Search
Friday 13 January 2017
  • :
  • :
Επικαιρότητα

«Ανίκητος» – Κεφ 8,9

Print Friendly

ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ιστορικό μυθιστόρημα
Σακκάς Λευτέρης

Κεφάλαια 8, 9 – κατεβάστε τα και ως pdf

Book Separator

VIII
Τα χρόνια της Θήβας

Book Separator

«Και όπως σου είπα και πρωτύτερα, μπορεί να ετοιμάζεσαι για τις μάχες, αλλά πρέπει να είσαι ψημένος και ανθεκτικός και στα πολιτικά πράγματα. Και η αντιπροσωπεία μας με αρχηγό τον Επαμεινώνδα το επιβεβαίωσαν αυτό για άλλη μια φορά με τον πιο ηχηρό τρόπο σε εκείνο το κατάπτυστο συνέδριο στον Ισθμό. Τότε που μαζεύτηκαν όλοι οι αντιπρόσωποι των πόλεων, αλλά με την παρουσία, λες και επρόκειτο για αφεντικό κάποιας πόρνης, των Περσών. Εκείνων που μας ένωσαν κάτι περισσότερο από εκατό χρονιές πριν.

Η πόλη μας αξίωσε να ορκιστεί εξ ονόματος όλων των βοιωτικών πόλεων. Αυτό φυσικά δεν έγινε δεκτό από τους Σπαρτιάτες και τους μιλημένους τους, αφού είναι ανθρώπινο να μην θέλει κανένας ένα φίδι στον κόρφο του. Οι Πέρσες δεν ήταν σαφείς, αλλά ούτως ή άλλως η απόφαση του Επαμεινώνδα ήταν ή να γίνει δεκτό το αίτημα της Θήβας ή η θηβαϊκή αντιπροσωπεία θα αποχωρούσε από το συνέδριο, και αυτό φυσικά θα σήμαινε αρχή πολέμου.

Και πράγματι έτσι συνέβη. Αφού διεκόπη το συνέδριο για μισή μέρα, ανακοινώθηκε η απόφαση η Θήβα να ορκιστεί μόνο για εκείνην, χωρίς να αναφερθεί άλλη πόλη από τη Βοιωτία. Ο Επαμεινώνδας σηκώθηκε και πέρασε αμίλητος μπροστά από τον επικεφαλής της κάθε αποστολής, κουνώντας το κεφάλι. Στον Σπαρτιάτη στάθηκε λίγη ώρα και τον κοίταξε στα μάτια. Κανείς σύνεδρος δεν τόλμησε ούτε να ανασάνει. Ίσως όλοι να περίμεναν μία ξαφνική μονομαχία ή κάτι άλλο αγριωπό και γεμάτο ένταση. Το μόνο που ακούστηκε ήταν η ήρεμη σαν χρησμός μιλιά του στρατηγού μας προς τον έκπληκτο Σπαρτιάτη:

΄΄Φεύγουμε λοιπόν. Και από εδώ και στο εξής σου υπόσχομαι πως η Θήβα θα βάζει τους όρους. Εσύ δύσμοιρη Σπάρτη τέντωσες πολύ το σχοινί. Κι εμείς θα το κόψουμε!’’ είπε βροντερά στο τέλος και γυρνώντας να φύγει ανέμισε τη χλαμύδα του που είχε ζωγραφισμένη την κορύνη του Ηρακλή στο πίσω της μέρος και βγήκε από το χώρο, χωρίς να περιμένει ούτε τους δικούς του.

Πολλοί πίστεψαν ότι αυτό ήταν λάθος, γιατί δεν είχε γεννηθεί ακόμα μέσα τους η σοβαρή πια πιθανότητα να νικήσουμε τη Σπάρτη στη μάχη. Θεωρούσαν την Τεγύρα περίπου εύνοια των θεών, καθαρή τύχη έλεγαν μερικοί, λες και δεν πολέμησαν εκεί ανθρώπινα κορμιά, αλλά ξύλινα ανδρείκελα. Ο Επαμεινώνδας όμως ήξερε πολύ καλά πως ο τροχός είχε γυρίσει, όχι από την τύχη, αλλά από την οργάνωση και τον προγραμματισμό. Αδυνατούσε να νικηθεί από την ιδέα πως όλες αυτές οι προσεκτικές προετοιμασίες που σου έλεγα πριν θα απέβαιναν άκαρπες και μαζί του κρατούσαν ζεστή τη φλόγα αυτή όλοι όσοι πρωταγωνίστησαν πριν στα λόγια μου.

Και αποδείχτηκε αλήθεια. Οι Σπαρτιάτες έδωσαν εντολή στο βασιλιά τους τον Κλεόμβροτο που βρίσκονταν στη Φωκίδα να εισβάλλει στη Βοιωτία. Δεν αντιδράσαμε αμέσως, αλλά αυτό ήταν στάχτη. Μερικές τελευταίες λεπτομέρειες απέμεναν να ρυθμιστούν, ώσπου η οργή των Θηβαίων μας να πάρει σάρκα και οστά και να γεννηθεί στην πεδιάδα των Λεύκτρων η νέα βασίλισσα της Ελλάδας.

Ό,τι και να σου πω Κάσσανδρε για τη μάχη των Λεύκτρων θα είναι λίγο. Δεν την έζησα ζωντανά, αλλά ρούφηξα κάθε στιγμή της περηφάνιας και της νίκης που κατέκλυσε την πόλη ύστερα από αυτήν. Ο Πελοπίδας βροντοφώναζε πως η Σπάρτη χώνεψε για τα καλά πως με έναν βασιλιά θα είναι και καλύτερα, βλέπεις μέσα στη μάχη κατάφερε το μεγάλο πλήγμα σκοτώνοντας το βασιλιά Κλεόμβροτο και αφήνοντας ακέφαλο το στράτευμα, που δεν του έμενε τίποτα πια άλλο από το να νικηθεί και να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης, έχοντας για άγγελμα στους Σπαρτιάτες τη δεύτερη, αλλά πολύ μεγαλύτερη ήττα τους από οποιονδήποτε. Την ήττα που ήρθε με τρόπο λαμπερό για εμάς, γιατί το φως που πλημμύρισε τα

Λεύκτρα ήταν αποτέλεσμα τόσων χρόνων, αλλά και λίγων ημερών πριν τη μάχη. Γιατί η προετοιμασία κρατάει πολύ, η έμπνευση όμως και ο φάρος που φωτίζει μπορούν να ανάψουν σε μια στιγμή. Τη στιγμή που τα μάτια οργώνουν το πεδίο, ο νους κινείται προς κάθε κατεύθυνση, και ο στρατηγός παίρνει στο τέλος την απόφαση, διατάζει τον Ιερό Λόχο κι εκείνος κινάει για το ραντεβού του με τη Νίκη.

Όμως τα Λεύκτρα δεν θα ήταν τίποτα, εάν στη συνέχεια δεν φρόντιζε ο άνθρωπος αυτός, ο Επαμεινώνδας, με άξιους συμπαραστάτες τους υπόλοιπους όσους έχεις ακούσει, να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα συντηρούσαν τη δόξα και δεν θα την άφηναν να σβήσει σαν φανός που μία μόνο φορά του έβαλες λάδι και μετά τον λησμόνησες. Έκανε αυτό που κανείς δεν περίμενε να ακούσει, αυτό που εάν λίγα χρόνια πριν τολμούσες να το ξεστομίσεις, τότε όλοι θα πίστευαν πως σάλεψαν τα λογικά σου. Έκανε αυτό που ποτέ δεν πέρασε ούτε σαν μία μικρή ελάχιστη πιθανότητα να συμβεί, από το νου των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, αλλά και από ολόκληρη την Ελλάδα τότε.

Έκανε εισβολή στην Πελοπόννησο! Χιλιάδες στρατός κίνησε υπό την αρχηγία του από τη Βοιωτία και πέρασε στο έδαφος των εχθρών μας για πρώτη φορά, αλαλάζοντας από άγρια ικανοποίηση και πολεμική ηδονή που πατούσε το χώμα εκείνων που είχαν καταστρέψει το δικό του για δεκαετίες, εκείνων που βίασαν τις γυναίκες του, που έφαγαν τα φρούτα και το κρέας του, που κατούρησαν κάθε γωνιά της πόλης του. Εισέβαλλε στην Πελοπόννησο και έχοντας γνώση των δυνατοτήτων και του στρατεύματος που ηγούνταν, έφθασε μέχρι τη Σπάρτη.

Ατείχιστη και υπεροπτική αυτή, τον είδε να καταφθάνει έτοιμος να την εξαφανίσει από το πρόσωπο της Γης. Μέχρι και ο βασιλιάς της αναφώνησε και τον αποκάλεσε ‘’άντρα των μεγάλων έργων’’. Και εκείνοι που ήταν πρώτοι για αιώνες, λούφαξαν στην πόλη τους και δεν ανταποκρίθηκαν στη μάχη που επιζητούσε ο Επαμεινώνδας στην πεδιάδα. Όμως έφθασαν εκεί Κάσσανδρε, αντίκρισαν τα σπίτια της Σπάρτης φορώντας όχι χιτώνιο εμπόρου, αλλά θώρακα και κνημίδες. Η Σπάρτη δεν είχε δει ποτέ άλλοτε στρατό να φθάνει στα περίχωρά της, παρά μόνο όταν ήταν ένα μικρό χωριό και έφθασαν εκεί οι πρόγονοί Δωριείς. Ο Επαμεινώνδας, η Θήβα το κατάφερε αυτό. Έφυγε άπραγος, αλλά στην ουσία είχε κάνει την μεγαλύτερη νίκη, αναίμακτα και άκοπα. Χωρίς σταγόνα αίμα, νίκησε τους Σπαρτιάτες για δεύτερη φορά.

Ξανά την επόμενη χρονιά λεηλατήσαμε Κόρινθο και Επίδαυρο και κανείς δεν ήταν ικανός να αντισταθεί αποτελεσματικά. Είχαμε πια αποκτήσει και την ικανότητα να πολεμάμε σε δύο μέτωπα, Ο Πελοπίδας εκείνη τη χρονιά αντιμετώπισε εσάς τους Μακεδόνες με επιτυχία, σύμμαχος των Θεσσαλών του Αλέξανδρου από τις Φέρρες. Μα δεν γίναμε εχθροί, αντιθέτως κάναμε συμμαχία και σαν ένδειξη καλής θέλησης πήραμε αιχμαλώτους στη Θήβα, που μόνο αιχμάλωτοι δεν ήταν. Κάποιος από αυτούς ήταν τόσο σπουδαίος, όσο είναι ένας βασιλιάς. Ήταν ο πατέρας σου διάδοχε Αλέξανδρε, ο Φίλιππος.

Ταράχτηκες; Δεν το ήξερες αυτό; Φαίνεται παράξενο που δεν το ξέρεις, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να οργιστείς. Αν το σκεφτείς καλά, το γνώριζες με τρόπο πλάγιο. Όλα αυτά που ο πατέρας σου έμαθε στη Θήβα, σου τα εμφύσησε, τα χρησιμοποίησες πριν λίγες μέρες στη Χαιρώνεια. Τα όπλα των τότε συμμάχων σου έγινα δικά σου για να τους σβήσεις από το χάρτη. Μήπως όμως έχει πια καμία σημασία; Θα ήμουν ευτυχής αν τα χρησιμοποιούσες και στην Περσία. Αλλά αυτό είναι κάτι που είναι δύσκολο να το μάθω, αρκούμαι με τη σκέψη πως είναι μια ζεστή και καθαρή επιθυμία μου.

Για τη χρονιά που έφυγε ο Πελοπίδας από τον κόσμο αυτό δεν θέλω να πω κάτι. Ίσως ντρέπομαι λίγο, γιατί δεν λυπήθηκα

περισσότερο για το χαμό του, όσο γιατί με ενοχλούσε σαν αγκάθι να βλέπω τον Επαμεινώνδα να μην τρώει, να μην πίνει, να μην κόβει τα γένια του για μερόνυχτα ολόκληρα. Ήταν οι μόνες στιγμές που έβλεπα στο πρόσωπό του τη διάθεση να φύγει και αυτός ακόμα, οι μόνες στιγμές που τον είδα να λυγίζει, χωρίς να δείχνει ικανός πια να σηκωθεί ξανά. Αυτό κράτησε ευτυχώς λίγο, αλλά με ενοχλεί να το θυμάμαι.

Η Θήβα, άρχοντες Μακεδόνες, έλαμψε για τελευταία φορά όταν τα καράβια της έφθασαν σε μία αποικία μετά τα στενά του Ελλησπόντου, το Βυζάντιον. Πήγαν και γύρισαν με τη θωριά του κυρίαρχου, χωρίς ούτε να τολμήσουν οι Αθηναίοι να σηκώσουν τις άγκυρές τους. Ήταν το αποκορύφωμα της δόξας μας. Αμφισβητήσαμε το πεζικό της Σπάρτης και το ναυτικό των Αθηναίων, χωρίς να κουνήσουν τόσο δα το πόδι τους. Ήμασταν πια οι αυτοκράτορες της Ελλάδας.

Αλλά οι αυτοκράτορες κάποτε σταματούν να κυριαρχούν. Σταματούν να είναι πρώτοι. Μερικές φορές οι αυτοκρατορίες που δημιούργησαν γκρεμίζονται υπόκωφα και δεν ξανασηκώνονται ποτέ.

Κάποτε οι αυτοκράτορες πεθαίνουν.

Και μαζί τους πεθαίνουν όλα όσα έφτιαξαν, όλοι όσοι τους αγάπησαν.

Book Separator

ΙΧ
Μαντίνεια
362 π.Χ.

Book Separator

Ο Μενεδοκλής ξύπνησε πολύ νωρίς εκείνο το βράδυ. Από όσο μπορούσε να υπολογίσει υπήρχε αρκετός ακόμα χρόνος ώσπου να ξεμυτίσουν οι πρώτες ηλιαχτίδες. Κοίταξε ψηλά και αναστέναξε. Φευγαλέα σύννεφα πάλευαν να κρύψουν τη λάμψη του γεμάτου φεγγαριού. Μα ήταν μικρά και αδύναμα. Και καθώς περνούσαν μπροστά από το φεγγάρι σκοτείνιαζε ο τόπος, έπειτα όμως  πλημμύριζε με φώς.

«Όμορφος τόπος!»

Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε τον Επαμεινώνδα να κάθεται σε ένα λιθάρι λίγο πιο πίσω από αυτόν.

«Όπως πάντα αθόρυβος φίλε μου» σχολίασε και σηκώθηκε για να κάτσει κοντά του. Ο Επαμεινώνδας έδειξε πίσω από τον φίλο του καθώς ερχόταν.

«Πες μου Μενεδοκλή, δεν έχω δίκιο;»

Η πεδιάδα της Μαντίνειας απλωνόταν μπροστά στα μάτια τους και έμοιαζε να θέλει να κρυφτεί μέσα στο αχνοσκόταδο. Καθώς το φως του ήλιου γινόταν ολοένα και δυνατότερο, το τοπίο απεκάλυπτε χωρίς βιασύνες όλες του τις ομορφιές. Μια σειρά χαμηλών υψωμάτων βρισκόταν απέναντι από τη ματιά τους και την εμπόδιζε να χαθεί στην πελοποννησιακή γη. Είχαν περίπου το ίδιο ύψος και ήταν αιώνια εκεί βαλμένα, σα να προστάτευαν τον τόπο τους από τους εισβολείς.

Πιο δεξιά ίσα που μπορούσε κάποιος να διακρίνει ένα αδύναμο ποταμάκι. Χείμαρροι που κατέληγαν από τα βουνά στο ίσιο ήταν η τροφή του, μα θαρρεμένο από την άπλα που του πρόσφερε η φύση άνοιξε το κορμί του και έτσι το βάθος του δεν απασχολούσε κανέναν.

«Γύρισε πριν από ώρα η αναγνώριση, το ποτάμι δεν έχει βάθος παραπάνω από το γόνατο. Έχουν βάλει σημάδια, περνιέται εύκολα ακόμα και από άλογο που θα χρειαστεί να καλπάσει» σχολίασε ο Επαμεινώνδας. Ο Μενεδοκλής κούνησε το κεφάλι του δήθεν δυσαρεστημένος.

«Λειψές πληροφορίες…» είπε στον Επαμεινώνδα, λέξεις που ξάφνιασαν τον Θηβαίο στρατηγό που περίμενε εξήγηση «…είπες γόνατο. Για ποιο γόνατο μιλάς φίλε μου; Αν πρόκειται για το δικό σου, τότε καλά μίλησες για το άλογο. Αν πάλι είχες στο μυαλό σου εμένα θα πρέπει να σου θυμίσω πως τα δικά μου γόνατα δεν απέχουν και πολύ από τους αστραγάλους, οπότε το ποτάμι το διαβαίνει με ευκολία ακόμα και ένα κουνέλι!»

Ένα κομμάτι τυρί που βρισκόταν στο στόμα του Επαμεινώνδα πετάχτηκε μονομιάς έξω, καθώς αυτός που το λαχτάρησε έβαλε τα γέλια βήχοντας. Ο Μενεδοκλής απολάμβανε αυτό που είχε καταφέρει χωρίς το πρόσωπό του να κάνει την παραμικρή κίνηση.

«Να ευχαριστείς τον Απόλλωνα που η μάχη θα γίνει σίγουρα σήμερα και δεν έχουμε ανάγκη να σιωπήσουμε για να μη μας ακούσουν»

«Πριν από ώρα άκουσα γέλια και από τη μεριά τους. Φάνηκε να το διασκεδάζουν αρκετά»  είπε ο Μενεδοκλής  για τους Σπαρτιάτες. Ο Επαμεινώνδας συμφώνησε και συμπλήρωσε:

«Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μας φίλε μου ταβερνιάρη. Σκέφτομαι πάντα  πως η Σπάρτη γεννιέται και πεθαίνει με ένα σπαθί στο ένα χέρι και μια ασπίδα στο άλλο. Αλλά ο ισχυρός πέφτει πάντα στην παγίδα. Και χαλαρώνει και δεν δίνει σημασία σε θέματα που κανονικά θα έπρεπε να απορροφούν την μεγαλύτερη προσπάθεια. Ο Σπαρτιάτης φίλε μου αισθάνεται ανίκητος. Και σχολιάζει  το προτέρημά του, ενώ ο Θηβαίος περιγελά την αδυναμία του, όχι γιατί την έχει αποδεχτεί, αλλά γιατί σκοπεύει να την εξαφανίσει. Και αυτό θα γίνει σήμερα με σένα Μενεδοκλή μου. Η σωματική σου αδυναμία θα πάψει να μνημονεύεται. Γιατί είναι τέτοια η νίκη που θα πετύχεις που κανείς δεν θα τολμάει να μην ασχοληθεί με αυτήν. Και το κουνέλι θα ξεχαστεί»

Έπειτα από τα λόγια αυτά οι δυο φίλοι έμειναν σκεφτικοί και αγνάντευαν μόνο απέναντι, τους αντιπάλους τους. Δεν ένιωθαν φόβο μέσα τους, αλλά ο νους τους προσπαθούσε να συλλάβει το μεγαλείο των αντρών που είχαν απέναντί τους.

«Κάποτε τους νικήσαμε…» ψιθύρισε ο ταβερνιάρης και κοίταξε ψηλά.

«Μια τελευταία φορά απόψε Μενεδοκλή» απάντησε ο Επαμεινώνδας και σηκώθηκε βιαστικά. Τίναξε το χώμα από τα πόδια του και τα χέρια του και σκούντηξε τον σχεδόν ακίνητο φίλο του. Εκείνος γύρισε και τότε φάνηκαν τα υγρά του μάτια.

«Μενεδοκλή … κλαίς;»

Κάποια σκέψη τον βασάνιζε.

«Επαμεινώνδα, είσαι ο στρατηγός μας, ο ηγέτης, μέχρι τώρα είμαστε περήφανοι που μας οδηγεί ένας τέτοιος άξιος άνθρωπος…»

«Μα τι θέλεις και…»

«Άκουσέ με καλά!» είπε κοφτά ο Μενεδοκλής «Μην τολμήσεις και πάθεις τίποτα σε αυτή τη γαμημένη μάχη!»

Ο Επαμεινώνδας τον έσπρωξε με τη γροθιά του για να του δώσει κουράγιο, μα αυτή η γρήγορη κίνηση είχε σκοπό να κρύψει και τη δική του συγκίνηση.

«Μη φοβάσαι φίλε. Την ασπίδα την έφτιαξε ο πατέρας του Εύανδρου και το σπαθί είναι πιο κοφτερό ακόμα και από εκείνο το μαύρο μαχαίρι που έχεις στην κουζίνα σου!»

«Αυτό είναι που με καίει Επαμεινώνδα, το μαύρο μαχαίρι που έχω στην κουζίνα μου δεν κόβει πια ούτε πεθαμένους όρχεις» είπε ο Μενεδοκλής και γέλασαν με την καρδιά τους. Καθώς το γέλιο έσβηνε αργά, ο Μενεδοκλής σηκώθηκε και γύρισε να φύγει. Απομακρυνόμενος συμπλήρωσε τα τελευταία του λόγια:

«Και αυτή η κουζίνα δεν θα αντέξει αν δε σε ξαναδεί!»

Ο Επαμεινώνδας δάκρυσε. Τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από μια φιλία που κρατάει τόσα χρόνια. Σκούπισε με την περιχειρίδα το μάγουλό του και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά από ψηλά στο πεδίο της μάχης κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του. Το φως του ήλιου είχε γίνει πια αρκετά δυνατό. Ήταν η ώρα για την γνώμη των θεών.

Paragraph Separator

Ο ιερέας είχε ετοιμάσει τα απαραίτητα αντικείμενα και ο πρόχειρα κατασκευασμένος πέτρινος βωμός ήταν έτοιμος να υποδεχτεί το σώμα του ζώου. Η θυσία θα γινόταν νωρίτερα από το συνηθισμένο. Η μέρα ήταν ιδιαίτερη, κρίσιμη, και ας ήταν η προηγούμενη της μάχης.

Αρκετοί από τους παρευρισκόμενους αναλογίστηκαν πως ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και να συμμετέχουν σε αιματηρή θυσία. Οι εμπειρίες τους περιορίζονταν στις καθημερινές ικεσίες προς τους θεούς για το τραπέζι και στις προσφορές καρπών και άλλων αγαθών της γης προς την ευμένειά τους. Λίγοι θυμούνταν την θυσία πριν από την μάχη των Λεύκτρων, γιατί σε εκείνη τη μάχη χάθηκαν οι περισσότεροι. Ο Μενεδοκλής ήταν ένας από αυτούς που είχαν αυτήν τη μνήμη και ο Εύανδρος του ψιθύρισε:

«Ποιο ζώο θα φέρουνε;»

«Έχει σημασία; Αρκεί να το γουστάρει ο Άρης» σχολίασε ψυχρά ο Μενεδοκλής που δεν μπορούσε να ξεπεράσει το φόβο του.

Ο ιερέας άναψε τα κάρβουνα και ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό. Θα περίμενε κανείς η φωνή του να είναι δυνατή, όμως με κλειστά τα μάτια του άρχισε να σιγολέει μια προσευχή. Ίσα που ακουγόταν η φωνή από τα χείλη του και οι ήχοι της φύσης έκαναν

τους πάντες να ακούνε λέξεις σκόρπιες:

«Δία… ικετεύω… Θήβα… αγνούς… καρπεροί… τέκνα… πιστεύω… όλοι… έκκληση…»

Το ένα του χέρι κατέβηκε αργά και χώθηκε σε μία εσοχή του κατάμαυρου χιτώνα του. Όταν βγήκε κρατούσε σπόρους από την Βοιωτική πεδιάδα και θυμίαμα φτιαγμένο από τις ιέρειες του Ισμηνίου Απόλλωνα. Ήταν επιθυμία του Επαμεινώνδα η οσμή που θα πλημμύριζε να είναι θηβαϊκή. Ο ιερέας χωρίς να κοιτάξει ράντισε αργά τα αναμμένα κάρβουνα και το απαλό αεράκι σκόρπισε την ανακατεμένη μυρωδιά του θυμιάματος και του δεντρολίβανου στους παρευρισκόμενους που κοίταζαν με δέος και προσμονή. Ευθύς αμέσως άρχισαν να κροταλίζουν οι σπόροι του καλαμποκιού. Τότε μόνο κοίταξε ο ιερέας προς τα κάρβουνα και αφού βεβαιώθηκε πως κανένας σπόρος δεν εγκατέλειψε το βωμό είπε με ευχαρίστηση:

«Οι θεοί θα δεχτούνε την προσφορά μας!»

Ένα κύμα άκρατου ενθουσιασμού ξεχύθηκε και οι κραυγές των πολεμιστών έκαναν τα πουλιά να πεταρίσουν τρομαγμένα. Μερικοί άρχισαν να χτυπάνε την ασπίδα με το δόρυ τους, άλλοι με το σπαθί τους, έκαναν οτιδήποτε για να εκδηλώσουν τη χαρά τους για την απόφαση των θεών. Με τις φωνές να συνεχίζονται, ο

ιερέας τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω και έκανε νόημα προς ένα δέντρο όπου περίμεναν υπομονετικά τέσσερις βοηθητικοί. Αυτοί τινάχτηκαν σαν ελατήρια και καθάρισαν ταχύτατα τον πρόχειρο βωμό από τα κάρβουνα και τους καμένους καρπούς και όταν τελείωσαν γύρισαν στο δέντρο και οι δύο από αυτούς χάθηκαν πίσω από τον κορμό του, ενώ οι άλλοι δύο σήκωσαν ένα μεταλλικό πλέγμα και με δυσκολία το τοποθέτησαν πάνω στον βωμό. Ο ιερέας πλησίασε την εσχάρα και σιγοψιθυρίζοντας λόγια ακατανόητα την πέρασε όλη με χυμό λεμονιού αναμεμειγμένο με κόκκινο κρασί από τους ορεινούς αμπελώνες των Δελφών.      «Μενεδοκλή…» έσκυψε ο Εύανδρος και ρώτησε τον ταβερνιάρη που παρακολουθούσε ανέκφραστος «το κρασί ήταν καλό;»

«Ο Μενεδοκλής έχει πάντα το καλύτερο κρασί για το λαρύγγι των θεών. Πάντως, θα προτιμούσα να καταλήξει στο δικό μου λαρύγγι»

«Μενεδοκλή! Αυτό είναι ασέβεια…» είπε με παράπονο ο Εύανδρος που φημιζόταν για την προσήλωσή του στα θρησκευτικά ζητήματα, αλλά ο Μενεδοκλής δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα:

«Το μίγμα το έφτιαξα εγώ εχτές το βράδυ. Να είσαι βέβαιος φίλε μου ότι αν ζήσουμε απόψε θα το γιορτάσουμε με Δελφικό κρασί. Στο λεμόνι έκανε παρέα εκείνο το νεροζούμι που φτιάχνει ο πατέρας του Γοργίδα» είπε απαθής και έψαξε την αντίδραση του συνομιλητή του μέσα στα έκπληκτα μάτια του.

«Μα αυτό θα εξοργίσει τον Δία!» απάντησε έντρομος ο Εύανδρος.

«Είδες κανένα καλαμπόκι να πετάγεται έξω από τον βωμό;»

«Όχι, είναι αλήθεια αυτό»

«Ε, πάει να πεί ότι ο Δίας γουστάρει και το νεροζούμι. Το καλό κρασί Εύανδρε είναι για τους θνητούς. Και όταν τα τινάξουμε κι εμείς θα μας ποτίζουν οι ζωντανοί το νεροζούμι!»

Τον σύντομο διάλογό τους διέκοψε ο ήχος βημάτων που έσερναν με δυσκολία ένα ζώο. Το στόμα του ήταν περιορισμένο όπως και τα πόδια του. Όλοι έβγαλαν ένα επιφώνημα θαυμασμού αντικρίζοντας τον μαύρο ταύρο, μη μπορώντας να αψηφήσουν τον τεράστιο όγκο του.

Το ζώο βαρυγκωμούσε αφού ήταν αδύνατο να κουνήσει τα μέλη του χάρη στους περίτεχνους κόμπους ενός παλιού ναυτικού που τώρα υπηρετούσε στο ιππικό. Το στόμα του πάσχιζε να αφήσει τη φωνή να ακουστεί, αλλά το σφιχτό δέσιμο το έκανε να

μελανιάζει από την άσκοπη προσπάθεια και η φωνή πνιγόταν περιορισμένη στο λαρύγγι του ζώου. Όταν με πολύ κόπο έφτασαν

κοντά στον βωμό, ένας γεροδεμένος άντρας από τον Ιερό λόχο πλησίασε και γράπωσε το ζώο από το λαιμό. Το σήκωσε με χαρακτηριστική ευκολία και χωρίς να το αφήσει το κράτησε ακριβώς πάνω από την εσχάρα. Ο ιερέας ακούμπησε στα ρουθούνια του ζώου ένα ποτισμένο με κάποιο υγρό μανδύα και το ζώο άρχισε να τινάζεται, σα να καταλάβαινε ότι το τέλος του πλησίαζε. Ο γεροδεμένος νέος κοίταξε τον Εύανδρο και χαμογέλασε σφίγγοντας ακόμα περισσότερο τα μπράτσα του στο λαιμό του ζώου. Ο Μενεδοκλής σκούντηξε τον Εύανδρο.

«Μπράβο του!»

«Παράτησέ με Μενεδοκλή με τα αστεία σου!» είπε πειραγμένος ο νέος και κοίταξε τον συμπολεμιστή του. Το ζώο με γοργό ρυθμό έχανε τις αισθήσεις του και ώσπου να ανασάνουν όλοι τρεις φορές βυθίστηκε στον τελευταίο του λήθαργο. Το βαρύ του σώμα ανεβοκατέβαινε ανεπαίσθητα από τους χτύπους της καρδιάς του. Λίγη ώρα απέμεινε και θα έσβηνε και αυτή οριστικά.

Ο Επαμεινώνδας πλησίασε και έκανε νόημα στον Ιερολοχίτη που έσφιγγε το ζώο. Εκείνος χαλάρωσε αργά τη λαβή, ώσπου τα χέρια του απομακρύνθηκαν οριστικά. Δεν υπήρχε πια λόγος να το κρατάει, το ζώο ήταν ναρκωμένο. Ο Θηβαίος στρατηγός ακούμπησε το μέτωπο πάνω από τα μάτια του και κοίταξε μέσα τους. Είπε μερικά λόγια τόσο σιγά που δεν τα άκουσε κανείς και άπλωσε το αριστερό του χέρι χωρίς να τραβήξει τη ματιά του από τον ταύρο. O ιερέας έβαλε στο χέρι του Επαμεινώνδα ένα μαχαίρι. Εκείνος στάθηκε μπροστά από το ναρκωμένο ζώο, κράτησε γερά και ψηλά το μαχαίρι, έκλεισε τα μάτια του και όταν τα άνοιξε ξανά κατέβασε με μια ξαφνική κίνηση το μαχαίρι και το έμπηξε στο μέτωπο του ζώου.

Paragraph Separator

Οι στρατιώτες έτρωγαν με ικανοποίηση τα σφάγια, αλλά οι αξιωματικοί είχαν να συζητήσουν τα της μάχης, που θα έκρινε την κυριαρχία μιας νέας πόλης, της δικής τους, ή την συνέχεια της πρωτοκαθεδρίας της Σπάρτης στον ελλαδικό χώρο.

Ο Επαμεινώνδας κάλεσε όλους τους αξιωματικούς σε ένα ύψωμα πευκόφυτο. Ήθελε να έχουν όλοι οπτική επαφή με τη γη της Μαντίνειας, ήθελε να αντικρίζουν τον τόπο που θα γινόταν η δόξα ή ο χαμός τους. Τους κοίταξε έναν έναν αμίλητος, μα κάθε φορά που κοιτούσε στα μάτια τους ήταν λες και έλεγαν ένα σωρό κουβέντες.

Από το νου του πέρασε ο Πελοπίδας. Έχουν κιόλας περάσει δύο χρόνια από τότε που εκείνο το καταραμένο θεσσαλικό δόρυ χώθηκε στην πλάτη του. Χαμογέλασε ειρωνικά και ξανακοίταξε τον διοικητή του θεσσαλικού ιππικού, που αυτή τη φορά ήταν σύμμαχος, και όχι εχθρός.

«Βάρωνα…ξέρεις ότι μου στερήσατε τον καλύτερο φίλο. Δεν αμφιβάλλω για σένα. Αλλά θέλω να μου εγγυηθείς την πίστη των ιππέων σου. Δεν θα ήθελα να τους δω να καλπάζουν ξαφνικά

προς το μέρος μου»

«Επαμεινώνδα, δεν με ενδιαφέρει τι σκατά έκαναν οι προηγούμενοι από μένα. Τους διάλεξα έναν έναν και σου εγγυώμαι ότι κανείς από τους εχθρούς δεν θα αντικρίσει την πλάτη των παληκαριών μου!» είπε ο Θεσσαλός διοικητής του ιππικού με λόγια σταράτα.

«Δεν σου κρύβω Βάρωνα ότι τους Σπαρτιάτες τους εμπιστεύομαι περισσότερο από τους Θεσσαλούς. Τους έχω γνωρίσει ο ίδιος, κανείς δεν μπορεί να με κάνει να αλλάξω γνώμη. Συμμετέχετε στην εκστρατεία παρά τη θέλησή μου. Εύχομαι να είχα δίκιο και να έκανα σωστά όταν αποφάσισα να ακούσω τη γνώμη του Γοργίδα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι σκοτώσατε τον Πελοπίδα και ότι με τις ηλίθιες παραξενιές και εγωισμούς σας στερήσατε πολλές θηβαίικες οικογένειες από τον άντρα τους. Ελπίζω να μην προδώσετε την εμπιστοσύνη μας. Όλη μου η ψυχή θα είναι στη μάχη αύριο, μα να θυμάσαι πως ένα μικρό κομμάτι της θα κοιτάζει τα άλογα και τους καβαλάρηδες για τους οποίους είσαι υπεύθυνος. Για σένα δεν έχω αμφιβολία, αλλά καλά θα κάνεις να ζητήσεις μόνος σου από τον Άδη να σε πάρει, αν κάτι πάει στραβά» είπε ο Επαμεινώνδας στον Βάρωνα. Αυτός τον πλησίασε βγάζοντας το σπαθί του, κίνηση που τους έκανε όλους να σαστίσουν και να σφίξουν τις λαβές των δικών τους σπαθιών, όμως ο Θηβαίος στρατηγός σήκωσε το χέρι του και τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Ο Βάρωνας με αργά βήματα γύρισε το σπαθί, το έπιασε από την κόψη και σήκωσε τη λαβή ακουμπώντας την στο στήθος του Επαμεινώνδα. Η παλάμη του μάτωσε στη στιγμή.

«Στρατηγέ μας! Πες μου τώρα αν υπερισχύει η αμφιβολία από την σιγουριά σου για μένα» είπε ξάστερα. Το χέρι του αιμορραγούσε, μα ήταν λες και ο πόνος δεν μπορούσε να τον

αγγίξει. Ο Επαμεινώνδας κοίταξε τον Γοργίδα, ο οποίος του έγνεψε καταφατικά. Έπιασε και αυτός την κόψη του σπαθιού και ύστερα έβαλε το χέρι του πάνω από το χέρι του Βάρωνα.

«Όχι άλλο τραύμα αύριο!»

«Όχι άλλο τραύμα ποτέ!»

Το σπαθί μπήκε στη θέση του. Ήταν ώρα να ξεκινήσει το μικρό πολεμικό συμβούλιο.

«Λοιπόν…απέναντι από τους Σπαρτιάτες θα παραταχθούμε εμείς. Μεγάλο βάθος και κοντινές γραμμές»

«Όμως γνωρίζουν πια την τακτική μας Επαμεινώνδα. Μήπως θα έπρεπε να τοποθετήσουμε τον Ιερό Λόχο στην πρώτη γραμμή;»

«Μην παρασύρεσαι καλέ μου φίλε. Σίγουρα θα είναι

προετοιμασμένοι για αυτό το ενδεχόμενο»

«Θέλεις να πεις…»

«…ότι εμείς θα κάνουμε αυτό που θεωρούν λιγότερο πιθανό. Ο Ιερός Λόχος θα είναι πίσω και δεξιά της παράταξης, ανάμεσα στον πρώτο και δεύτερο σχηματισμό.Αν όλα εξελιχθούν καλά θα στραφεί δεξιά, αλλιώς θα υποστηρίξει τον πρώτο σχηματισμό αν στραβώσουν τα πράγματα. Το μόνο που θέλω…» είπε και κόμπιασε, κοιτάζοντας τον λοχαγό του:

«Θα μπορέσετε να κρατήσετε για λίγο;»

«Ναι!»

«Οι απώλειες ίσως να είναι μεγάλες»

«Θα κρατήσουμε τόσο όσο χρειάζεται για να πατήσουμε πάνω στους Σπαρτιάτες!»

«Είσαι μπροστά, κινδυνεύεις άμεσα. Μετά την πρώτη κρούση οι Σπαρτιάτες λογχίζουν».

«Τους έχω μια έκπληξη!» είπε ο λοχαγός και φώναξε τον βοηθητικό του. Εκείνος έφερε μια λόγχη διπλάσια σε μέγεθος από την κανονική και με μακρύτερο κοντάρι. Καθώς ο Επαμεινώνδας την περιεργάστηκε με σαφείς κινήσεις επιδοκιμασίας, ο λοχαγός εξήγησε σε όλους:

«Το πρώτο πράγμα που θα ακουμπήσει τις Σπαρτιατικές ασπίδες θα είναι ετούτο το μακρυνάρι. Όσο να είναι, κάτι θα κερδίσουμε σε χρόνο και μπορεί και να πληγώσουμε κάποιον. Και αν γίνει αυτό λίγες μοναχά φορές, τότε θα τους πάρει η κάτω βόλτα. Εγώ έχω μυαλό κύριοι! Αν θέλετε ανόητους που πέφτουν με το στήθος τους πάνω σε σπαρτιατική φάλαγγα, ψάξτε κατά την Περσία να βρείτε!»

«Υπολόγισες πόσα κοντάρια φτάνουν στην κρούση την πρώτη γραμμή των Σπαρτιατών;»

«Οι δύο πρώτες δικές μας σειρές»

«Εντάξει. Είναι καλά. Γοργίδα, τοποθετήθηκε το ιππικό στις θέσεις του;»

«Ναι Επαμεινώνδα. Τους μισούς τους έχω δεξιά μας και πίσω, προς το λόφο. Οι άλλοι μισοί είναι άφαντοι. Μόνο εγώ ξέρω που βρίσκονται»

«Σου έχω εμπιστοσύνη φίλε μου! Ιόλαε, πως είναι τα παλικάρια μας;»

«Στρατηγέ…»

«Γιατί διστάζεις; Μήπως φοβούνται;»

«Όχι βέβαια! Το κακό είναι ότι δεν φοβούνται καθόλου!»

«Ενημέρωσέ τους για τη θέση τους»

«Αν μπορέσω και τους μαζέψω…εξαφανίζουν το κρασί του Μενεδοκλή. Είπαν ότι μπορεί να σκοτωθούν σήμερα και ότι το μόνο που τους νοιάζει είναι να ξεράσουν κρασίλα τον βαρκάρη!»

Ο Επαμεινώνδας χαμογέλασε, μα ευθύς σταμάτησε και σήκωσε το χέρι του, θέλοντας να μη διακόψει κανείς τις σκέψεις του. Ξαφνικά σήκωσε το κεφάλι του και είπε:

«Αυτό είναι!»

«Ποιό;»

«Γοργίδα έλα λίγο να σου πω» είπε και αποτραβήχτηκαν λίγο παράμερα. Οι υπόλοιποι μάταια προσπάθησαν να μαντέψουν από τις γεμάτες ένταση κινήσεις του στρατηγού τους τι εξηγούσε στον Γοργίδα.

«Λοιπόν: εκτός από τον δικό μας σχηματισμό υπάρχουν άλλοι τέσσερις, σωστά;»

«Ναι»

«Θέλω οι τρεις από αυτούς να έχουν πλάγια θέση στις γραμμές των εχθρών!»

Ο Γοργίδας έσμιξε ασυναίσθητα τα φρύδια του. Η όψη του έδειχνε κάποιον που κατάλαβε το σκεπτικό, αλλά χρειαζόταν κι άλλες λεπτομέρειες ώστε να το εμπεδώσει καλά. «Πες μου κι άλλα…» είπε και περίμενε από τον Επαμεινώνδα να γίνει πιο σαφής. Ο στρατηγός του δεν τον άφησε προβληματισμένο.

«Άκου Γοργίδα! Ο βασικός μας σχηματισμός θα έχει βάθος πενήντα ανδρών. Δεν χρειάζεται να είναι ο Ιερός Λόχος μπροστά. Θα έχει και σχήμα εμβόλου, οπότε θεωρώ πως οι Σπαρτιάτες δεν θα αντέξουν. Είναι βέβαιο πως θα ανακάμψουν, αλλά κάτι τα κοντάρια του, κάτι η ορμή της κρούσης, θα μας δώσει τον χρόνο που χρειαζόμαστε ώστε να εμπλακούν σταδιακά και οι υπόλοιπες μονάδες μας. Οι διακόσιοι που θα είναι μπροστά είναι αρκετοί για ένα τέτοιο χτύπημα. Ο Ιερός Λόχος θα ακολουθεί και αναλόγως θα πράξει»

«Μέχρις εδώ καλά μου τα λες. Δεν θα ήθελες όμως να χτυπήσει ταυτόχρονα και ο δεύτερος σχηματισμός;»

«Δεν υπάρχει λόγος. Εσύ θα προτιμούσες ένα αμφίβολο δεύτερο χτύπημα ή μια ελαστική δράση; Παρακολουθούν πρώτα, υποστηρίζουν στην επιτυχία, εμπλέκονται αν τα πράγματα

δυσκολέψουν. Ποιος θα περιμένει να υποστηρίζεται το καλύτερο σώμα από ένα κατώτερης αξίας. Με ενδιαφέρει όμως και κάτι άλλο…»

Τα τελευταία λόγια τα είπε κρατώντας το πηγούνι του και κοιτάζοντας όχι τον Γοργίδα, αλλά τη γη της Μαντίνειας.

«Δεν μας έχουν δει να στρατοπεδεύουμε. Οι φρουρές μας είναι βέβαιο πως δεν άφησαν ούτε μύγα να ελπίζει πως μπορεί να δει τι κάνουμε αυτή τη στιγμή. Όμως συντάσσονται γρήγορα, η απόσταση από εδώ ως την πεδιάδα είναι αρκετή να το κάνουν αυτό μόλις ξεμυτίσουμε από τα στενά, οπότε το μόνο που μου έρχεται στο νου…»

«Παραπλάνηση!» είπε ο Γοργίδας λάμπωντας, την ώρα που ο Επαμεινώνδας κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του.

«Ακριβώς φίλε μου, παραπλάνηση.Να τους κάνουμε να πιστέψουν ότι δεν πάμε για μάχη, αλλά για στρατοπέδευση»

«Η ιδέα σου είναι καλή, πολύ καλή!» είπε ο Γοργίδας και συνέχισε με τον ίδιο ενθουσιασμό «Ένας τρόπος υπάρχει, να μην πάμε κατευθείαν πάνω τους»

«Σωστά. Και επειδή δεξιά μας θα είναι οι Αθηναίοι και αριστερά μας οι Σπαρτιάτες, θα κάνουμε χαλαρή πορεία ως τα ριζά του λόφου αριστερά μας. Όταν θα δώσω το σύνθημα, θα λάβουμε τις θέσεις μάχης και πλέον η μάχη θα είναι σίγουρη»

Ο Γοργίδας βημάτισε λίγο μπροστά, σαν να μην άκουσε τα τελευταία λόγια του στρατηγού του. Όμως τα είχε ακούσει και τα

είχε καταλάβει, στο μυαλό του ήδη είχε σχηματιστεί η εικόνα των αγγελιοφόρων να μεταδίδουν αστραπιαία την εντολή αλλαγής από πορεία σε μάχη. Ο γόνιμος νους του όμως παρατηρούσε και κάτι άλλο.

«Επαμεινώνδα, μπροστά από το έμβολο θα υπάρχει άπλετος χώρος»

«Λοιπόν;»

«Θα έχουν κάποιο χρόνο να σκεφτούν τι έρχεται κατά πάνω τους. Τι θα έλεγες να υπάρχει και ένας κεραυνός που δεν θα τον περιμένουν;»

Ο Επαμεινώνδας απόρησε, τα μάτια του στένεψαν. Πήγε δίπλα του.

«Δείξε μου Γοργίδα»

Ο αρχηγός του ιππικού έδειξε το σημείο ανάμεσα στην θηβαϊκή δύναμη κρούσης και τους Λακεδαιμόνιους και περιέγραψε αυτό που φανταζόταν.

«Με το σύνθημά σου παίρνουμε θέσης μάχης. Θα είναι χαλαροί, θα τους πάρει κάμποσο να οργανωθούν. Η απόσταση είναι αρκετή όμως. Είμαι σίγουρος ότι είχες σκεφτεί λίγο τρέξιμο κατά πάνω τους»

«Ακριβώς»

«Θα κουραστούν οι οπλίτες μας»

«Η δουλειά του πολεμιστή είναι να ιδρώνει»

«Και του αλόγου όμως…» απάντησε κοφτά ο Γοργίδας και κοίταξε τον Επαμεινώνδα. Ο Θηβαίος στρατηγός θέλησε να κραυγάσει από την χαρά του. Έπιασε τον διοικητή του ιππικού από τους ώμους και τον τράνταξε.

«Είσαι εκπληκτικός Γοργίδα! Με τέτοιους ανθρώπους πλάι μου δεν φοβάμαι τίποτα» είπε ενθουσιασμένος, αλλά παρατήρησε

πως η έκφραση του Γοργίδα ήταν κάπως ψυχρή.

«Φαντάσου λοιπόν Επαμεινώνδα να είσαι Σπαρτιάτης, να βλέπεις μία τεράστια φάλαγγα να κινείται κατά πάνω σου. Ένας μικρός φόβος σε τραβάει προς τα πίσω, αλλά είσαι γεννημένος για τη στιγμή που θα σε αγγίξει. Δεν σου έμαθαν κάτι όμως οι εκπαιδευτές σου. Δεν σου έμαθαν ότι κάποια στιγμή του χρόνου, δεξιά από αυτή τη φάλαγγα, εκεί που η ασπίδα σου δεν σε προστατεύει, θα αντικρίσεις ξαφνικά ένα ξέφρενο τσούρμο από τσατισμένα άτια με τσατισμένους καβαλάρηδες, που θα τα έχει

διατάξει ο τσατισμένος τους στρατηγός να σε πάρουν και να σε σηκώσουν!» είπε ο Γοργίδας σφίγγοντας τα δόντια, σα να ανυπομονούσε να είναι στο πρώτο άλογο που θα πέσει πάνω στους Σπαρτιάτες. Ο Επαμεινώνδας τον φίλησε στο μέτωπο. Τον κοίταξε στα μάτια. Τόσο απλή σκέψη, μα και τόσο παράτολμη!

«Είσαι διοικητής του ιππικού φίλε μου. Το δικό σου μυαλό γέννησε τον Ιερό Λόχο, είσαι…»

«Επαμεινώνδα, σε παρακαλώ…» είπε ο Γοργίδας, αλλά ο στρατηγός τον έσφιξε στους ώμους και αυτό τον έκανε να συνεχίσει αυτά που ήθελε να πει:

«Είσαι ένας τεράστιος άνθρωπος για την Θήβα. Σε αυτό που πρότεινες, δεν θέλω να ηγείσαι!»

Τα λόγια του Επαμεινώνδα ήχησαν σαν καταπέλτης στην

καρδιά του Γοργίδα, το ενδιαφέρον του στρατηγού τον συγκίνησε, οργίστηκε όμως καθώς δεν θα είχε την τιμή. Τις σκέψεις του τις κατάλαβε ο Επαμεινώνδας.

«Φίλε μου, η δουλειά σου είναι να σκαρφίζεσαι τρόπους νίκης. Απαγορεύω τον θάνατό σου!»

Τι περίεργη στιγμή…συμφωνούσαν σε όλα, διαφωνούσαν σε κάτι κρίσιμο. Η αποτελεσματικότητα της μάχης είχε το αγκάθι του συναισθήματος, η τιμή και η ανδρεία χτυπιόταν από τον ψυχρό ρόλο του αρχηγού, η δύναμη της διαταγής προσπαθούσε να επιβληθεί πάνω στους άγραφους νόμους της πολεμικής αρετής. Ποτέ άλλοτε δεν πέρασε πρώτο το ιππικό στην αντιμετώπιση μιας φάλαγγας. Η διαταγή έλεγε να μην είναι επικεφαλής ο ίδιος του ο διοικητής! Η καρδιά έλεγε σε αυτόν «Μη λείψεις από αυτό το γλέντι!», ο νους όμως ένιωθε ότι ο στρατηγός είχε δίκιο.

«Πανάθεμά σε Επαμεινώνδα. Αν ξανανοίξω το στόμα μου να θυσιάσεις εμένα πριν την επόμενη μάχη!» είπε ο Γοργίδας και βημάτισε νευρικά προς την αντίθετη μεριά. Η πλάτη του ήταν στραμμένη πια στον τόπο του πεπρωμένου. Ο Επαμεινώνδας χαμογέλασε και κοίταξε προς την πεδιάδα. Φαντάστηκε για μια στιγμή όλες τις κινήσεις που είχαν σχεδιάσει. Το μέλλον της Θήβας φάνταζε ηλιόλουστο.

«Κραυγή που όμοιά της δεν έχετε ακούσει ποτέ βγήκε από τα στόματα των Σπαρτιατών που δέχτηκαν το πρώτο χτύπημα και από τους ιππείς μας που τους ποδοπάτησαν. Η μανία του Άρη μας κυρίευσε, αρχίσαμε όλοι να ουρλιάζουμε σαν βάρβαροι που κάνουν θυσία ανθρώπους. Η μάχη που θα έκρινε πολλά είχε αρχίσει, γυρισμός δεν υπήρχε προς την ειρήνη. Δε νομίζω ο βαρκάρης να οδήγησε ξανά τόσο γρήγορα τη βάρκα του πέρα δώθε στις όχθες του ποταμού στον Κάτω Κόσμο.

Όμως οι Σπαρτιάτες άντεξαν και συνήλθαν γρήγορα. Και έκαναν αυτό που χρόνια μάθαιναν. Η μάχη έγινε γρήγορα μία αμφίρροπη αναμέτρηση με το θάνατο. Οι σύμμαχοί μας στα δεξιά δεν τα κατάφεραν καλά κι έτσι βρεθήκαμε αριστερά να κερδίζουμε, με τους Σπαρτιάτες να παλεύουν δυνατά, ενώ δεξιά κρατούσαμε πολύ δύσκολα τους συμμάχους τους που είχαν πάρει το πάνω χέρι.

Ένιωσα κάποια στιγμή πως όλα θα τελείωναν σε λίγη ώρα. Είχα κουραστεί πολύ, όλοι είχαν κουραστεί, το έβλεπες στις σπαθιές τους, που δεν είχαν δύναμη να κόψουν ούτε ξεραμένο κούτσουρο. Έβλεπες τα κεφάλια χαμηλωμένα και τα μάτια να ψάχνουν ανασηκωμένα να καλύψουν τον κόπο που ένιωθε ο σβέρκος. Κοντάρι δεν σήκωνε σχεδόν κανένας, βαρύ, αδύνατο να κρατηθεί πάνω από τον ώμο. Λίγοι μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Και κάποιος κατάφερε να κρατήσει το δόρυ του γερά, βρήκε τη δύναμη και το πέταξε. Και αυτό έκανε την αέρια πορεία του και δεν λάθεψε ούτε τόσο δα.

Και η Μοίρες όρισαν αυτοί οι λίγοι να πλάσουν το τέλος. Όχι της μάχης, όχι…

Ένα τέλος υπήρξε για μένα τότε…»

Paragraph Separator

Το δόρυ του εκτοξεύτηκε με δύναμη. Πέρασε πάνω από αρκετά κεφάλια και χώθηκε με ορμή στο λαιμό του Σπαρτιάτη, που κεραυνοβολημένος έπεσε από το άλογό του. Εκείνο χλιμίντρησε τρομαγμένο και γυρνώντας να φύγει τον ποδοπάτησε. Ο Επαμεινώνδας είχε ήδη τραβήξει το σπαθί του και μη χάνοντας καιρό, άρπαξε τη χρυσή ευκαιρία που του δώθηκε.

«Εδώ Θηβαίοι μου! Ρήγμα!» κραύγασε με όλη του τη ψυχή, δείχνοντας με τεντωμένο το χέρι προς το σημείο που σκοτώθηκε ο αντίπαλος διοικητής, το οποίο έμοιαζε πια μέσα στο πεδίο της μάχης σα μικρό ξέφωτο. Γύρω από τον Επαμεινώνδα μαζεύτηκαν αμέσως τριάντα περίπου οπλίτες και απέδειξαν μονομιάς πόσο χρειάστηκε η εκπαίδευση που τους υπέβαλε ο στρατηγός τους, σχηματίζοντας ταχύτατα μια μικρή, αλλά αποτελεσματική φάλαγγα. Άλλοι είκοσι περίπου έμειναν λίγα βήματα πιο πίσω και έτσι σε χρόνο μηδέν δημιουργήθηκε μια μικρογραφία της αρχικής τους παράταξης. Ο πρώτος και πιο συμπαγής όγκος βημάτισε ρυθμικά προς το σημείο που υπέδειξε ο Επαμεινώνδας και στο διάστημα που χρειάστηκε για να φτάσει εκεί δεν χάθηκε κανείς, ενώ η φονικότητα του σχηματισμού επιβεβαιωνόταν με κάθε χτύπημα σπαθιού, με κάθε βολή δόρατος. Οι Σπαρτιάτες σαστισμένοι κοιτούσαν δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να αμυνθούν. Ο σχηματισμός του Επαμεινώνδα έφτασε σχεδόν άνετα στο σημείο που έπρεπε και τότε χρειάστηκε να παλέψει με κόπο να υπερασπίσει το χώρο, γιατί η σαστιμάρα των Σπαρτιατών νικήθηκε από τα πολεμικά τους γονίδια και η αντεπίθεσή τους λάμβανε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις πια.

«Τη Θήβα πρώτη να κάνουμε αδερφοί μου!» φώναζε ο Επαμεινώνδας. Τα πρόσωπα όλων είχαν παραμορφωθεί από ένα μείγμα πάθους, αγωνίας, μίσους για τον εχθρό, φόβου για το χάρο που στεκόταν πάνω από τη Μαντίνεια και ξεδιάλεγε τα θύματα.

«Λέανδρε!» φώναξε κάποιος στον υπαρχηγό και εκείνος από ένστικτο έσκυψε σηκώνοντας με μια ξαφνική κίνηση την ασπίδα του. Το δόρυ που απείλησε τη ζωή του εξοστρακίστηκε πάνω στο λείο σώμα της και πήρε οριστικά τη ζωή ενός Θηβαίου, που προσπαθούσε να βγάλει από το μπράτσο του ένα βέλος. Ένας άλλος, ανάσκελα και με κομμένο το αριστερό του χέρι σήκωσε την ασπίδα για να προστατευτεί από τον διψασμένο για αίμα Σπαρτιάτη, που είχε σηκώσει το σπαθί του κρατώντας το και με τα δύο χέρια. Πρόλαβε να δει τον εχθρό του να χάνει το φως του από έναν του ιππικού, που έφτασε καλπάζοντας και τον τράνταξε με ορμή ρίχνοντας πάνω του το άλογο με τα μπροστινά του πόδια. Ο καβαλάρης χαμογέλασε στο συμπολεμιστή του.

«Για πόση ώρα σε γλύτωσα;»

«Όσο έπρεπε για να σε χαιρετήσω Γοργίδα!» και η φωνή του έσβησε μαζί με την καρδιά του. Ο Γοργίδας στριφογύρισε για λίγο και μελέτησε όσο μπορούσε την κατάσταση. Τα πράγματα ήταν μπερδεμένα και η ήττα χόρευε χέρι χέρι με τη νίκη.  Το βλέμμα του όμως σταμάτησε σε μια μεριά και αυτό που αντίκρισε τον έκανε να γεμίσει με αγωνία την καρδιά του.

«Λέανδρε, εκεί μέσα!» είπε ρίχνοντας προς την κατεύθυνση αυτή το δεύτερο δόρυ του. Ο Λέανδρος κοίταξε προς τα κει και είδε τον Επαμεινώνδα να έχει αποκοπεί από τους άλλους και γύρω του να πληθαίνουν οι εχθροί παρά οι φίλοι. Κοίταξε ύστερα πιο πίσω και είδε πως εκεί οι Σπαρτιάτες είχαν πλήρως ανακτήσει τον έλεγχο της περιοχής και έριχναν πια όλο τους το βάρος πάνω στον αντίπαλο στρατηγό. Χωρίς να το σκεφτεί άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.

Ο Επαμεινώνδας κινήθηκε ξαφνικά βίαια μπροστά. Δεν απέμεναν παρά είκοσι δρασκελιές, όταν ο Λέανδρος διέκρινε καθαρά τη λόγχη να εξέχει από το στήθος του στρατηγού του. Κόκκινο, καθαρό αίμα έσταζε από τη μύτη της, καθώς είχε πετύχει το στόχο της. Τα χέρια του Επαμεινώνδα κρέμασαν δίπλα στο κορμί του και πρώτα η ασπίδα αποχωρίστηκε από αυτά. Το δεξί του χέρι προσπάθησε μάταια να σφίξει το σπαθί. Δάχτυλα αδύναμα, άτονα… νικημένα. Έπεσε και αυτό στο έδαφος, τη στιγμή που ο Λέανδρος έφτανε μπροστά του. Πρόλαβε και τον έπιασε από τις μασχάλες, την ώρα που λύγισαν και τα γόνατά του και ακούμπησαν το αιματοβαμμένο χώμα της Μαντίνειας. Ο Λέανδρος τον στήριξε πάνω του και απεγνωσμένα αναζήτησε δεξιά και αριστερά βοήθεια, αφού οι Σπαρτιάτες ανακτώντας θάρρος από το σημάδι τους κινούνταν πολύ απειλητικά προς το μέρος τους.

Σκούπισε το στόμα του Επαμεινώνδα με το ένα χέρι του και με το άλλο του αγκάλιασε το κεφάλι. Τότε είδε πίσω, στην πλάτη του αρχηγού, το τεράστιο ακόντιο που είχε κατατρυπήσει το θώρακα και τα κομμάτια του ορείχαλκου να έχουν χωθεί στη σάρκα, παρασυρμένα από τη μανία του όπλου να την τρυπήσει.

«Κάνε κουράγιο Επαμεινώνδα… κουράγιο… στρατηγέ μου!» ψέλλισε με δυσκολία και πόνο. Τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν, όταν φίλησε τα σκονισμένα μαλλιά του Επαμεινώνδα και φώναξε:

«Έπεσε ο στρατηγός! Ιερός λόχος!»

Ένα πραγματικό μακελειό έστησαν οι Ολύμπιοι εκείνη την ημέρα. Ο Ιερός λόχος ήταν σχετικά κοντά, αλλά θα νόμιζε κανείς πως θα άκουγε τη βροντερή φωνή του Λέανδρου ακόμα και από τη Θήβα. Η είδηση του τραυματισμού του Επαμεινώνδα πείσμωσε τους ατρόμητους μαχητές, οι οποίοι άρχισαν να κινούνται σταθερά προς το σημείο. Μάταια οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να ανακόψουν τη θανατηφόρα για αυτούς προέλαση του επίλεκτου Θηβαϊκού σώματος και μοιραία επέλεξαν να οπισθοχωρήσουν. Οι πρώτοι Ιερολοχίτες έφτασαν στον Λέανδρο ακριβώς τη στιγμή που λύγιζαν εκείνοι που τον προστάτευαν σθεναρά. Η ελπίδα των αντιπάλων τους να κατακτήσουν ως τρόπαιο τον τραυματία Θηβαίο στρατηγό πέρασε και δεν ξαναήρθε. Ο Λέανδρος φώναξε έναν από τους πιο γεροδεμένους Ιερολοχίτες και όταν αυτός πήγε κοντά γούρλωσε τα μάτια του.

«Λέγε Ιόλαε, μα τον Κάδμο!»

«Μη τολμήσεις και βγάλεις το ακόντιο… Κρηνέα! Εύμορφε! Μεταφορά!»

Δύο μεγαλόσωμοι πήγαν αμέσως κοντά και την ώρα που ο Λέανδρος αναλάμβανε και πάλι πολεμική δράση, αυτοί σήκωσαν τον Επαμεινώνδα τη στιγμή που οι υπόλοιποι δημιούργησαν ένα ελάχιστο κενό ανάμεσα στις γραμμές τους για να μεταφερθεί ο Επαμεινώνδας

«Προς το λόφο δεξιά! Η υποστήριξη εμπρός!» ούρλιαξε ο Ιόλαος. Το τμήμα υποστήριξης της λοξής φάλαγγας άφησε τον παθητικό αμυντικό ρόλο και ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία, κάνοντας έτσι τη μεταφορά ακόμα πιο εύκολη. Οι Θηβαίοι πέτυχαν και την ασφαλή μετακίνηση του τραυματία αρχηγού τους, αλλά και τον απόλυτο έλεγχο της μάχης, αφού οι καθηλωμένοι από τον Ιερό λόχο Σπαρτιάτες δέχτηκαν δεύτερο πλήγμα, χωρίς να έχει χαλαρώσει το πρώτο. Η λοξή φάλαγγα λειτούργησε άψογα και πέρα από κάθε προσδοκία για άλλη μια φορά. Ο Κρηνέας με το ένα χέρι κρατούσε τον Επαμεινώνδα και με το άλλο το σπαθί του, ο Εύμορφος είχε πετάξει το σπαθί του σε ένα Σπαρτιάτη που πίστεψε πως θα κατάφερνε να φτάσει κοντά τους.

«…Κρηνέα…»

Εκείνος δεν πίστεψε στα αυτιά του. Με δάκρυα που έπεφταν βροχή πάνω σε αυτόν που του μίλησε, είπε:

«Μη μιλάς αρχηγέ! Μη μιλάς». Αλλά ο Επαμεινώνδας είχε άλλη γνώμη

«…στείλε το… ιπ…» και το στόμα του ξέρασε αμέσως αίμα και έβηξε. Ο Κρηνέας συνέχισε κλαίγοντας.

«Μη μιλάς στρατηγέ! Πάψε να κουράζεσαι…» και σταμάτησε ξαφνιασμένος. Ο Επαμεινώνδας με μια ξαφνική κίνηση τον έπιασε, καθώς ήταν σκυμμένος κοντά του, από τα μαλλιά και ανασήκωσε λίγο το κεφάλι του.

«…το ιππικ… ό… δεξιά… στείλε το… πάνω τους… νι… νικήστε!»

Είχαν αρχίσει να φτάνουν σε σημείο ασφαλές. Ο Κρηνέας δεν σταμάτησε να κλαίει και να μονολογεί, έτσι ο Εύμορφος που με κόπο συγκρατούσε τη συγκίνησή του είπε στον Λέανδρο για τα λόγια του Επαμεινώνδα. Το πρόσωπο του Λέανδρου έλαμψε από μια άγρια ικανοποίηση.

«Άσχημες εικόνες Κάσσανδρε, συγχώρεσέ με που κομπιάζω. Ακόμα και ο διάδοχος δάκρυσε, ελπίζω πως εμένα τον γέρο θα με δικαιολογήσεις…»

Paragraph Separator

«Γιατί τρέμεις Γοργίδα;»

Η φωνή του αρχηγού ήταν αταίριαστη με την όψη του. Βγήκε από χείλια λερωμένα από το ξεραμένο αίμα, μα βγήκε ήρεμη και σταθερή, σα να μη συνέβαινε τίποτα. Ακόμα και τα μάτια του δεν στάθηκαν προσηλωμένα σε κάποια μεριά. Δεν ήταν τα μάτια ενός ανθρώπου που πολέμησε λίγη ώρα πριν και τώρα πια περίμενε τον βαρκάρη του Άδη να τον περάσει στην απέναντι όχθη. Αργά και σταθερά στράφηκαν στον άνθρωπο που χρόνια ολόκληρα τα κοίταζε με απερίγραπτη φιλία. Συναντήθηκαν οι ματιές τους και μια ολόκληρη ζωή φάνηκε ανάμεσά τους.

Ο Γοργίδας όμως ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Το βουβό του κλάμα ζωγραφίστηκε με δάκρυα στο πρόσωπό του και τα χέρια του τρεμάμενα και διστακτικά χάιδεψαν τον ετοιμοθάνατο φίλο του, τον στρατηγό του. Προσπάθησε με μουδιασμένα χείλη να πει ότι θα πρόσφερε και τη ζωή του ακόμα. Ναι, ήταν πρόθυμος να δοθεί εκείνην την ώρα στον βαρκάρη, αλλά ο ήχος πνίγηκε στο λαρύγγι του. Όχι από δειλία, ποτέ δεν φοβήθηκε να μιλήσει. Ήταν τέτοια η λύπη του και ο θρήνος του, που απόμεινε αδύνατος ο λόγος του και τα χέρια του ικανά μόνο να απαλύνουν όσο μπορούσαν αυτό το τελευταίο μονοπάτι.

Ο Επαμεινώνδας σήκωσε αργά το χέρι του και ο Γοργίδας το στήριξε μέχρι που ο αρχηγός του ακούμπησε και εκείνος το πρόσωπο του φίλου του. Σα να κατάλαβε πως χρειαζόταν βοήθεια για να μιλήσει και το στόμα του Γοργίδα άνοιξε και μια πονεμένη φωνή αφέθηκε στον αγέρα της Μαντίνειας.

«Δεν έχεις παιδιά Επαμεινώνδα…»

«Μήπως πέρασες Γοργίδα από του Μενεδοκλή και ήπιες; Δυο κόρες έχω φίλε μου… δυο κόρες όμορφες και αθάνατες, μα τους προγόνους μου!»

Ο Γοργίδας δε μίλησε και ο Επαμεινώνδας ανάσανε βαθιά προς έκπληξη όλων όσων ήταν δίπλα του.

«Δυο κόρες αφήνω πίσω μου… δυο νίκες!»

Όλοι χαμήλωσαν το κεφάλι, όλοι κάλυψαν με τις παλάμες τους σαν από παιδική ντροπή τα πρόσωπά τους.

«Γοργίδα…»

«Ναι στρατηγέ μου…»

«Μια τελευταία διαταγή για σένα παλικάρι μου…»

«Ό,τι θέλεις Επαμεινώνδα»

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να συναντήσω τους προγόνους μου… το δόρυ το πέταξε εχθρός, μα θα το βγάλει φίλος!»

Η αντοχή του Γοργίδα έσβησε μονομιάς, τη θέση της πήραν οι λυγμοί. Και ο Επαμεινώνδας έκανε την ίδια κίνηση που έκανε μερικές στιγμές νωρίτερα ο υπασπιστής του. Έπιασε το χέρι του και το έβαλε πάνω στο δόρυ. Ο Γοργίδας έκανε να το τραβήξει, δεν ήθελε να το κάνει, μα ο Επαμεινώνδας έβαλε και το άλλο του χέρι και έσφιξε με δύναμη την παλάμη του Γοργίδα.

«Σε ικετεύω Γοργίδα! Μόνο εσύ!» είπε και τα μάτια του έλαμψαν.

Ο υπασπιστής σηκώθηκε και σκούπισε βιαστικά τα δάκρυά του. Τον ικέτεψε! Δεν υπάρχει δισταγμός, δεν πρέπει να υπάρχει δισταγμός. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Επαμεινώνδας έβηξε και καθαρό κόκκινο αίμα βγήκε από το στόμα του. Ανοιγόκλεισε αυτό, μα τίποτα περισσότερο από έναν αδύναμο αγωνιώδη ήχο δεν βγήκε. Τα μάτια του Επαμεινώνδα έκαναν να κλείσουν μα άνοιξαν ξανά και το κεφάλι του ανασηκώθηκε. Κοίταξε τον Γοργίδα και προσπάθησε ξανά να μιλήσει μα το αίμα είχε μπουκώσει το λαρύγγι του και τον έπνιγε. Λόγια δεν βγήκαν από το τρεμάμενο στόμα του, τα μόνα λόγια ήταν σιωπηρά και φαίνονταν καθαρά στα μάτια του αρχηγού:

«Κάνε το!»

Το πρόσωπό του Γοργίδα σκλήρυνε και έγινε αποφασιστικό. Τα χέρια του στρατηγού ήταν ακόμα πάνω στο δόρυ που τον τραβούσε στον κάτω κόσμο. Ο Γοργίδας σήκωσε τα δικά του προς τον ουρανό και ψέλισε μια προσευχή. Ύστερα πήρε το σπαθί του Επαμεινώνδα και το ακούμπησε πάνω στο πληγωμένο στέρνο του αρχηγού του, έπειτα του φόρεσε την δεξιά περικνημίδα και έβαλε την ασπίδα δίπλα. Το έμβλημα της γενιάς του Επαμεινώνδα, ο δράκοντας των Σπαρτών γυάλισε καθώς ένα φευγαλέο φως από τον ήλιο έπεσε πάνω του.

Δεν πέρασαν τρεις ανάσες ως τη στιγμή που τέσσερα χέρια σφίχτηκαν πάνω στο κοντάρι. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι. Και τότε με υπερπροσπάθεια ο Επαμεινώνδας κατάπιε το αίμα που τον ενοχλούσε και χαμογελώντας τέντωσε πίσω το κεφάλι του και η φωνή του ούρλιαξε τα τελευταία λόγια του στον αέρα της Μαντίνειας:

«Θα ζήσω αιώνια γιατί πεθαίνω ανίκητος!»

Μια κραυγή έσκισε τον αέρα σαν κεραυνός. Ήταν του Γοργίδα την ώρα που τράβηξε με δύναμη για να μην παρατείνει τον πόνο. Το σώμα του Επαμεινώνδα κινήθηκε μια σταλιά προς τα πάνω και έπειτα ακούμπησε βιαστικά το έδαφος. Το σπαθί κύλησε από το στήθος του στο αρκαδικό χώμα και η ασπίδα ταλαντεύτηκε, αλλά δεν έπεσε.

Έλαμπε το πρόσωπό του όταν είπε για τις κόρες του. Άστραφτε με τις στερνές του λέξεις. Ο ήλιος φάνηκε να μην αντέχει αυτό που αντίκριζε στη γη και το φως του ατόνησε. Ένα απαλό, ελαφρύ αεράκι άρχισε να φυσά, τόσο όσο χρειαζόταν για να ανεμίζουν οι χαίτες των πολεμιστών, όχι περισσότερο από αυτό που είχαν ανάγκη για να δροσίσουν το ζεστό από την προσπάθεια κορμί τους, όσο έπρεπε για να σβήσει η κάψα του θρήνου.

Οι πνεύμονες του Επαμεινώνδα δεν άντεχαν άλλο τεντωμένοι. Άρχισαν να διώχνουν τον αέρα από μέσα τους αργά και σταθερά. Ταυτόχρονα άρχισαν να κλείνουν και τα μάτια του.

Είδε από πάνω του τα κλαδιά του δέντρου και μικρές φωτεινές κουκίδες ανάμεσά τους, το φως μέσα στα φύλλα. Το κεφάλι του άρχισε να γέρνει προς τα δεξιά, η εικόνα άλλαζε μέχρι που είδε πολλά κεφάλια σκυμμένα. Το ταξίδι του είχε αρχίσει, ο βαρκάρης είχε φανεί και του έγνεφε να μπει.

Κοντοστάθηκε. Του φάνηκε ότι έκλαιγε κάποιος… κάποιοι…

«Μενεδοκλή;»

«Γοργίδα;»

«Εύανδρε;»

Έψαξε να τους δει, μα οι μορφές τους έφταναν θολές στα μάτια του. Τα βλέφαρά του άρχισαν να ακουμπάνε. Μια τελευταία σκέψη.

«Τους ξέρω αυτούς… είναι οι Θηβαίοι μου…»

Ανάμεσά τους γεννήθηκε.

Ανάμεσά τους έφυγε.

Paragraph Separator

Αγαπητοί μου φίλοι, την επόμενη φορά θα έχετε το φινάλε. Και όσο και αν με διαόλισαν αρκετοί, να το εκμεταλλευτώ αυτό προς όφελός μου, δεν τους άκουσα. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία το Dotnews.gr, τον Ηλία Διάκο (συγνώμη για όποιες καθυστερήσεις υπήρξαν) και όσους έκαναν τον κόπο να ασχοληθούν με το κείμενό μου διαβάζοντάς το και πλάθοντας μόνοι τους τις εικόνες. Ελπίζω να ταξίδεψαν και να επιθυμούν το επόμενο. Από εμένα ίσως να μην έχετε εμπορικότητα. Θα έχετε πάντα γράψιμο καρδιάς. Και αυτό μπορεί να μην είναι τόσο εμπορικό, είναι όμως απεριόριστα αληθινό!

Λευτέρης Σακκάς




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *