Search
Thursday 2 March 2017
  • :
  • :

Ελληνοτουρκική ισορροπία ισχύος μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου

Print Friendly

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αρχίζουν να εμφανίζονται αναλύσεις και συγκρίσεις σχετικά με τη στρατιωτική ισχύ και την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Οι αρχικές αναλύσεις επικεντρώνονταν σε αριθμούς μεραρχιών, μετρούσαν χιλιάδες ανδρών και κατέγραφαν αριθμούς οπλικών συστημάτων με έμφαση τα άρματα μάχης, τα πολεμικά πλοία επιφανείας και υποβρύχια και τα αεροσκάφη. Σταδιακά οι αναλύσεις έγιναν λεπτομερέστερες και άρχισαν να εξετάζουν και πιο περίπλοκα θέματα όπως επάνδρωση, ετοιμότητα, επίπεδο εκπαίδευσης, διαθεσιμότητες, υποστήριξη, δόγματα, ποιότητα έμψυχου δυναμικού, ηθικό, ηγεσία, διάταξη μάχης, συστήματα διοικήσεως και επικοινωνιών κλπ. Η εμβάθυνση και εξέταση περισσοτέρων συντελεστών σίγουρα συνέβαλε στην καλύτερη απεικόνιση της σχετικής ισχύος των αντιπάλων αλλά οι αστάθμητοι και μη μετρήσιμοι παράγοντες πάντοτε διατηρούσαν την αμοιβαία αβεβαιότητα σε υψηλά επίπεδα. Αν μάλιστα σε αυτήν την αβεβαιότητα προστεθεί και η «τριβή» του πολέμου (έννοια του Clausewitz που αναφέρεται στην παρείσφρηση τυχαίων γεγονότων στις επιχειρήσεις) καταλαβαίνουμε τη σχετικότητα της επικαλούμενης ισορροπίας ισχύος.

Αναμφισβήτητα τα τελευταία δέκα χρόνια, η πλειονότητα των αναλύσεων καταδείκνυαν μια σταδιακή αύξηση της τουρκικής στρατιωτικής ισχύος σε όλους τους τομείς και μια αντίστοιχη ελληνική υποχώρηση. Η μεν πρώτη οφείλεται σε μια μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας και συνδυασμό με μια μακροχρόνια στρατηγική σχεδίαση και επιμελημένη προσπάθεια ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων με ενεργό συμμετοχή και της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Αντίθετα στην Ελλάδα, η κορύφωση της αμυντικής προσπάθειας που ακολούθησε την κρίση των Ιμίων, υπήρξε σπασμωδική, ασυντόνιστη, επιφανειακή και ενίοτε δυσανάλογη του κόστους της. Η προσπάθεια αυτή σταδιακά εγκαταλείφθηκε σε μια ακατανόητη και μονόπλευρη έξαρση ευφορίας για αποκλεισμό των πολεμικών συγκρούσεων ως μέσου επίλυσης διακρατικών διαφορών. Ακολούθησε η μακροχρόνια οικονομική κρίση (και όχι μόνο) που κατέστησε απαγορευτική την προμήθεια και των πλέον απαραίτητων υλικών και εφοδίων περιορίζοντας σημαντικά ακόμη και τις βασικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες.

Έτσι βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 2010, μεσούσης της οικονομικής κρίσεως στη χώρα μας, με τα αντίστοιχα διαγράμματα αμυντικών δαπανών Ελλάδος και Τουρκίας να ακολουθούν αποκλίνουσες πορείες με θεαματική αύξηση της μεταξύ τους απόστασης. Προσπάθειες κάλυψης της συνεχούς διευρυνόμενης διαφοράς με επίκληση οικονομικότερης διαχείρισης των πόρων, βελτίωσης της εκπαίδευσης, επιλογής αποδοτικότερων τακτικών, είναι αντιληπτό ότι παρέχουν περιορισμένα όρια απόδοσης. Τα παλαιότερα επικαλούμενα υπέρ ημών ποιοτικά χαρακτηριστικά έχουν ανατραπεί σε σημαντικό βαθμό ενώ η σχετικά περιορισμένη πολεμική εμπειρία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων δημιουργεί σημαντικούς προβληματισμούς. Ακόμη και η μακροχρόνια «ναυτοσύνη» του λαού μας αμφισβητείται από μια τεραστίων διαστάσεων εξοπλιστική προσπάθεια της γείτονος με παράλληλη αύξηση κάθε είδους εκπαιδευτικής δραστηριότητος. Πέραν λοιπόν των ψυχρών αριθμών που κινούνται συντριπτικά σε βάρος μας, υπεισέρχεται ακόμη πιο ανησυχητικά η ανισόρροπη ποιοτική βελτίωση των αντιπάλων μας βασιζόμενη σε πολεμική εμπειρία, πληθώρα ασκήσεων και επάρκεια εκπαιδευτικών υλικών και εφοδίων. Παράλληλα, το μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα εκτρέπει μερικώς και τους περιορισμένους ανθρώπινους και υλικούς πόρους των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων προς πάρεργα, ζωτικής όμως εθνικής σημασίας, καθώς κανένα άλλο τμήμα της δημόσιας διοίκησης δεν μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις πιεστικές ανάγκες που δημιουργούνται. Η κατάσταση γίνεται ακόμη δυσκολότερη καθώς η εμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων σε κοινωνικά έργα αποτελεί διαχρονική πολιτική επιλογή ενίοτε πέραν των καλώς εννοούμενων ορίων και αποστολών.

Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασιάζονται ποσοτικά και ποιοτικά οι τουρκικές προκλήσεις ενισχυόμενες και από την αυτοπεποίθηση που προκαλεί η διευρυνόμενη διαφορά ισχύος. Οι προκλήσεις και οι τουρκικές διεκδικήσεις αποτελούν τμήμα ενός μακροχρόνιου σχεδίου ανατροπής του υπάρχοντος status quo στην περιοχή υπέρ της αναθεωρητικής τουρκικής δύναμης. Οποιαδήποτε άλλη θεωρία που εστιάζει σε εσωτερικές διαφορές, αντιπαλότητες, διαμάχες «πολεμόχαρων» και «ειρηνόφιλων» Τούρκων αποτελεί μια επικίνδυνη αγνόηση της σταθερής βάσεως της απειλής που απορρέει από τη γενικότερη ανατροπή ισχύος και δημογραφίας σε βάρος της Ελλάδος.

Περισσότερα στο iReport.gr




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *