Τζοκόντα. Είναι χαμόγελο αυτό;

ΓΕΛΙΟ, ΜΩΡΟ
Κωστής Παπαγιώργης, Τα γελαστά ζώα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σελ. 225

http://www.kastaniotis.com/book/960-03-3663-6

Από τον καιρό του Αριστοτέλη και μετά, η αξιολόγηση του κωμικού υπονομεύτηκε ανά τους αιώνες από τη χριστιανική αντίληψη. Γελάει κανείς με το «λάθος» του άλλου. Συνεπώς το γέλιο είναι διαβολικό. Γι΄ αυτό κανείς δεν γελάει στους πίνακες της ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής τέχνης. Ωστόσο ποια ήταν ακριβώς η άποψη του Αριστοτέλη για το κωμικό δεν μάθαμε ποτέ, αφού από την Ποιητική του διαθέτουμε μόνο τον ορισμό της τραγωδίας. Αν ένας δεύτερος τόμος του φιλοσόφου για την κωμωδία χάθηκε ή αποσιωπήθηκε από τη Χριστιανοσύνη, μια εικασία εύλογη, απασχόλησε τον Ουμπέρτο Έκο στο διεθνές μπεστ-σέλερ του Το όνομα του Ρόδου.

Φιλόσοφοι, αισθητικοί και λογοτέχνες στάθηκαν αμήχανοι μπροστά στο γέλιο και το κωμικό. Και μέχρι σήμερα όποιος καταπιάνεται με το θέμα αντιμετωπίζει τις ίδιες δυσκολίες. Μια συστηματική έκθεση του τι ειπώθηκε, τι παραλείφθηκε, τι συμφωνήθηκε από τόσους πολλούς, είναι σχεδόν ανεδαφική. Ούτε μπορεί μια τέτοια εργασία να έχει αρχή, μέση και τέλος. Ο Κωστής Παπαγιώργης επιλέγει να «αυτονομήσει τον γέλωτα» και να συλλέξει «χρυσοφόρα ρινίσματα» από τον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη, από το κλασικό δράμα, από τον Μπερξόν, τον Σοπενάουερ και τον Κίρκεγκωρ, από τον Παπαδιαμάνη και τον Βιζυηνό. Ένα αμάλγαμα που διατρέχει αιώνες και εποχές. Η πρόθεσή του είναι «να περισώσουμε τα ξακρίσματα και τα αποσιωπητικά της παράδοσης», αλλά δεν παύει να είναι μια προσωπική επιλογή. Δεν είναι λίγες οι φορές που κόβεται το γέλιο του αναγνώστη για τα καλά.

Όπως φαίνεται και από τον ανησυχητικό τίτλο περί γελαστών ζώων, το έναυσμα για την αναμόχλευση της παράδοσης έδωσε στον συγγραφέα η διαπίστωση του Αριστοτέλη στο Περί ζώων μορίων: «…και το μόνον γελών των ζώων άνθρωπον». Δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι αγέλαστο ον, αντίθετα είναι το μόνο που γελάει. Η νέα επικεφαλίδα στην αμέσως επόμενη σελίδα μας προετοιμάζει πράγματι για σκληρή διαπραγμάτευση: «Το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου», μας κατακεραυνώνει. Ας μην κάνουμε κατάχρηση δηλαδή. Σχεδόν μπορούμε να εκτεθούμε ανεπανόρθωτα αποκαλύπτοντας τον ρηχό ψυχισμό μας με ένα άστοχο γέλιο. Οι παρατηρήσεις σε όλη την έκταση της μελέτης προειδοποιούν: «Γελάμε συνήθως με ό,τι πιο αξιοδάκρυτο (…) Ο σοφός τρέμει μπροστά στο γέλιο (…) Ο Περικλής είχε ¨πρόσωπον άθρυπτον προς τον γέλωτα¨ (…) Ο Χριστός ήταν αχαμογέλαστος. Για τον παντογνώστη και παντοδύναμο, το κωμικό δεν υφίσταται». Όλες οι μεγάλες μορφές δηλαδή ήταν αγέλαστες. Ο Όσκαρ Ουάιλντ στο εκπληκτικό θεατρικό του έργο: «Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός», τονίζει ότι η ζωή, η φύση και η ανθρώπινη μοίρα είναι πάντοτε σοβαρές έως τραγικές. Το χιούμορ, το γέλιο και το αστείο είναι ανθρώπινα επινοήματα για να αντέξουν οι άνθρωποι το φορτίο της ζωής τους. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Γούντι Άλεν: «Η ζωή είναι δυσβάσταχτη, ανυπόφορη και ταυτόχρονα σύντομη!».

Παρότι είμαστε πάντα σε επιφυλακή, αφηνόμαστε σιγά σιγά στη δίνη της συλλογιστικής του συγγραφέα. Θα μας αποζημιώσει με αριστοτεχνικές περιγραφές: «Πιάτο χρήσιμο ανά πάσα στιγμή. Σερβίρεται παντού και η συνήθεια έχει τρόπο να το παρενθέτει δωρεάν και ανιδρωτί σε παρακλήσεις, χαζοδιαφωνίες, φιλοφροσύνες και να το συνείρει με το ατελεύτητο κορδόνι των επαφών. Ένα γελάκι νοστιμεύει τα πιο ανοστανάλατα φερσίματα…».

Και να μην γελάς καθόλου όμως, καλό δεν είναι. «Άνθρωπος που δεν χαρίζει γέλιο, που δεν επιτρέπει στη μουτσούνα να σπάσει κατ΄ ελάχιστο, κρατάει πολεμική απόσταση· απλώνεις το χέρι σου κι εκείνος το αφήνει σαδιστικά να κρέμεται από τον ώμο σου (…) Όπως και στους πυγμάχους άλλωστε, που χορεύουν ένα βάναυσο τανγκό, αλλά από γέλιο τίποτα».

ta_gelasta_zoaΕπιτρέπεται λοιπόν ένα μικρό γελάκι; Αντίθετα με την περίπτωση του απαθούς συνομιλητή, συνεχίζει ο συγγραφέας, «έστω και παραπειστικό, το παραμικρό γελάκι υποθάλπει μια ελαχιστοβάθμια συνενοχή, γιατί συνενοχή απαιτείται και στην πιο ξώπετση επαφή». Άρα λοιπόν να χαμογελάσουμε λίγο;

«Πάντα υποδεέστερη και περίφοβη, η αδυναμία δεν φείδεται μειδιαμάτων· η κατωτερότητα επιδαψιλεύει κάθε λογής συναίνεση, καταχράται την κατάφαση, ναι, ναι, ναι, βεβαίως και ασφαλώς!, με κάθε κίνηση υψώνει λευκή σημαία, ρίχνει λευκή πετσέτα, παραδίδεται άνευ όρων, σχεδόν εγκαταλείπει τη θέση της για να προσπέσει στο αντίπαλο δέος». Αν είναι έτσι, ας το αφήσουμε καλύτερα.

Όλα τα γέλια που αναφέρονται στο βιβλίο είναι ούτε λίγο ούτε πολύ μασκαρέματα. Διότι «το γέλιο, όσο υποτυπωδώς κι αν ανατέλλει, αρχικά τουλάχιστον, ουδεμία σχέση έχει με το κωμικό. (…) Όλες οι διαθέσεις έχουν τρόπο να στρατολογήσουν ένα κάποιο χαμόγελο. Μια μεγάλη δοκιμασία βρίσκει τρόπο να σκουπίσει τελικά τον ιδρώτα της με ένα κάποιο γέλιο. Μια κρίση εγωισμού που συλλαβίζει υποτονθορύζοντας το «απεταξάμην» σε κάθε αλτρουισμό συμβιβάζεται εντέλει με ένα γελάκι μασκαρεμένης κακίας που έχει απολέσει το κεντρί της…». Σχεδόν γίνεσαι κακομοίρης όταν χαμογελάς.

Εξαρτάται βέβαια και σε ποια κατηγορία κατατάσσεται ο καθένας. «Κάθε εκδήλωση θέλει ειδική μούρη, κάθε διάθεση θέλει τη δική της φάτσα. Το μέσα του άλλου συνοψίζεται στην όψη».

Ο συγγραφέας εξηγείται: ένα τρανταχτό γέλιο δείχνει αίσθηση ανωτερότητας, το ξεθυμασμένο γέλιο δείχνει και ξεθυμασμένο ψυχισμό, ο «αστείος» της παρέας με όλα του τα φερσίματα ταΐζει τον ατροφήσαντα εγωισμό του, το παρεξηγημένο γέλιο ανήκει στην νεότητα και στους ερωτευμένους… Ακόμη περισσότερο, «στους σακάτηδες, στους παραπεταμένους, στους υπεράριθμους, το χάχανο και οι παραλλαγές του απομιμούνται την έξω εμφάνιση. Ο σακάτης γελάει σακάτικα, ο παραμορφωμένος παραμορφωμένα. Ο σαυροειδής γελάει σαν σαύρα, ο ποντικομούρης σαν αρουραίος. Εκ κοράκου στόματος κρα εξελεύσεται. Κατά συνέπεια δεν ξέρουμε κανένα «καθαρό» γέλιο, όπως δεν ξέρουμε καμιά «καθαρή» φωνή. Στην καλύτερη περίπτωση, αν θέλουμε να ξεχωρίσουμε ευμενώς, ακόμη και το γέλιο φαίνεται πως θέλει λίγη εξάσκηση.

Μπορεί να μας έχει παγώσει ελαφρά αυτό το πρώτο τέταρτο του βιβλίου, αλλά και οι στοχαστές στα κεφάλαια που ακολουθούν δεν αναιρούν τα προλεχθέντα. Ο Αριστοτέλης, ο Δαρβίνος και ο Κανέτι, ο Αριστοφάνης και ο τραγικός Οιδίποδας, ο Μπερξόν, ο Σοπενάουερ και ο Μποντλέρ, ο Χέγκελ και ο Κίρκεγκορ, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός, κάνουν ένα σύντομο πέρασμα – ο καθένας και η περίπτωσή του βέβαια – προσδίδοντας ακόμη περισσότερη ένταση στην όψη, στα μάτια και στην ψυχή του ανθρώπου που γελάει.

Η χαρακτηρολογία του γέλιου, σύμφωνα με την εμβριθή ανάλυση του συγγραφέα,

δείχνει ότι τρανταχτό ή ξεθυμασμένο, καυστικό ή παρεξηγημένο, περιφρονητικό ή εσωστρεφές, το γέλιο σπάνια ταυτίζεται με την ιλαρότητα. Συνήθως αποτελεί ένα φυσικό μηχανισμό χαλάρωσης από το στρες, αφού είναι το καλύτερο αγχολυτικό.

Στάθης Παπαγιαννίδης

Στάθης Παπαγιαννίδης

Συγγραφέας/Μηχ/κός Πληροφορικής



Βιογραφικό…




Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *