν με την σκέψη ότι έχασαν την ευκαιρία να νικήσουν αυτοί. Και όσοι ώρα κάνουν τη δουλειά τους οι Σπαρτιάτες, οι άλλοι από αριστερά κρατάνε γερά, χάνουν μερικούς γιατί αντιμετωπίζουν τους καλύτερους των άλλων και περιμένουν τους ηγέτες τους να κυκλώσουν τους αντιπάλους»

«Και ο βαρκάρης πιάνει δουλειά, κατάλαβα. Αυτά όμως τα ξέρω. Τι έχεις να προτείνεις Γοργίδα;» ρώτησε ο Επαμεινώνδας. Ο Γοργίδας τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

«Αν όμως υπήρχε ένας τρόπος να χάσουν οι Σπαρτιάτες στην πρώτη επαφή με τον εχθρό τους, τότε η συνοχή τους θα διαλυόταν»

«Τον τρόπο θέλω, όχι την θεωρία» επέμεινε ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίδας σηκώθηκε και βημάτισε νευρικά. Ξαφνικά γύρισε και με έντονες χειρονομίες και σφιγμένες τις γροθιές του έδωσε την απάντηση που περίμενε ο φίλος του:

«Μεγαλύτερη φάλαγγα μπροστά από τους μπάσταρδους! Όχι σε πλάτος όμως, αλλά σε βάθος!»

«Πόσους δηλαδή;»

«Και τρεις φορές περισσότερους!»

«Γοργίδα, στις Θερμοπύλες οι Πέρσες ήταν περισσότεροι όχι τρεις φορές αλλά τρεις γενιές. Και η δουλειά έγινε με τον Εφιάλτη» απάντησε ο Επαμεινώνδας. Αυτή τη φορά είχαν αντιστραφεί οι όροι, ο ρεαλιστής ήταν εκείνος που πριν είχε παρασυρθεί από την ψυχή και αυτός που νωρίτερα είχε λογική και επιχειρήματα τώρα είχε αφήσει την καρδιά του να κυριεύσει την κουβέντα.

«Το ξέρω» παραδέχτηκε ο Γοργίδας «οι Θερμοπύλες μου χαλάνε πάντα τον ειρμό. Λοιπόν, έχω να προτείνω κάτι. Πάμε στου Μενεδοκλή να πνίξουμε τα όνειρά μας σε μια θάλασσα κρασιού και να γεμίσουμε τα στομάχια μας με μια φάλαγγα από ψητά;»

Ο Επαμεινώνδας ήξερε καλά πως η καλή παρέα ήταν πάντα το βάλσαμο όταν δυσκολεύονται οι ψυχές και οι σκέψεις.

«Ακόμα εδώ είμαστε; Πάρε τα σανδάλια σου και ακολούθησέ με!» είπε με ύφος στρατηγού ο Γοργίδας. Ο Επαμεινώνδας πήγε προς τη θάλασσα και έσκυψε να πάρει το ένα του σανδάλι την ώρα που ένα κύμα το μούσκεψε. Με μια βιαστική κίνηση τέντωσε το χέρι του σκύβοντας και άρπαξε το δεύτερο σανδάλι πριν το κύμα το βρέξει κι αυτό. Προς στιγμήν χάρηκε και αφού τα φόρεσε ξεκίνησε να ακολουθήσει τον Γοργίδα, του οποίου η μορφή είχε ήδη ξεμακρύνει αρκετά.

Κοντοστάθηκε όμως και γύρισε το κεφάλι του προς την θάλασσα. Τα κύματα είχαν δυναμώσει αρκετά από ώρα και το χαρακτηριστικό άφρισμα είχε κάνει την εμφάνισή του καθώς το ταξίδι τους τελείωνε στην βοιωτική παραλία.  «Άντε και πεινάω!» φώναξε ο Γοργίδας μα η φωνή του ίσα που τρύπωσε στα αυτιά του Επαμεινώνδα που παρατηρούσε με ύφος ανέκφραστο τα κύματα.

Έρχονταν όπως πάντα, ένα ένα και με μικρή διαφορά. Και το κάθε ένα από αυτά άγγιζε την παραλία από το μικρό άλσος και αφού σάρωνε την άκρη της αμμουδιάς έφτανε να σκάσει στα βράχια περίπου εκατό πήχες προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Γύρισε το κεφάλι του ξανά προς τα δέντρα, ένα άλλο κύμα είχε ήδη ξεκινήσει από αυτά, ενώ ένα άλλο που προηγήθηκε έφτανε στα βράχια χωρίς να προλάβει ο Επαμεινώνδας να το αντικρίσει.

Κοίταξε τα σανδάλια του. Το δεξί του πόδι ήταν μουσκεμένο, ενώ το αριστερό φορούσε το σανδάλι που είχε προλάβει να πάρει πριν πέσει πάνω του το κύμα με ορμή.

Και ύστερα κοίταξε προς τον Γοργίδα που περίμενε με ανυπομονησία και με τα χέρια στη μέση.

Μια τελευταία ματιά προς τη θάλασσα. Τα μάτια του έλαμψαν και τα πνευμόνια του φούσκωσαν από ικανοποίηση.

«Έρχομαι Γοργίδα!»

Έδειξε με το δάχτυλό του προς το νερό και χαμογελώντας άρχισε να τρέχει προς τον φίλο του.

Paragraph Separator

Από τη στιγμή που έκατσαν στο ξύλινο τραπέζι ο Επαμεινώνδας έδειχνε ανήσυχος. Ακόμα και όταν ο Μενεδοκλής σέρβιρε το εξαιρετικής ποιότητας κρασί που τους είχε υποσχεθεί, μόνο ο Γοργίδας έμοιαζε να ασχολείται με αυτό, καθώς ο φίλος του έπαιζε την πήλινη κούπα στα χέρια του νευρικά, ακανόνιστα. Δύο μέρες αυτό έκανε. Και ο Γοργίδας δεν τον διέκοπτε, γιατί όταν ο Επαμεινώνδας είχε αυτό το ύφος, όλοι ήξεραν ότι δεν είχε κανένα νόημα ούτε να τον καλημερίσουν. Μέρα με τη μέρα όμως, ώρα με την ώρα,οι κινήσεις αυτές έχαναν τη νευρικότητά τους, σαν εκείνος που τις έκανε να ηρεμούσε και να καταστάλαζε την τρικυμία του μυαλού του.

«Στις Θερμοπύλες υπήρξε Γοργίδα μια συγκεκριμένη παράμετρος που συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία των Σπαρτιατών».

«Επιτυχία;» αναρωτήθηκε ο Γοργίδας.

«Ναι Γοργίδα. Οι Σπαρτιάτες έχασαν επειδή προδώθηκαν. Ακόμα εκεί θα βρίσκονταν αν δεν υπήρχε ο Εφιάλτης».

«Αλήθεια το πιστεύεις αυτό;»

«Με όλη μου την ψυχή» είπε ο Επαμεινώνδας χτυπώντας τη γροθιά του στο στήθος του και συνέχισε: «Σκέφτηκα όμως πως αυτό που ήταν αποφασιστικό ήταν η επιλογή του χώρου. Στενό πέρασμα».

«Και περιορισμένη η δράση του πολυπληθέστερου εχθρού άρα».

«Έτσι είναι. Φαντάσου φίλε μου τη σύγκρουση αυτή σε ανοιχτό πεδίο, με τις αριθμητικές αναλογίες που υπήρχαν».

«Δίκιο έχεις. Θα ήταν ζήτημα λεπτών η κατάρρευση».

Ο Επαμεινώνδας βημάτισε για λίγο με το χέρι στο πηγούνι. Ο Γοργίδας τον παρακολούθησε με προσοχή και τον άκουσε να μονολογεί:

«Φτάνω λοιπόν στο συμπέρασμα πως η φάλαγγα των Σπαρτιατών επιλέγει περιορισμένο μάλλον χώρο δράσης, προς αποφυγή…προς αποφυγή;» ρώτησε ο Επαμεινώνδας κάνοντας ένα ανυπόμονο νεύμα προς το φίλο του περιμένοντας να απαντήσει εκείνος.

«Προς αποφυγή τίνος;»

«Έλα τώρα Γοργίδα! Πες μου εσύ».

Ο Γοργίδας σκέφτηκε πως δεν είχε και πολλές εναλλακτικές απαντήσεις στην ερώτηση του Επαμεινώνδα. Για την ακρίβεια, είχε μόνο μία.

«Της πλευροκόπησης;»

«Αυτό είναι Γοργίδα!» είπε ο Επαμεινώνδας ενθουσιασμένος δείχνοντάς τον. «Κάποτε μετακινήθηκε η λαβή της ασπίδας, έτσι ώστε ο αριστερός να καλύπτει με την ασπίδα του τον δεξιό και συνέχεια το ίδιο. Στο πλάι όμως δεν είχαν ασπίδες Γοργίδα».

«Είχαν όμως τη δυνατότητα να μετακινούνται σαν ένα σώμα» αντέτεινε εκείνος.

«Αυτό είναι αποτέλεσμα της εκπαίδευσης. Αυτός που θέλει όμως να νικήσει τους Σπαρτιάτες, εκεί πρέπει να επικεντρωθεί φίλε μου, στο πλάι της φάλαγγάς τους. Δύο στρατοί που συγκρούονται, αν είναι ίδιοι, θα κερδίσει ο πιο ισχυρά εκπαιδευμένος, σωστά;»

«Η Θήβα δεν είναι τόσο εκπαιδευμένη σε τέτοια μάχη Επαμεινώνδα. Πέρα από το μάθημα που τους δώσαμε στην Τεγύρα και εκτός από τον Ιερό Λόχο που εκπαιδεύεται καλύτερα από κάθε στρατό, δεν έχουμε την ποιότητα. Και η πρόσφατη επιτυχία μας, αξιομνημόνευτη είναι, δεν λέω, αλλά κάτι το στρατήγημα του Πελοπίδα και η σφήνα, κάτι που δεν ήταν περισσότεροι και δεν μας κύκλωσαν, αυτή λοιπόν η επιτυχία πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε ακόμα περισσότερα πράγματα»

«Λοιπόν; Δεν πρέπει αυτός που μειονεκτεί να καλύψει το κενό που τον διακρίνει κερδίζοντας τη μάχη της τακτικής; Δε βλέπεις ότι χρειαζόμαστε κάτι καινούργιο, κάτι που θα τους ξαφνιάσει, ένα στοιχείο που δε θα έχουν το χρόνο να το επεξεργαστούν και που θα είναι έτσι η εκατόμβη τους;»

«Νομίζω πως τα παραλές τώρα!» είπε ο Γοργίδας και σηκώθηκε. Αφού ακολούθησαν λίγες στιγμές σιωπής, ο Γοργίδας συνέχισε να προσπαθεί να αντικρούσει το σκεπτικό του Επαμεινώνδα. «Κι εγώ θέλω να τους δώ να ηττώνται, αλλά να μιλάμε για πανωλεθρία; Ξαφνιάστηκαν με το τρίγωνο στην Τεγύρα, εντάξει, και ακόμα και με το ότι τους καρφώσαμε στο κέντρο της παράταξής τους. Στην επόμενη μάχη δηλαδή τι πρέπει να σκαρφιστούμε; Φαντάζομαι ότι θα είναι προετοιμασμένοι για ένα τρίγωνο ακόμα. Ας μην κάνουμε και εμείς το ίδιο λάθος που έκαναν εκείνοι, όταν συνέχεια έμπαιναν στα εδάφη μας και από τις μικροαψιμαχίες μας καταλάβαμε καλύτερα εμείς τον τρόπο που πολεμάει η φάλαγγά τους. Λοιπόν;»

«Δεν θα κάνουμε το ίδιο. Ή ακόμα και να το κάνουμε, θα έχει αξία μόνο αν υπάρχει και κάτι ακόμα.Όλα ή τίποτα Γοργίδα! Θυμάσαι πριν δυο μέρες που μιλούσαμε στην παραλία;»

«Πως δε θυμάμαι το επιεικώς ονειροπαρμένο ύφος σου κοιτώντας τα κύματα!»

«Αυτά τα κύματα με κάνανε να μην κοιμηθώ δυο μέρες τώρα. Πως φτάνουν τα κύματα στην ακτή;»

«Τι σχέση μπορεί να…»

«Σκέψου φίλε μου, σκέψου Γοργίδα! Έρχονται συνεχώς και ποτέ δε σταματούν στο σημείο που αγγίζουν την παραλία, παρά τη σαρώνουν από άκρη σε άκρη».

«Ενδιαφέρον αυτό που λές» είπε ο Γοργίδας λοξοκοιτάζοντας το φίλο του. Εκείνος φρόντισε σιγά σιγά να του εξηγεί πιο καθαρά αυτό που είχε στο μυαλό του.

«Έχεις δει ποτέ ένα κύμα να πέφτει μονομιάς στην ακτή και να σβήνει Γοργίδα; Έχεις δει ποτέ μετά από ένα κύμα να μην ακολουθεί άλλο;»

«Όχι βέβαια»

«Το ίσιο κύμα είναι η σπαρτιατική φάλαγγα. Εμείς λοιπόν θα είμαστε το λοξό κύμα. Και κάτι άλλο. Στις περισσότερες μάχες τους οι Σπαρτιάτες ξεκινούσαν με άμυνα και μόλις εδραίωναν τη θέση τους έκαναν επίθεση. Εμείς θα κάνουμε το αντίθετο. Πρώτα θα επιτεθούμε και μετά θα κάνουμε άμυνα.»

«Μα χρειάζονται δύο σχηματισμοί για αυτό»

«Ή ένας σχηματισμός που να μοιάζει με τα κύματα»

«Λοξός;» ρώτησε ο Γοργίδας. Τα μάτια του, μάτια γεμάτα απορία, συναντήθηκαν με του Επαμεινώνδα,  που έλαμπαν από πάθος και ελπίδα.

«Ναι Γοργίδα! Λοξός σχηματισμός! Ευέλικτος και αποτελεσματικός».

«Θα πολεμήσεις με λοξή φάλαγγα τους Σπαρτιάτες Επαμεινώνδα;»

«Γιατί όχι; Με ευθύ σχηματισμό είμαστε μάλλον χαμένοι. Αν οι Ιερολοχίτες ήταν τρεις χιλιάδες και όχι τριακόσιοι, δεν θα το έλεγα αυτό. Είναι ατρόμητοι, αλλά λίγοι δυστυχώς. Το αίμα των Σπαρτιατών έχει ριζωμένη την εκπαίδευση της αγωγής τους και όπως πολύ ορθά παρατήρησες οι Θηβαίοι δεν προλαβαίνουν να γίνουν αποτελεσματικοί έτσι. Μπορούμε όμως να τους μάθουμε τη βασική αρχή Γοργίδα; Αιφνιδιασμός και, γιατί όχι, προτεραιότητα στην άμυνα»

Ο Γοργίδας άρχισε να βηματίζει. Ήταν σκεπτικός και ο Επαμεινώνδας δεν τον διάκοψε. Τον άφησε λίγο να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Ο Γοργίδας κάνοντας διάφορες χειρονομίες, προσπαθούσε να σχεδιάσει τον τρόπο δράσης ενός τέτοιου σχηματισμού.

«Θέλει σκέψη Επαμεινώνδα. Και σωστή προετοιμασία. Σου είχα πει πως μόνο…»

«Ξέρω, ξέρω… μόνο μια ευκαιρία θα έχουμε. Και για τούτο μπορούμε να κάνουμε και κάτι άλλο, που θα μεγαλώσει τις πιθανότητές μας. Να διαλέξουμε εμείς τον τόπο της μάχης».

«Αρχίζω να πιστεύω πως έχουμε πολύ περισσότερη τύχη από αυτή που θα στοιχημάτιζα»

«Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Όση ζωή έχει η ήττα, άλλη τόση έχει και η νίκη. Η πίστη είναι αυτή που ανεβάζει τις καρδιές των πολεμιστών. Και πρέπει να κάνουμε τους Θηβαίους μας να πιστέψουν. Μετά, θα έχουμε δουλειά, μα πολλή δουλειά!» είπε με ενθουσιασμό ο Επαμεινώνδας και σηκώθηκε από το τραπέζι. Το γόνιμο μυαλό του και οι πυρετώδεις σκέψεις που περιείχε πια δεν του επέτρεπαν να κάθεται. Βημάτισε προς το παράθυρο και ακούμπησε τους αγκώνες του στο περβάζι. Το βλέμα του περιπλανήθηκε σε καθημερινές σκηνές από τη ζωή της αγαπημένης του πόλης, ώσπου είδε δύο παιδιά με αυτοσχέδια μικρά ξύλινα σπαθιά

«Θα νικήσω με λοξή φάλαγγα Γοργίδα! Θα νικήσω!»

«Η Θήβα λοιπόν μπήκε Κάσσανδρε σε μία περίοδο προετοιμασίας για την επόμενη μεγάλη αναμέτρηση με τη Σπάρτη. Ο Ιερός Λόχος συνέχισε να εκπαιδεύεται χωρίς την παραμικρή παραχώρηση στην άνεση και την καθυστέρηση. Όμως, όλοι οι Θηβαίοι και οι γύρω πόλεις που μας συμμαχούσαν, οργάνωσαν τους οπλίτες τους σε ένα άλλο επίπεδο, ανώτερο. Και είναι από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής μου  Κάσσανδρε αυτές, όσες έβλεπα την πόλη να αναπνέει κάτι διαφορετικό, κάτι που μύριζε δυνατά την αλλαγή, κάτι που έμοιαζε να κατέβαιναν οι θεοί και έλεγαν: “θα γίνετε πρώτοι”.




2 thoughts on “«Ανίκητος» – Κεφ 6,7

  1. Σπύρος Μαράντος

    Που μπορώ να βρώ το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ….

    Reply
    1. dotnews_mag

      Το εν λόγω μυθιστόρημα δημοσιοποιείται μόνο μέσω της ιστοσελίδας μας προς το παρόν. Μπορούμε όμως να σας φέρουμε σε επαφή με τον συγγραφέα και να συζητήσετε το πως μπορεί να έρθει στα χέρια σας κάποιο αντίτυπο.

      Reply

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *