Search
Wednesday 13 July 2016
  • :
  • :

Εμείς πρέπει να αλλάξουμε. Το μέλλον μας ορίζεται, από τις πράξεις του σήμερα…

ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΥ
Της Άννας – Σωτηρίας Φιλιπποπούλου

Ελληνίδες και Έλληνες, στις 25 Ιανουαρίου 2015 πήραμε μία εντολή από τον ελληνικό λαό. Να βάλουμε τέλος στην καταστροφική λιτότητα των μνημονίων. Συμπράξαμε με τον Σύριζα και ενταχθήκαμε στον κυβερνητικό σχηματισμό με ένα και μοναδικό στόχο, την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου οικονομικού σχεδίου.

Το σχέδιό μας περιλάμβανε πρωτίστως, τη διευθέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους και την επαναφορά του σε βιώσιμα επίπεδα. Για την οριστική διευθέτηση του χρέους προτείναμε και επιδιώξαμε την ανταλλαγή των ομολόγων του ελληνικού κρατικού χρέους που διακρατεί ο επίσημος τομέας στα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης με νέα αξιόγραφα, προσφέροντας δύο είδη νέων ομολόγων: το ένα θα συνδεόταν με την ονομαστική οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και θα περιλάμβαναν ρήτρα ανάπτυξης «development swaps». Τα τοκοχρεολύσια δηλαδή των νέων ομολόγων θα συνδέονται με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, ιδανικά + 4%, ενώ το δεύτερο «perpetual bond» (μη εξαγοράσιμες ομολογίες, χωρίς ημερομηνία λήξης που πληρώνουν διαρκώς τόκο), θα αντικαταστούσε αυτά που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα νέα ομόλογα, θα είχαν χαμηλότερα επιτόκια και μεγαλύτερη περίοδο αποπληρωμής.

Η ελληνική κυβέρνηση σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ζητούσε την διαγραφή μέρους του χρέους της Ελλάδας, το οποίο ανέρχεται σε 315 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το σχέδιο αυτό, ενός PSI ¨2¨, θα τολμήσω να πω, επιτυχημένου αυτή τη φορά, βασισμένο στη λύση χρέους που δόθηκε στην κατεστραμμένη Γερμανία μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, θα οδηγούσε αυτόματα στην ελάφρυνση του προϋπολογισμού από τους τόκους των δανειακών συμβάσεων και στην εξοικονόμηση πόρων που θα διοχετεύονταν στην πραγματική οικονομία και συγκεκριμένα στον πρωτογενή, στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα παραγωγής, δίνοντας ανάσα στην ελληνική οικονομία, δίνοντάς της προοπτική.

Στην περίπτωση ενός νέου PSI, η χώρα μας δεν θα πήγαινε σε τρίτο μνημόνιο. Δεν θα απαιτούνταν ούτε τα 7,2 δισ. της 5ης αξιολόγησης. Και είχε δίκιο ο κ. Βαρουφάκης όταν είπε ότι δεν τα θέλουμε. Γιατί δεν τα θέλαμε. Δεν θέλαμε νέα δανεικά. Όχι μέσω νέων δανειακών συμβάσεων υποδούλωσης και ταπείνωσης. Ζητήσαμε μόνο την αύξησή του ορίου των εντόκων γραμματίων του δημοσίου για την κάλυψη των βραχυπρόθεσμών αναγκών του κράτους και αυτό μέχρι την επίτευξη πραγματικών πλεονασμάτων. Μη ξεχνάμε, ότι η οικονομία είναι πάνω από όλα ψυχολογία.

Ταυτόχρονα με την διαπραγμάτευση για την απομείωση του δημόσιου χρέους, επιδιώξαμε την απομείωση του ιδιωτικού χρέους που δημιούργησε η εφαρμογή των μνημονίων και των προγραμμάτων εσωτερικής υποτίμησης. Μην ξεχνάμε, ότι τα μνημόνια επιβλήθηκαν λόγω του ύψους του δημόσιου χρέους. Έως το 2009 το ιδιωτικό χρέος (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) κινούνταν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα το 2009 τα κόκκινα δάνεια ήταν 7 δισ. Οι πολιτικές λιτότητας τα εκτόξευσαν σε 89 δισ. Σήμερα, αυτός ο αριθμός εμμένετε να αυξηθεί. Δημιουργήθηκε μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια των τραπεζών που σε συνδυασμό με το ¨επιτυχημένο¨ PSI οδήγησε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα σε μια άνευ προηγουμένου κρίση

Γι’ αυτό, διεκδικήσαμε την ελάφρυνση του προϋπολογισμού των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μέσω α) της μείωσης και της εξορθολόγησης των φορολογικών συντελεστών, της κατάργησης του ΕΝΦΙΑ και της δημιουργίας ενός σταθερού, αναπτυξιακού και δίκαιου φορολογικού συστήματος, β) της ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε 100 δόσεων, γ) της απομείωσης των δανειακών βαρών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με ταυτόχρονη μνεία για επιστροφή του τραπεζικού συστήματος στο θεσμικό τους ρόλο, τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Σε όλα τα επίπεδα, απαιτήσαμε και διεκδικήσαμε, μέχρι τέλους, μία βιώσιμή λύση για την Ελλάδα, για την Ευρώπη των λαών-εθνών, την Ευρώπη που σέβεται τις ιδρυτικές της συνθήκες, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Δεν αμφιβάλαμε μέχρι τέλους, ότι αυτή είναι η πραγματική λύση για την Ελλάδα. Και την διεκδικήσαμε με πάθος.

Δυστυχώς, μόνο η ελληνική κυβέρνηση, ήθελε και επιδίωξε μια πραγματικά βιώσιμή λύση για την Ελλάδα και την Ευρώπη.

Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εγκλωβισμένες μέσα σε αντικρουόμενα συμφέροντα και σε μικροπολιτικές, εγκλωβισμένες μέσα στην εσωστρέφεια των εσωτερικών ακροατηρίων τους και στις οικονομικές ιδεοληψίες τους, αποδείχτηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Οι ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως αποδείχθηκε εκ’ του αποτελέσματος, δε θα επέτρεπαν στην πρώτη κυβέρνηση της Ευρώπης με αριστερό πρόσημο, να θέσει σε αμφισβήτηση τις πολιτικές των προγραμμάτων λιτότητας και την επικράτηση του οικονομικού μοντέλου του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Του μοντέλου εκείνου, που στο όνομα της παγκοσμιοποίησης και του ανοίγματος των αγορών χωρίς κρατικού παρεμβατισμού όπως δήθεν αποκαλούν, χωρίς κανόνες δηλαδή, οδηγεί σε ολιγοπώλια, και τέλος σε παγκόσμια μονοπώλια και σε οικονομική επικυριαρχία των εταιρικών συμφερόντων έναντι των κυριαρχικών δικαιωμάτων ολόκληρων εθνών-κρατών.

Η ελληνική αντιπολίτευση τώρα, στο σύνολο της, μα κυρίως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, υπονόμευσε μεθοδικά και συστηματικά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης. Επιθυμούσε και επιδίωξε την αποτυχία της διαπραγμάτευσης και την μη επίτευξη συμφωνίας με μία πραγματικά βιώσιμη λύση με τους εταίρους, θυσιάζοντας τη χώρα, στο βωμό ισχυρών συμφερόντων, οικονομικών και μη, εντός και εκτός της χώρας. Η αποτυχία ενός PSI ¨2¨, όπως αποκαλώ, αποτελεί άλλοθι για τα δικά τους πεπραγμένα και των δικών τους παραλείψεων. Αποτελεί άλλοθι για την επιβολή του μνημονίου 1 και 2, και του PSI στον ελληνικό λαό. Αποτελεί άλλοθι για την απουσία ισχυρής, σκληρής διαπραγμάτευσης όταν η Ευρώπη ήταν ανέτοιμη και χωρίς εργαλεία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης όπως το ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητάς «EFSM», τότε που ήταν εφικτή η επίτευξη πραγματικά βιώσιμης και κοινά επωφελούς λύσης για την Ελλάδα και την Ευρώπη, τότε που τα πάντα ήταν ανοιχτά και όλα κρίνονταν.

Φτάσαμε μέχρι το έσχατο σημείο, στο σημείο εκείνο που οι δανειστές μας οδήγησαν. Στην παρ’ ολίγον πτώχευση της χώρας μας, ενός κράτους- μέλους της ευρωζώνης, εντός ευρώ, με μοναδικό στόχο, να δοθεί ένα οριστικό τέλος στην κρίση χρέους της Ελλάδος.

Στο δίκαιο αίτημά μας οι δανειστές απάντησαν, με στεγνό εκβιασμό.

Έθεσαν στον Έλληνα πρωθυπουργό και στον κυβερνητικό εταίρο Πάνο Καμμένο, ένα τρομερό δίλημμα. Είτε τη συμφωνία με τις επαχθείς απαιτήσεις τους είτε την πτώχευση των ελληνικών τραπεζών, που μόλις πριν λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στις 7 Ιουνίου 2015 η κα. Daniele Nouy επικεφαλής του ενιαίου μηχανισμού εποπτείας των ευρωπαϊκών τραπεζών «Single Supervisory Mechanism – SSM» που καθοδηγείται από την ΕΚΤ, δήλωνε ότι «οι ελληνικές τράπεζες είναι φερέγγυες, έχουν ρευστότητα και έχει γίνει καλή δουλειά για την ανακεφαλαιοποίησή τους».

Σε αυτό τον εκβιασμό, της πτώχευσης των ελληνικών τραπεζών με τις εφιαλτικές συνέπειες που θα επέφερε στην ελληνική οικονομία, πτώχευση που θα οδηγούσε άμεσα στην έξοδο της χώρας από το ευρώ και στην επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, στη δραχμή, σε μία δεδομένη χρονική στιγμή που η χώρα δ ε   δ ι α θ έ τ ε ι τ α   “ε ρ γ α λ ε ί α”   ε κ ε ί ν α   γ ι α   τ η ν   σ τ ή ρ ι ξ η   ε ν ό ς   ε θ ν ι κ ο ύ   ν ο μ ί σ μ α τ ο ς, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η μόνη επιλογή ήταν η υπογραφή της συμφωνίας.

Οι “εταίροι” μας, κατά αυτόν τον τρόπο, μετέτρεψαν το ΟΧΙ του ελληνικού λαού στην περεταίρω φτωχοποίησή του μέσω της μακράς και βίαιης εφαρμογής προγραμμάτων λιτότητας, σε όχι στο ευρώ, και απέδειξαν ότι δεν επιδιώκουν την οριστική διευθέτηση του ελληνικού χρέους, αλλά την παραδειγματική υποταγή ενός ολόκληρου λαού.

Σε εκείνες τις κρίσιμες, τις ιστορικές στιγμές για τον ελληνικό λαό, η απόφαση που ελήφθη από την ελληνική κυβέρνηση ήταν η καλύτερη δυνατή εκτιμώντας το μικρότερο κόστος για τους Έλληνες πολίτες.

Αλήθεια, εάν αυτή η σκληρή διαπραγμάτευση που έκανε η κυβέρνηση Συριζα – Ανελ είχε γίνει το 2010, είτε έστω το 2012 επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, αν οι τότε κυβερνήσεις είχαν επιδείξει την ίδια βούληση, με γνώμονα το συμφέρον του ελληνικού λάου, σε ποια θέση, σε ποιο σημείο θα βρισκόταν σήμερα η χώρα?

Επειδή, είμαστε στο 2015, δύο ημέρες πριν τις εκλογές. Επειδή, η χώρα βρίσκεται στο σημείο μηδέν. Επειδή, έχουμε όλοι μας πληγεί από την οικονομική κρίση, μηδενός εξαιρουμένου. Επειδή, πρέπει να κοιτάμε το χθες, όχι για να χάνουμε το σήμερα, αγνοώντας το αύριο, αλλά για να παραδειγματιστούμε από τις παραλείψεις μας, τα λάθη μας. Επειδή το μέλλον μας ορίζεται, όχι απλά εξαρτάται, από τις πράξεις του σήμερα, είναι καιρός να τελειώνουμε με τα ψευδεπίγραφα διλήμματα.

Το δίλημμα “Ευρώ ή δραχμή”, που κι αυτό κοιμίζει, αποπροσανατολίζει τον ελληνικό λαό απέναντι στη μία και αναπόδραστη πραγματικότητα: εμείς πρέπει να αλλάξουμε, όποιο κι αν είναι το νόμισμα ή το τίμημα αν θέλετε.

Το ευρώ, ναι, είναι ένα ημιτελές νόμισμα, με πολλά προβλήματα, που προκύπτουν από το γεγονός ότι δε συνοδεύεται από μια δημοσιονομική και πολιτική ένωση. Το ερώτημα ωστόσο περί ευρώ ή δραχμής αυτή τη στιγμή, δεν έχει παρά δευτερεύουσα σημασία, για μια μικρή χώρα που είναι ήδη χρεοκοπημένη όχι μόνο οικονομικά, αλλά πολιτισμικά, ηθικά, πνευματικά.

Ήρθε η ώρα να κτίσουμε το δικό μας εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της κοινωνίας μας και εξόδου από την κρίση. Ένα σχέδιο επανίδρυσης της χώρας πολιτισμικά, ηθικά, κοινωνικά.

Δυστυχώς, μέχρι τώρα η εθνική συνεννόηση που προϋποτίθεται κολλάει, όχι μόνο σε πληθώρα κατεστημένων συμφερόντων, όχι μόνο σε αναχρονιστικές αντιλήψεις που αντιστέκονται σε κάθε πιθανή αλλαγή, αλλά και σε ιδεοληψίες που ψάχνουν την αριστερή, ή τη δεξιά ή τη φιλελεύθερη «ταυτότητα» κάθε εναλλακτικής, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι επί της ουσίας, μέσα στο καθεστώς αναποτελεσματικότητας, προχειρότητας, αναξιοκρατίας και διαφθοράς σε κάθε συναλλαγή που έχει εγκαθιδρυθεί, κανένας δρόμος δεν μπορεί να οδηγήσει σε καλή λύση.

Αυτό που έχει σημασία είναι να καταλάβουμε ότι έχουμε μείνει πίσω από τις εξελίξεις και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε τις βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της χώρας, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο, ώστε να χτίσουμε το μέλλον που μας αξίζει, το μέλλον που δικαιούμαστε.

Από εδώ λοιπόν πρέπει να ξεκινήσουμε.

Από μια προσπάθεια επανίδρυσης της κοινωνίας μας με νέους όρους, με το βλέμμα στραμμένο στην εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας αξιών.

Χωρίς την κοινωνία να ακολουθεί, τέτοιες αλλαγές δεν γίνεται να υλοποιηθούν.

Είμαστε όλοι προ των ευθυνών μας.

*Η κα. Αννα-Σωτηρία Φιλιπποπούλου είναι υποψήφια βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων στην Β΄ Αθήνας.




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *