Επικαιρότητα

Ένα διδακτικό παραμύθι…

Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ & Ο ΜΕΡΜΥΓΚΑΣ
2.700 χρόνια πριν από τον Σόιμπλε, έλεγε ο Αίσωπος:

«Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι και ένα μυρμήγκι. Το τζιτζίκι είχε φτιάξει την φωλιά του στα κλαδιά ενός δέντρου ενώ το μυρμήγκι στις ρίζες του.

Ήταν καλοκαίρι και μόλις ανέτειλε ο ήλιος, το μυρμήγκι ξεκινούσε την εργασία του. Έβγαινε από την φωλιά του και έψαχνε να βρει διάφορους σπόρους. Όταν έβρισκε κάποιον, τον φορτωνόταν στην πλάτη και τον μετάφερε στην φωλιά του όπου τον αποθήκευε. Μερικές φορές οι σπόροι ήταν τόσο μεγάλοι που έπρεπε να τους κομματιάσει πριν τους μεταφέρει και αυτό σήμαινε διπλάσιο κόπο για το μυρμήγκι. Ο εργατικός φίλος μας εργαζόταν από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου.

Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι, ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από την φωλιά του και αφού έτρωγε κάτι πρόχειρα, έπιανε το τραγούδι που μερικές φορές το συνέχιζε ακόμα και μετά τα μεσάνυκτα. Εκτός από το να τρώει και να τραγουδάει δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα, δηλαδή, την μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι.

Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη και ήρθε ο καιρός που έφυγε το καλοκαίρι και έδωσε την θέση του στο φθινόπωρο. Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει και τα φύλλα τον δέντρων ένα-ένα ξεράθηκαν και έπεσαν στην γη.

Το μυρμήγκι έχοντας αρκετές προμήθειες για να περάσει μέχρι την άνοιξη, καθόταν και απολάμβανε τον ήχο που έκαναν οι σταγόνες της βροχής καθώς έπεφταν πάνω στα ξερά φύλλα. Από την άλλη μεριά, το τζιτζίκι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι να φάει, αλλά δεν υπήρχε τίποτα, αφού όλα τα φύλλα, όπως είπαμε, είχαν ξεραθεί. Μην αντέχοντας άλλο την πείνα, πήγε στον γείτονα του, το μυρμήγκι, και του είπε:

– Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου κάτι να φάω γιατί όλα τα φύλλα έχουν ξεραθεί και δεν υπάρχει τροφή πουθενά.
– Καλά, όλο το καλοκαίρι τι έκανες; Ρώτησε το μυρμήγκι.
– Α! Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να μαζέψω τροφές, γιατί είχα πολύ κέφι και τραγούδαγα όλη μέρα.
– Ε! Αφού τραγούδαγες το καλοκαίρι, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις. Είπε το μυρμήγκι και γύρισε να δει κάτι αργοπορημένα πουλιά που πετούσαν προς το νότο.

Διαβάζοντας ο Σόιμπλε τον παραπάνω μύθο σκέφτηκε την ακόλουθη διασκευή:

Κάποτε ήταν ένας Έλληνας κι ένας Γερμανός. Ο Γερμανός είχε φτιάξει το σπίτι του με κανονική πολεοδομική άδεια ενώ ο Έλληνας είχε κτίσει αυθαίρετο στον αιγιαλό.

Εκείνη την περίοδο, υπήρχε οικονομική ανάπτυξη και φτηνός τραπεζικός δανεισμός.  Κάθε μέρα, μόλις ανέτειλε ο ήλιος, ο Γερμανός ξεκινούσε την εργασία του, πάντα την ίδια ώρα, στις 7:30 το πρωί. Όταν υπήρχε πολλή δουλειά καθόταν στο γραφείο μέχρι αργά το απόγευμα. Κάθε βράδυ πήγαινε νωρίς για ύπνο – λόγω της κούρασης – και στο τέλος του μήνα αποταμίευε το 20% του μισθού του στην Τράπεζα. Μερικές φορές η δουλειά ήταν τόσο πολλή που ο Γερμανός έπρεπε να εργάζεται και τα Σαββατοκύριακα – οπότε ο εργατικός φίλος μας ξεκινούσε δουλειά τη Δευτέρα χωρίς να έχει ξεκουραστεί καθόλου.

Από την άλλη μεριά, ο Έλληνας ξυπνούσε αφού είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Έβγαινε από το σπίτι του – έχοντας πιεί πρώτα ένα καφέ –  κι έπαιρνε τηλέφωνο στο γραφείο να επιβεβαιώσει ότι του έχουν κτυπήσει την κάρτα και ότι δεν τον ζήτησε κανείς. Με το που πήγαινε στο γραφείο, έπιανε τα τηλέφωνα και το κουτσομπολιό και κανόνιζε τη βραδινή του έξοδο στα μπουζούκια – όπου θα διασκέδαζε μέχρι τα ξημερώματα της άλλης μέρας.  Εκτός από το να συζητάει και να χαζεύει στο Internet δεν έκανε τίποτα άλλο όλη μέρα. Τι όλη μέρα, δηλαδή, την μισή μέρα αφού όπως είπαμε ξυπνούσε το μεσημεράκι. Βέβαια, τα λεφτά στο τέλος του μήνα ήταν λίγα αλλά κάλυπτε τα έξοδά του με τα καταναλωτικά δάνεια και τις κάρτες που αφειδώς του έδιναν οι Τράπεζες.

Έτσι περνούσαν οι μέρες η μία μετά την άλλη μέχρι που ήρθε ο καιρός που η οικονομική άνθηση και ο εύκολος Τραπεζικός δανεισμός  έδωσαν τη θέση τους στην ύφεση και την κρίση. Ο ουρανός συννέφιασε, οι αγορές ανέβασαν τα spread, η χώρα ολόκληρη ξέμεινε από ρευστό και οι δανειολήπτες, Έλληνες καταναλωτές, ένας – ένας υπερχρεώθηκαν κι άρχισαν να μπαίνουν στον Τειρεσία…

Ο Γερμανός έχοντας αρκετές αποταμιεύσεις για να περάσει μέχρι το τέλος της κρίσης, καθόταν και απολάμβανε τις ειδήσεις που μιλούσαν για οικονομική στενότητα. Από την άλλη μεριά, ο Έλληνας έψαχνε απεγνωσμένα να βρει δανεικά για να τη βγάλει μέχρι το τέλος του μήνα, αλλά δεν υπήρχε κανείς να του δανείσει, αφού όλες οι Τράπεζες του απέρριπταν τις αιτήσεις και όλοι οι φίλοι του ήταν κι αυτοί υπερ-χρεωμένοι.

Μη αντέχοντας άλλο τη φτώχεια, πήγε στον γείτονά του, το Γερμανό και  του είπε:
– «Καλέ μου γείτονα, σε παρακαλώ, δώσε μου μερικά δανεικά γιατί έχω στεγνώσει και δεν βρίσκω δανειστές πουθενά».

– «Καλά, όλη την περίοδο της ανάπτυξης τι έκανες»; τον ρώτησε ο Γερμανός.
– «Α! Στην περίοδο της ανάπτυξης δεν πρόλαβα να αποταμιεύσω χρήματα, γιατί είχα πολύ κέφι κι αγόρασα Mercedes κάμπριο για να πηγαίνω με τις γκόμενες στα μπουζούκια και να πετάω γαρδένιες στις τραγουδιάρες».
– «Ε! Αφού τραγούδαγες στην ανάπτυξη, ήρθε τώρα ο καιρός να χορέψεις στην ύφεση», είπε ο Γερμανός Σόιμπλε, ανέκφραστος και αυστηρός…

Στάθης Παπαγιαννίδης

Στάθης Παπαγιαννίδης

Συγγραφέας/Μηχ/κός Πληροφορικής



Βιογραφικό…




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *