Search
Κυριακή 06 Δεκέμβριος 2015
  • :
  • :

Ανακεφαλαιοποίηση Ελληνικών τραπεζών – Η ισοπέδωση της οικονομικής ανάπτυξης

ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Reverse split, δηλαδή «αντίστροφο σπάσιμο» μετοχών είναι μια εταιρική πράξη με την οποία μια εταιρεία μειώνει το συνολικό αριθμό των μετοχών της. Πρόκειται για διαίρεση των τρεχουσών μετοχών της από έναν αριθμό, όπως 5 ή 10 και η οποία δίνει 1 καινούρια προς 5 παλιές ή 1 καινούρια προς 10 παλιές, αντίστοιχα, μειώνοντας τον αριθμό των μετοχών σε κυκλοφορία. Σε αντίθεση με το reverse split, το conventional split, δηλαδή «συμβατικό σπάσιμο» μετοχών, αυξάνει τον αριθμό των μετοχών σε κυκλοφορία. Και οι δύο περιπτώσεις δεν μεταβάλλουν την συνολική αξία των μετοχών που κατέχει ο επενδυτής.

Με το «αντίστροφο σπάσιμο», ο επενδυτής μπορεί να λάβει μόνο μία μετοχή για κάθε 10 μετοχές που κατείχε, αλλά η τιμή πολλαπλασιάζεται 10 φορές. Για παράδειγμα, ένα άτομο με 1.000 μετοχές αξίας 0,10 ευρώ, θα καταλήξει με 100 μετοχές αξίας 1 ευρώ. Η κίνηση αυτή συνήθως γίνεται για να κρατήσει την τιμή μιας μετοχής σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο. Στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται η απόφαση αυτή για να μπορέσει να στηριχθεί η τιμή μιας μετοχής. Στην περίπτωση όμως, των Ελληνικών τραπεζών, συνέβη αυτό, από την ανάγκη να παραμείνουν εισηγμένες στο χρηματιστήριο και όχι για να στηριχθεί η τιμή των μετοχών τους. Ουσιαστικά πρόκειται για μια στρατηγική έσχατης ανάγκης που μας δηλώνει ότι βρισκόντουσαν ένα βήμα πριν την χρεοκοπία, ενώ διανύουμε την τρίτη συνεχόμενη ανακεφαλαιοποίηση τους.

Η τιμή της Eurobank (reverse split 100:1) που βγήκε από το βιβλίο προσφορών διαμορφώθηκε στο 0,01 ευρώ, η τιμή της Alpha Bank (reverse split 50:1) στο 0,04 ευρώ και η τιμή της ΕΤΕ (reverse split 15:1)  στο 0,02 ευρώ, ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς (reverse split 100:1) κινήθηκε μεταξύ του 0,003 ευρώ και 0,004 ευρώ. Εκτιμάται από πολλούς χρηματιστηριακούς αναλυτές ότι ακόμα και με το μέγεθος της οικονομικής κρίσης και δυσμενών προοπτικών της χώρας αλλά και με τα δεδομένα προβληματικά χαρτοφυλάκια δανείων και ισολογισμούς των τραπεζών, οι μετοχές πωλήθηκαν στα ξένα fund βάσει υπερβολικής έκπτωσης.

Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης – συμμετέχουν το Ελληνικό δημόσιο με τη στήριξη του ESM, που μαζί με τους ευρωπαίους φορολογούμενους του δανείζει τα χρήματα, κι όχι το ελληνικό κράτος, -, που είχε ενισχύσει τις τέσσερις συστημικές τράπεζες με ποσό που υπερβαίνει οριακά τα 25 δις κατέχοντας ποσοστό κοντά στο 56% επί των μετοχικών κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών μετά τις ανακεφαλαιοποιήσεις εκτιμάται ότι θα κατέχει το 21% των μετοχικών κεφαλαίων των τραπεζών. Οι, δε, συμμετοχές των ασφαλιστικών ταμείων στις ελληνικές τράπεζες εκμηδενίζονται. Στα ανωτέρω στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνεται και ο αναβαλλόμενος φόρος των τραπεζών, ο οποίος κάθε φορά που παρουσιάζουν ζημιές, το κράτος υποχρεούται μέσω αυτού να συμμετάσχει ποσοστιαία στην αύξηση κεφαλαίου τους με σκοπό την κάλυψη μέρους των ζημιών. Επίσης, δεν συμπεριλαμβάνονται και τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που έχουν δοθεί ως ενέχυρο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.) για να μπορέσουν να δανειστούν περίπου 100 δισ. ευρώ αλλά και η χρήση του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (E.L.A.) της Τράπεζας Ελλάδος. Αν εκλάβουμε και τη συμμετοχή του στην αύξηση κεφαλαίου των τραπεζών ως προς τον αναβαλλόμενο φόρο και εγγυήσεις, τότε το Ελληνικό δημόσιο όχι μόνο δεν πούλησε έστω και αντί πινακίου φακής τις μετοχές στους ιδιώτες αλλά ακόμη χειρότερα, τους «πλήρωσε» ένα αρκετά υψηλό «τίμημα» για να συμμετάσχουν!!

Τα ανωτέρω στα πλαίσια των κανονιστικών μεταρρυθμίσεων και προπαρασκευαστικών εργασιών για τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) οι οποίες κατέστησαν αναγκαία την αύξηση του κεφαλαίου των τραπεζών προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητά τους.

Όσον αφορά το δημόσιο χρέος που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες – υπολογίζεται σήμερα στα 30 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου -, η συμφωνία απομείωσης – με την απομείωση ένα δάνειο ή ένα ομόλογο που λήγει ανανεώνεται με ένα νέο, συνήθως μεγαλύτερης διάρκειας και ίσως διαφορετικού επιτοκίου, δεν κουρεύεται – της αξίας των ομολόγων μετά τα PSI, όχι μόνο δεν έλυσε το πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους, αντίθετα επιβάρυνε σημαντικά το ποσό των καταβαλλόμενων τόκων στερώντας την οικονομία από σημαντικούς πόρους.

Ένα μικρό ιστορικό για το πώς οι Ελληνικές τράπεζες έφτασαν ως εδώ. Δεν θα πάω πολύ μακριά. Τον 03/2015, όταν έχει ξεκινήσει η πρώτη ουσιαστικά διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους εταίρους και δανειστές της η Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης, το ΔΝΤ και η ΕΕ αναγκάζουν την Ελλάδα σε πτώχευση. Από ένα σύνολο καταθέσεων 240 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου πριν από έξι χρόνια, οι καταθέσεις είχαν καταρρεύσει στο χαμηλότερο επίπεδο σε διάστημα δέκα ετών. Σήμερα βρίσκονται στα 130 δισεκατομμυρίων περίπου. 50 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου, χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διαπραγμάτευσής.

Πριν την ανακεφαλαιοποίηση των Ελληνικών τραπεζών η ΕΚΤ αναφέρει ότι το ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει φθάσει πλέον τα 107 δισ. ευρώ (ήτοι 52% των συνολικών δανείων).

Το τραπεζικό σύστημα είναι πιο συγκεντρωμένο σε σχέση με πριν από την κρίση – οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες ελέγχουν εξ ολοκλήρου το χρηματοπιστωτικό σύστημα καταργώντας στην κυριολεξία τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά.

Στοιχεία από τη μελέτη με τίτλο «Is Europe Overbanked?», που δημοσιεύθηκε τον 06/2014 από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), μας δείχνουν ότι στην Ευρώπη οι εκάστοτε τρεις μεγαλύτερες τράπεζες μίας χώρας αποτελούν συνήθως το 65-75% των συνολικών ισολογισμών – όταν στις ΗΠΑ το αντίστοιχο μέγεθος είναι μόλις 25%. Οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες στην ΕΕ μαζί είχαν ενεργητικό ύψους 7,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ το 2012, ή το 21% του συνολικού τραπεζικού συστήματος της ΕΕ. Οι 20 μεγαλύτερες τράπεζες στην ΕΕ το 2012 είχαν συνολικό ενεργητικό ύψους 23,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, διπλάσιο από τις αντίστοιχες αμερικάνικες. Αρκετά υψηλά βρίσκεται και η μόχλευση – ανάληψη χρέους – των Ευρωπαϊκών τραπεζών.

Την ίδια στιγμή, το 2013, μετά τις συνεχείς προσπάθειες ανακεφαλαιοποίησης τους, το μέσο ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων των 14 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών ανήλθε στο 3,9% – σημαντικά χαμηλότερο από τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, στις οποίες ξεπερνάει το 4,5%. Η μελέτη μας λέει ότι το χαμηλότερο ποσοστό ιδίων κεφαλαίων είχε η Deutsche Bank (Γερμανία), ακολουθούμενη από την Barclays (Βρετανία), την Santander (Ισπανία), καθώς επίσης την Credit Agricole (Γαλλία)!!

Οι ισολογισμοί των τραπεζών της ΕΕ έχουν διογκωθεί από το 1990. Συνολικά, το σύνολο του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα της ΕΕ ανήλθε σε 274% του ΑΕΠ το 2013, ή 334% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων και των θυγατρικών του στο εξωτερικό. Σε πολλές χώρες της ΕΕ, το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 400%. Αντίθετα, τα περιουσιακά στοιχεία των ιαπωνικών τραπεζών δεν ξεπερνούν το 192% του ΑΕΠ, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών στις ΗΠΑ δεν το ξεπερνούν το 83% του ΑΕΠ. Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλος σε σχέση με τους διεθνείς ανταγωνιστές του. Το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι μεγάλο σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της, αν μετρηθεί με βάση το εισόδημα ή τον πλούτο των νοικοκυριών. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, σε όλες τις χώρες της ΕΕ η αναλογία της χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης προς τον τραπεζικό δανεισμό βρισκόταν αρκετά κάτω από τη μονάδα το 2011, ενώ οι ΗΠΑ, αντίθετα, είχαν μια αναλογία που ήταν της τάξης του δύο. Από τις 40 τράπεζες παγκοσμίως με παθητικό μεγαλύτερο από το 50% του εγχώριου ΑΕΠ, οι 29 βρίσκονται στην ΕΕ.

Οι Ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας 42 τρισεκατομμυρίων ευρώ!! Τι είδους περιουσιακά στοιχεία έχουν στην κατοχή τους; Περισσότερο από το ένα τέταρτο, δηλαδή άνω του 30%, των περιουσιακών τους στοιχείων αφορά απαιτήσεις έναντι άλλων τραπεζών της ζώνης του ευρώ, 9% του ενεργητικού τους αφορά κρατικά ομόλογα, 13% αφορά “λοιπά στοιχεία ενεργητικού” – περιλαμβάνει κυρίως παράγωγα – και ένα 13% αφορά απαιτήσεις έναντι κατοίκων χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ – να υποθέσω offshore. Οι πιστώσεις προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ ανέρχεται σε μόλις 33% του ενεργητικού τους. Αντιλαμβάνεστε ότι το 67% των ισολογισμών των τραπεζών έχει χρηματοδοτήσει κυρίως άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες – μεταξύ τους «παιχνίδια» – και μετά κράτη!! Συμπερασματικά, το υφιστάμενο υπερμέγεθες τραπεζικό σύστημα δεν εξασφαλίζει καθόλου τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας!!

Η σημερινή κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος δεν διαφέρει πολύ από αυτήν που θα είχε στην περίπτωση της στάσης πληρωμών, αφού μετά τη δραματική μείωση των καταθέσεων, τον μακροχρόνιο αποκλεισμό του από τη διατραπεζική αγορά, την αδυναμία έκδοσης ομολόγων για μακροπρόθεσμο δανεισμό και τη δεδομένα αυξανόμενη τάση επισφαλειών στα δανειακά του χαρτοφυλάκια, αντιμετωπίζει ουσιαστικά προβλήματα ρευστότητας.

Το πρόβλημα όμως δεν τελειώνει στην ανακεφαλαιωποίση τους, που στηρίζεται στις κρατικές διασώσεις, ή του «κουρέματος» καταθέσεων, που προκύπτει από τα Bail in, αλλά επεκτείνεται στα εξαιρετικά αρνητικά επιτόκια που πλέον, άρχισαν να καθιερώνονται. Με τα αρνητικά επιτόκια των κεντρικών τραπεζών ξεκινάει και επίσημα το «κούρεμα» των καταθέσεων με τη μέθοδο των «αρνητικών επιτοκίων» στις εμπορικές τράπεζες, δηλαδή των χρεώσεων σε όποιον «τολμά» να τηρήσει τραπεζικό λογαριασμό σε αυτές! Σε χώρες όπως η Σουηδία και η Ελβετία ήδη εφαρμόζεται αυτό. Στην Ελλάδα δεν εφαρμόζονται ακόμα αρνητικά επιτόκια, αγγίζουν οριακά, όμως, το μηδέν και οι χρεώσεις που επιβάλλουν οι τράπεζες στον καταθέτη είναι ανεξέλεγκτες και υπερβολικές δεδομένου της μη παραγωγικότητας τους.

Τα ανωτέρω στοιχεία και δεδομένα ουσιαστικά μας λένε ότι στις τράπεζες αυτές οφείλεται η ισοπέδωση της οικονομικής ανάπτυξης σε Ελλάδα και Ευρώπη. Εκτός από τις τραπεζικές κρίσεις, τα μεγάλα τραπεζικά συστήματα έχουν πυροδοτήσει τις κρίσεις κρατικού χρέους. Εάν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, γρήγορα και ριζικά, πολύ φοβάμαι ότι ο ανεξέλεγκτος πλέον αποπληθωρισμός θα καταστρέψει τα πάντα.

Φωτογραφία: ekirikas.com

Γιάννης Κίτσος

Γιάννης Κίτσος

Σύμβουλος Επιχειρηματικού Σχεδιασμού


Βιογραφικό…




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *